Λογαριάζοντας την ήττα μας στα μετόπισθεν ενώ ο μεγάλος πόλεμος μαίνεται στα χαρακώματα, θα ήθελα να συνομιλήσουμε πάνω στη σύντομη ιστορία των εκλογών, ξεκινώντας από τα ταπεινά μας βήματα στην ομίχλη του δυσοίωνου Σεπτέμβρη και των δύο μηνών που προηγήθηκαν, για να φτάσουμε ύστερα σε όσα ερμηνεύουν η «κοινοτοπία του κακού» και η υπεροπλία των αντιπάλων μας.
Μ ας έκλεψαν το χρόνο, λέμε όλοι για να ερμηνεύσουμε μια αιτία του αποτελέσματος. Ναι, αλλά ο χρόνος είναι πάντα στη δικαιοδοσία της εξουσίας που αιφνιδιάζει με στρατηγικές πολέμου, εν προκειμένω εκλογές, με σκοπό να διαλυθεί το αντιμνημονιακό στρατόπεδο και να προκύψει μνημονιακή κυβέρνηση.
Το βαθύτερο τραύμα όσων πήραν μέρος στους κοινωνικούς αγώνες και τον ΣΥΡΙΖΑ έχει διάρκεια, δεν μπορούσε να κλείσει με σύντομη αντιβίωση αγωνιστικής συνέχειας. Το ερώτημα είναι, όμως, γιατί οι οργανωμένες τάσεις και τα ενεργά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν συμμετείχαν στην αδήλωτη στρατηγική του προεδρικού κέντρου, δεν έβλεπαν ή δεν ήθελαν να βλέπουν ότι η σύγκρουση με τους «θεσμούς» ήταν αδύνατον να συμβεί, τόσο γιατί δεν είχαμε και δεν χρησιμοποιήσαμε κανένα εφόδιο όσο και γιατί δεν αποτελούσε επιλογή.
Τα ΟΧΙ των βουλευτών/τριων έσπασαν την αδιανόητη, ακόμα και για τους πιο υποψιασμένους, ταχύτατη μετάλλαξη του βουλευτικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο ανέλαβε, χωρίς αιδώ, να διαμεσολαβήσει στο λαό την υποχρέωση να πειθαρχήσει στην αυτοκαταστροφή του. Αν δεν είχαν υπάρξει τα ΟΧΙ της βουλής και τα ΟΧΙ που συνόδευσαν τις μαζικές αποχωρήσεις χιλιάδων μελών του κόμματος, θα πιστεύαμε, δικαίως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα αδειανό πουκάμισο που χάθηκε στον αδυσώπητο χρόνο της ιστορίας για να υπάρξει η μετωνυμία του με την παλιά διεύθυνση και απολύτως νέα ταυτότητα. Το σύντομο, λοιπόν, καλοκαίρι της επικύρωσης του τρίτου μνημονίου διέλυσε μεν τις αυταπάτες αλλά τίποτε δεν τις δικαιολογεί. Δυστυχώς, αυτή η ψυχολογίζουσα λέξη περισσότερο συσκοτίζει παρά αποκαλύπτει το βάθος των πραγμάτων. Πρέπει να σκεφτούμε αναδρομικά τόσο τις συλλογικές όσο και τις ατομικές διαδρομές που έχουμε διανύσει.
Όταν, λοιπόν, μας πιάνουν στον ύπνο, το σοκ του αιφνιδιασμού μπορεί να είναι λυτρωτικό. Που σημαίνει ότι ίσως μπορούσαμε να γράψουμε κι εμείς, συμπυκνώνοντας τον πολιτικό χρόνο όπως έκαναν οι αντίπαλοί μας, ορισμένες ριζικές πράξεις, οι οποίες να προοιωνίζονται τη νέα εποχή της αντίστασης και το νέο εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας. Δυστυχώς, αρχικά κυριάρχησε η συνήθεια, η οποία, όπως λέμε, σκοτώνει. Είμαι η τελευταία που θα μηδενίσει τις αφόρητες πιέσεις από τα χιλιάδες πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε καθημερινά. Δεν εμπόδισαν, όμως, αυτά ένα γενναιόδωρο προσκλητήριο και μια κατακλυσμική παρουσία όπου είχαμε βήμα –στις συνελεύσεις, στο δρόμο, στους χώρους εργασίας, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης– όλων όσων ήθελαν να πάρουν μέρος στην ιδρυτική πράξη της κοινής προσπάθειας, ανάλογα πάντα με τις ιδιαίτερες ικανότητες/δεξιότητες καθενός και καθεμιάς. Η Λαϊκή Ενότητα ξεκίνησε μεν βιαστικά αλλά αυτοί που πήραν την πρωτοβουλία λειτούργησαν όπως έπρατταν πάντα, ως εάν επρόκειτο το νέο κοινό εγχείρημα να αποτελέσει συνέχεια του εαυτού τους.
Τα βασικά σημεία της εκλογικής μας παρουσίας δεν επικοινωνούσαν όλα, λόγω και του τρόπου εκφώνησής τους, με το κοινωνικό σώμα που διακατείχε ο φόβος μιας μελλοντικής άτακτης εξόδου από την Ευρωζώνη και η επιθυμία να συντηρήσουν τα ελάχιστα κεκτημένα, με προσκόλληση στο θεωρούμενο καλύτερο διαχειριστή της συμφωνίας, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Απ’ όσο ήδη φαίνεται, το εκλογικό σώμα, που τίθεται σταδιακά από το πρώτο μνημόνιο στο κοινωνικό περιθώριο, δεν περιμένει τίποτα από τις εκλογές και πυκνώνει τις γραμμές των 1.500.000 ψηφοφόρων οι οποίοι ήδη από το 2010 δεν ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα. Κατ’ αναλογίαν, από τις εκλογές του Ιανουαρίου μέχρι τις σημερινές απομακρύνθηκαν από την κάλπη 720.000 ψηφοφόροι. Η πρόσφατη αποχή αποτέλεσε όχι μόνο έκφραση παραίτησης αλλά και πράξη αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος συλλήβδην ή/και του ΣΥΡΙΖΑ για τη μετάλλαξή του. Όσον αφορά την αποχή, έχω ένα σχόλιο για τους αριστερούς αντιμνημονιακούς πολίτες οι οποίοι προτίμησαν να εκφραστούν αυθεντικά από το να μας επιτρέψουν με τη στήριξή τους να συνεχίσουμε, έχοντας και παρουσία στη βουλή, τον κοινό αγώνα.
Όλ’ αυτά είναι πολύ πρόχειρα και επιμέρους. Χρειάζεται να τεθούν περισσότερα ζητήματα και να γειωθούν στα κοινωνικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα.
Το μέλλον μας διαρκεί πολύ και θα το ορίσουμε συλλογικά
Έχουμε μια ήττα αλλά δεν χάσαμε τον πόλεμο, είπαν οι εκπρόσωποι της Λαϊκής Ενότητας το βράδυ των εκλογών, εκφράζοντας, πιστεύω, όλους μας. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχεις φλόγα ψυχής για να ψάξεις το δρόμο, όταν αυτός ο δρόμος δεν είναι δεδομένος. Ο αυτόματος πιλότος τού κάνουμε αυτά που κάναμε πάντα μπορεί να πιστοποιεί στράτευση αλλά δεν οδηγεί σωστά. Τα ερωτήματα που έθετε και προεκλογικά, ρητά ή άρρητα, η κοινωνία είναι αμείλικτα. Μπορεί η καταστροφική πορεία της χώρας, η λεηλασία της ζωής των λαϊκών τάξεων, η υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας και η δημοκρατία σε γύψο –τώρα σε υπερυπουργείο των δανειστών– να ανατραπούν; Πώς αυτό το λαϊκό, κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, που διακηρύσσει η Λαϊκή Ενότητα, θα συμβάλει ώστε να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω; Πώς, μετά την αποτυχία ή «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να θέσουμε έναν ανάλογο στόχο, αυτήν τη φορά με όπλο την έξοδο από την Ευρωζώνη;
Η αλήθεια είναι ότι ο λαϊκός κόσμος έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του ή την κρυφή ελπίδα ότι το μαγικό ραβδί της ψήφου μεταμορφώνει τον κόσμο. Άλλωστε, έχει να παλέψει με θεούς και δαίμονες της καθημερινής βιοπάλης. Η θέση ότι όσο πιο πολύ καταστρέφονται οι άνθρωποι τόσο πιο πολύ επαναστατούν δεν επαληθεύεται, τουλάχιστον στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή ήπειρο. Χρειάζεται σχέδιο που θα επιστρατεύει και θα δημιουργείται από ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις. Χρειάζονται απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, όχι εύκολη ρητορική με πλατφόρμες που δημιουργούνται από κοπτοραπτική λέξεων. Χρειάζονται κοινωνικές συνθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις. Λαϊκά μέτωπα στην Ελλάδα, αλληλέγγυα μέτωπα στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Από άθροισμα μικρών οργανώσεων, που μετρούν την κάθε λέξη και την κάθε κίνηση, πρέπει να μεταμορφωθούν σ’ ένα μεγάλο πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, με αναστοχασμό πάνω σε ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα.
Χρειάζεται η δημοκρατία να γίνει ο κανόνας της συλλογικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ύπαρξης. Αν επαναφέρουμε στην ιστορική μνήμη τα μεγάλα επαναστατικά εγχειρήματα των λαών και τις ιστορικές αλλαγές του κόσμου, θα ξαναβρούμε τον κόκκινο σκούφο της δημοκρατίας μαζί με τον λευκό χιτώνα της ελευθερίας που οδηγεί τον λαό στα οδοφράγματα. Αυτές οι μεγάλες ιδέες, που λεηλάτησαν οι κυρίαρχοι του κόσμου και σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί στο απόσπασμα, μας ανήκουν. Πρέπει, όμως, να τις ξανακερδίσουμε.
Το μέλλον της Λαϊκής Ενότητας αποτελεί μια δοκιμασία για όλους και όλες. Μακριά από τις μεγάλες ή μικρότερες κομματικές σκέπες, που ικανοποιούσαν ορισμένες ανθρώπινες ανάγκες, πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς δεκανίκια, με τα χέρια και το μυαλό μας. Μπροστά μας θα βρούμε πολλή ξηρασία. Μοναδικά όπλα, που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, είναι η πίστη στις ιδέες μας και η μεταξύ μας αλληλεγγύη.