Από τότε που εκστομίστηκε το περίφημο «it’s the economy, stupid!», κορυφαίο προϊόν πολιτικής επικοινωνίας και αγαπημένο κλισέ της νεοφιλελεύθερης ομοδοξίας (εμπνευστής του ο James Carville, επικεφαλής της καμπάνιας του Κλίντον το 1992), αποτέλεσε τη βάση μιας δοξασίας που η επιρροή της κορυφώθηκε στα χρόνια της κρίσης. Κατά τη δοξασία αυτή, θεμελιώδης αιτία της κρίσης είναι η πλήρης επικράτηση της νεοφιλελεύθερης φαντασίωσης περί «απελευθέρωσης» της οικονομίας από τα δεσμά της πολιτικής.
Αυτή η δοξασία, δημοφιλής ιδιαίτερα ανάμεσα σε κεϊνσιανούς αλλά και αριστερούς, αντιμετώπιζε την επικυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής ως στρέβλωση μιας φυσικής τάξης πραγμάτων που επιβάλλει το αντίθετο. Η κριτική αυτής της «στρέβλωσης» πήρε διαστάσεις υστερίας στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009 στην Ευρώπη, πριν αυτή μετατραπεί σε κρίση δημοσίου χρέους διά χειρός της ίδιας της (κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης) πολιτικής. Ακούσαμε τότε τις απειλές του Σαρκοζί κατά των κερδοσκοπικών κεφαλαίων ή της Μέρκελ κατά των οίκων αξιολόγησης και των golden boys του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Με τον καιρό, αυτές οι διασκεδαστικές απειλές ξεχάστηκαν. Η πολιτική πήρε τα ηνία στα χέρια της –αν τα είχε χάσει ποτέ– και μετέτρεψε την ευρωζώνη σε ενεργό ηφαίστειο χρέους και δημοσιονομικό κολαστήριο, σε πείσμα κάθε οικονομικού «ορθολογισμού».
Η αριστερή εκδοχή της δοξασίας για την παρά φύσιν ανατροπή της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής έναντι της οικονομίας εμφανίζει τους πρωταγωνιστές της δεύτερης, τις επιχειρηματικές ολιγαρχίες, ως παρείσακτους υποβολείς των αποφάσεων των πολιτικών ελίτ. Εν μέρει είναι αλήθεια αυτό, και έχει και πολύ πρακτικές εκφράσεις, όταν ολόκληρα νομοσχέδια ή κοινοτικές οδηγίες συντάσσονται από νομικά γραφεία και λομπίστες επιχειρηματικών καρτέλ, πριν υποβληθούν στις «μιλημένες» κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Αλλά η δοξασία αυτή, εκτός του ότι παρακάμπτει την αρχή της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής έναντι του κοινωνικού και οικονομικού ανταγωνισμού, αγνοεί και την απτή εμπειρία της εξαετίας της ελληνικής κρίσης: Τα μνημόνια υπήρξαν και παραμένουν εργαλεία βίαιου μετασχηματισμού όχι μόνο της παραγωγικής βάσης της χώρας, όχι μόνο της κοινωνικής της δομής, αλλά και του πολιτικού της συστήματος.
Ο πολιτικός υποπολλαπλασιαστής
Η λέξη μετασχηματισμός, βεβαίως, ακούγεται ως ακραίος ευφημισμός της αποσύνθεσης. Όπως συνέβη στην οικονομία με την εσκεμμένη –άρα πολιτική– υποεκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών της λιτότητας, έτσι και στο πεδίο της πολιτικής η ευρωκρατία υποεκτίμησε τα αποτελέσματα της αυταρχικής συμμόρφωσης του εγχώριου πολιτικού συστήματος στο νεοφιλελεύθερο credo της Ευρωζώνης. Πρώτο στη σειρά το ΠΑΣΟΚ υπέστη τη βίαιη συμμόρφωση, αλλά οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αναμορφωτές δεν υπολόγιζαν ότι θα το οδηγούσαν στο έσχατο όριο κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Ανάλογη πολιτική βία υπέστη ο αντιμνημονιακός μέχρι το φθινόπωρο του 2011 Σαμαράς. Η παιδαγωγική συμμόρφωσή του συνεχίστηκε ακόμη κι όταν προσχώρησε στο μνημονιακό μπλοκ, με μετριοπαθείς διακηρύξεις περί «επαναδιαπραγμάτευσης». Αλλά ούτε η Μέρκελ, που υπέβαλε τον πρώην πρωθυπουργό σε πολύμηνη τιμωρητική αναμονή πριν τον δεχθεί στην καγκελαρία, υπολόγιζε ότι θα οδηγούσε την ομόδοξη ΝΔ σε πλήρη αδυναμία να εγγυηθεί τη συνέχιση της μνημονιακής προσαρμογής. Ο πολιτικός «υποπολλαπλασιαστής» των πιστωτών, άλλωστε, εξαφάνισε και τις μικρές κομματικές εφεδρείες που προσφέρθηκαν για στήριξη του σχεδίου τους. Πρώτα το ΛΑΟΣ, έπειτα τη ΔΗΜΑΡ, για την οποία έχουμε λησμονήσει ότι υπήρξε το πρώτο αυθεντικό πολιτικό προϊόν των μνημονίων, αποσπώμενη τον Ιούνιο του 2010 από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Νεοφιλελεύθερη ομογενοποίηση
Το πρόβλημα του νεοφιλελεύθερου ιερατείου της Ευρωζώνης είναι ότι τόσο τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και άλλες χώρες όσο και το πανευρωπαϊκό «μνημόνιο» (από το Μάαστριχτ μέχρι το Σύμφωνο για το ευρώ+) καθιστούν τη λιτότητα εις βάρος των φτωχών στρωμάτων, τη συντριβή της εργασίας και την αέναη αναδιανομή του πλούτου υπέρ των επιχειρηματικών ολιγαρχιών αποκλειστικό όρο επιβίωσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική διαχείρισης του ιμπεριαλιστικού μορφώματος, που μεταφέρει τον πλούτο από την περιφέρεια και τους κάτω προς το κέντρο και τους πολύ πάνω. Η διαχείριση αυτού του ανοικτού στη διάλυση καπιταλιστικού συνονθυλεύματος θα απαιτούσε είτε μια συγκεντρωτική, αυταρχική, «αυτοκρατορική» διακυβέρνηση (εν μέρει κάτι τέτοιο προωθείται με τη διαδικασία θεσμικής ολοκλήρωσης της ΟΝΕ) είτε μια νεοφιλελεύθερη ομογενοποίηση των κομματικών συστημάτων σε κάθε χώρα-μέλος. Η τυπική λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, η κυβερνητική εναλλαγή και οι συμμαχικές κυβερνήσεις οφείλουν να αφήνουν στο απυρόβλητο τη συνοχή και συνέχεια του ταξικού πυρήνα των κυβερνητικών πολιτικών.
Απ’ αυτή τη άποψη ήταν μοιραίο να έρθει και η «ώρα της Αριστεράς». Τα μνημόνια και οι «σεβαστοί κανόνες» της Ευρωζώνης έγιναν εργαλεία συστημικής προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ, με μόνη εναλλακτική τη ρήξη με το ευρω-ιερατείο. Η απόρριψη αυτής της εναλλακτικής από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πρώτο βήμα συμμόρφωσής της στο πολιτικό πλαίσιο που είναι συμβατό με την Ευρωζώνη. Η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου από το εμπλουτισμένο με την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακό μπλοκ ήταν η συμβολική πιστοποίηση της επιτυχούς έκβασης του project των πιστωτών. Υπάρχει πλέον μια ευρεία συμμαχία προθύμων που εγγυώνται τη συνέχιση του βίαιου μετασχηματισμού της χώρας-υβρίδιο. Εξ ου και η σχεδόν διθυραμβική υποδοχή της προσφυγής σε εκλογές από τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού ιερατείου, αλλά και των αγορών (βλέπε ανάλυση της Moody’s).
Η απροσδόκητη ώσμωση
Αναμφισβήτητα, η αφομοίωση στο «πολιτικό μνημόνιο» ενός κόμματος με ριζοσπαστικές διακηρύξεις είναι ιστορικά πρωτότυπη για τα δεδομένα της ΕΕ, και από πολλές απόψεις ένας θρίαμβος ειδικά της γερμανικής ηγεσίας. Η διεργασία μετάλλαξης ενός κόμματος είναι εξαιρετικά πολύπλοκη για να περιγραφεί εδώ. Αλλά για ιστορικούς λόγους θα ήταν χρήσιμο να μαθαίναμε κάποια στιγμή τι ακριβώς διαμειβόταν στα διαπραγματευτικά ραντεβού του κυβερνητικού επιτελείου με τους εκπροσώπους των δανειστών ή στις αλλεπάλληλες συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα καγκελάριο, πάντα πρόθυμη να ανταποκριθεί σε κάθε πρόσκληση. Ουδείς δικαιούται να κατηγορήσει τη «σιδηρά κυρία» του ευρώ για έλλειψη πολιτικού πολιτισμού και διπλωματικής ευελιξίας απέναντι στον ηγέτη ενός αριστερού κόμματος που προεκλογικά καταγγελλόταν ως «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη». Αλλά, πέραν του σαβουάρ βιβρ, υποθέτουμε ότι η κ. Μέρκελ ασκούσε το καθήκον που της αναλογούσε στο πλαίσιο του project «ενσωμάτωση ή εξουδετέρωση», με προτίμηση στην πρώτη: «Διάβαζε», ανέλυε, έβλεπε κάτω από την επιδερμίδα, διέκρινε φιλοδοξίες, αναζητούσε δυνατά και αδύνατα σημεία. Προφανώς τα βρήκε. Αυτή στο κορυφαίο επίπεδο, άλλοι στα χαμηλότερα κλιμάκια.
Ίσως η κορυφαία στιγμή ώσμωσης ανάμεσα στη φυσική ηγέτιδα του προεκλογικά καταγγελλόμενου «μερκελισμού» και τους μετεκλογικά μεταμεληθέντες «αντιμερκελιστές» αποδειχθεί αυτή της παραίτησης της κυβέρνησης. Ο Α. Τσίπρας περιγράφει τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλο δέος στο «παλαιό πολιτικό σύστημα», το ίδιο που η γερμανική ηγεσία θεωρούσε αποτυχημένο και υπαίτιο για τις παθογένειες, τις ακαμψίες και τις αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας στη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή. Στην πράξη, το αν ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει το χρίσμα τού (κατά Καβάφη) Πολιτικού Αναμορφωτή της αποικίας* θα εξαρτηθεί όχι τόσο από την αντιπαράθεση με τους μνημονιακούς εκπροσώπους του «παλαιού πολιτικού συστήματος», σημαντικό μέρος των οποίων ήδη φιλοξενεί, όσο από την ικανότητά του να εξουδετερώσει την ανασυγκρότηση και ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του αντιμνημονιακού μετώπου και του «Όχι» τη 5ης Ιουλίου που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.