Δέκα χρόνια πριν, η νίκη του αριστερού «όχι» στο δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα στη Γαλλία άνοιγε τις ελπίδες για βαθιές αλλαγές στο σύστημα της Ευρωζώνης. Ήταν μια πολιτική νίκη δεμένη με τις επιτυχίες του διεθνούς κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Δέκα χρόνια μετά, οι ελπίδες έχουν διαψευστεί: η ΕΕ παραμένει το «φρούριο» του νεοφιλελευθερισμού, του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού. Δημοσιεύουμε τμήμα της σχετικής συζήτησης μέσα στην Αριστερά στη Γαλλία, με δύο κείμενα από την εβδομαδιαία εφημερίδα «L’anticapitaliste» του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA). Τη μετάφραση έκανε ο Σωτήρης Σιαμανδούρας.
Μια τριακονταετία νεοφιλελεύθερης επίθεσης
Του Πασκάλ ΜορσούΗ Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη υπογράφεται το Φεβρουάριο του 1986 και σηματοδοτεί την επανεκκίνηση της διαδικασίας, σε στενή σχέση με την παγκοσμιοποίηση-απορρύθμιση που βρισκόταν σε εξέλιξη από το 1979. Συγκεκριμένα, σκοπός του σοσιαλφιλελεύθερου Ντελόρ, που ήταν ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, ήταν η δημιουργία «ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, στο πλαίσιο του οποίου να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, ανθρώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων». Αυτό πήγαινε μαζί με την επιτήρηση των συνόρων της Ευρώπης-φρούριο (Σένγκεν).
Συνακόλουθα, περίπου 300 ντιρεκτίβες βαθαίνουν την κίνηση προς την ενιαία αγορά, σε μια πορεία απορύθμισης. Για παράδειγμα, η διαδικασία ιδιωτικοποίησης των δημόσιων εταιρειών τηλεφωνίας ξεκινά με μια ντιρεκτίβα των Βρυξελλών.
Μάαστριχτ
Αυτή είναι η βασική ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εισήγαγε την οικονομική και νομισματική ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τρία βήματα: απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, δημιουργία της ΕΚΤ και εισαγωγή του ευρώ.
Οι προϋποθέσεις του μελλοντικού περάσματος στο κοινό νόμισμα ορίζονταν από τα περίφημα «κριτήρια σύγκλισης»: πληθωρισμός χαμηλότερος από 1,5%, δημοσιονομικό έλλειμμα χαμηλότερο από 3% του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος χαμηλότερο από 60% του ΑΕΠ... Για τους εργαζόμενους των χωρών-μελών, αυτό σήμαινε, με άλλα λόγια, μια γερή δόση λιτότητας. Επιπλέον, το σύνολο της αρχιτεκτονικής της συνθήκης εδραζόταν στη φιλελεύθερη λογική για την οποία οι υπόλοιποι παράγοντες (όπως η κοινωνική πρόνοια) προκύπτουν από τη νομισματική σταθερότητα. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι λόγοι να αντιτεθούμε στη συνθήκη αυτή ήταν πολλοί.
Σε κάθε περίπτωση, στη Γαλλία η συνθήκη τέθηκε σε δημοψήφισμα (η υιοθέτησή της απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση) και υιοθετήθηκε με 51% το 1992. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι στη συγκυρία αυτή αναδύεται το «Όχι της Αριστεράς», το μπλοκ των εχθρικών προς στη συνθήκη δυνάμεων που τοποθετούνταν στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος.
Το ευρωσύνταγμα
Αν και η συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν αναμφισβήτητα μια επιτυχία της αστικής τάξης της Ένωσης, ωστόσο το οικοδόμημα παρέμενε εύθραυστο, σε διαρκή «μεταρρύθμιση». Επιπλέον, η διεύρυνση της ΕΕ έκανε αναγκαία την αλλαγή των μηχανισμών λήψης αποφάσεων προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο μία ή δύο χώρες να μπορούν να μπλοκάρουν το σύνολο της διαδικασίας. Η συνθήκη της Νίκαιας, που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, ήταν μια πλήρης αποτυχία. Εξ ου και η ιδέα «ενός Συντάγματος για την Ευρώπη», που να επιτρέπει να υπερβαίνονται τα εμπόδια. Ο Ζισκάρ ντ’Εστέν επιφορτίστηκε με την επεξεργασία ενός σχεδίου. Σχολιάζοντας το σχέδιο αυτό, το Ίδρυμα Κοπέρνικος έγραφε τότε: «Η Ευρώπη που μας ζητάνε να καταπιούμε οργανώνεται αποκλειστικά γύρω από μία μοναδική αρχή: την αγορά, τη γενίκευση του ανταγωνισμού. Αυτό είναι που επιτρέπει την επίθεση στις δημόσιες υπηρεσίες, το κάλεσμα για την αύξηση του χρόνου εργασίας και την ελαστικοποίησή της, την ενθάρρυνση της κοινωνικής οπισθοδρόμησης σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι λαοί δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτήν την ψευδο-Ευρώπη που έχει την αγορά για εικόνισμα και τη μυστική διαπραγμάτευση για λειτουργία».
Η επικύρωση του ευρωσυντάγματος θα περνούσε από δημοψήφισμα. Τελικά απορρίφθηκε με 54,7%. Αναντίρρητα, η καμπάνια του «Όχι της Αριστεράς», που συσπείρωνε στις ομάδες βάσης αγωνιστές με διαφορετικές αφετηρίες (υποστηριχτές της ρήξης με την ΕΕ ή της «ανακατασκευής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος»), έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την αδιαμφισβήτητη αποτυχία των Σιράκ, Ολάντ και Μπαρόζο. Ήταν μια πραγματική πολιτική σφαλιάρα.
Ευρωπαϊκή Ένωση: μια ομογενοποιητική μηχανή
Του Ανρί ΒιλνόΟ τρόπος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντιμετώπισαν την αντίθεση στο ευρωσύνταγμα προδιέγραφε το μέλλον. Στην αρχή της κρίσης, το 2007-2008, ορισμένοι σκέφτηκαν ότι οι καπιταλιστικές χώρες θα τροποποιούσαν την οικονομική τους πολιτική με χαλάρωση της λιτότητας και χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση. Στην πραγματικότητα, και ιδιαίτερα στην ΕΕ, κυριάρχησε ο διπλός μονόδρομος να σωθούν οι τράπεζες και να μην αλλάξει τίποτε στους βασικούς άξονες: λιτότητα στους προϋπολογισμούς (όχι μόνο στον προϋπολογισμό του κράτους αλλά και στην κοινωνική πρόνοια και τις συντάξεις) και «δομικές μεταρρυθμίσεις», ας πούμε χαλάρωση των εργασιακών συμβάσεων, διευκόλυνση των απολύσεων κ.λπ. Σκοπός είναι η μείωση του «κόστους εργασίας», η κατεδάφιση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και συλλογικών διαπραγματεύσεων με στόχο την αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους.
Αυταρχικός φεντεραλισμός
Το πλαίσιο για την επικράτηση αυτών των κατευθύνσεων ενισχύθηκε με την τροποποίηση των ευρωπαϊκών συνθηκών και τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών Συνόδων Κορυφής.
Η ΕΕ εξελίχθηκε στην κατεύθυνση ενός φεντεραλισμού χωρίς δημοκρατικό έλεγχο. Παρακολουθήσαμε μια διαρκώς διογκούμενη παρεμβατικότητα της Κομισιόν (με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου). Συντάξεις, βασικός μισθός, κοινωνική πρόνοια, σύστημα κοινωνικού διαλόγου... πλέον η Κομισιόν επεμβαίνει σε όλα, υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητες δημοσιονομικής επιτήρησης που της δίνει η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ) του 2012.
Στα κράτη όπου οι τράπεζες αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο (Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος, Ιταλία, Ελλάδα), η ΕΕ χρησιμοποίησε το βαρύ πυροβολικό. Εφαρμόστηκαν σχέδια «βοήθειας» για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα και να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Το αντίτιμο ήταν τα κράτη αυτά να τεθούν υπό επιτήρηση: δεν τους αφήνεται κανένα περιθώριο να μη λυγίσουν στις απαιτήσεις της τρόικας (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ). Στις χώρες αυτές δεν κυριαρχεί μόνο η λιτότητα αλλά και η συστηματική κατεδάφιση των συλλογικών συμβάσεων και του Εργασιακού Δικαίου.
Η λιτότητα συνεχίζεται
Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου αυτή η λογική γνώρισε τη μεγαλύτερη αποτυχία της σε σχέση με τους ρητά διατυπωμένους στόχους. Όπως λέει ο Τσίπρας, η λιτότητα παρήγαγε ύφεση, ανεργία, μιζέρια, και κάνει ακόμη πιο δύσκολη την αποπληρωμή του χρέους. «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες» απάντησε ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν. Και πράγματι, ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (που εξελέγη στις 25 Ιανουαρίου) είχε επιβεβαιώσει τη βούλησή της να διαπραγματευθεί και δεν είχε κάνει την παραμικρή συγκεκριμένη κίνηση, στις 4 Φεβρουαρίου η ΕΚΤ περιόρισε την παροχή ρευστότητας προς την Ελλάδα!
Υποταγή
Έκτοτε δεν έχουν σταματήσει οι εκβιασμοί. Σκοπός είναι να οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο να εγκαταλείψει τη στόχευσή του να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε πραγματικά προοδευτική κατεύθυνση, αλλά και να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας, ίσως ολίγον «χρυσωμένες» αλλά ποιοτικά παρόμοιες με τις προηγούμενες. Και δυστυχώς, η κυβέρνηση του Τσίπρα, αν και ακόμη προσδιορίζει τα όρια του τι είναι έτοιμη να αποδεχτεί, και παρά τις απαιτήσεις της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πάρει τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας: έλεγχος των τραπεζών και της κίνησης κεφαλαίου, στάση πληρωμών του χρέους...
Με την ελληνική περίπτωση, αυτοί που κυβερνούν την ΕΕ θέλουν να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα με πρώτο αποδέκτη το Podemos στην Ισπανία: δεν υπάρχει περίπτωση απόκλισης από τις συνταγές λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής. Οι ηγέτες αυτοί επιδεικνύουν αποφασιστικότητα και, πάνω απ’ όλα, ομοιογένεια: ο Ρέντσι όπως και Ολάντ δεν προσέφεραν στον ΣΥΡΙΖΑ την παραμικρή βοήθεια.