Η απελευθέρωση που έγινε ήττα
Στις 12 Οκτώβρη του 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Τη μέρα αυτή κυριάρχησαν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του λαού για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικράτησε απόλυτη τάξη (χάρη στο ΕΑΜ) σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Να πούμε ότι με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων απελευθερώθηκε το τρίγωνο του κέντρου (Κολωνάκι, Σύνταγμα), αφού οι γειτονιές της είχαν απελευθερωθεί 3-4 μέρες νωρίτερα από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή.
Την επομένη της απελευθέρωσης, τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς διαδέχθηκαν οι διαδηλώσεις των οργανώσεων. Στις 13 και 14 Οκτώβρη το ΕΑΜ κατέβασε μαζικά και συντεταγμένα τις δυνάμεις του στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα υπέρ... των Συμμάχων, της κυβέρνησης εθνικής ενότητας αλλά και της... λαοκρατίας.
Στις 15 Οκτώβρη κινητοποιήθηκε ο αστικός κόσμος, οι «εθνικές» οργανώσεις, για να κάνουν επίδειξη των δυνάμεών τους. Στη διαδήλωση αυτή συμμετείχαν ο ΕΔΕΣ, η ΠΕΑΝ, το Εθνικό Κομιτάτο, η Ιερά Ταξιαρχία, η οργάνωση «Χ» (οι λεγόμενοι χίτες).
Όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς (ένας οξυδερκής διανοούμενος της αστικής τάξης) παρακολουθώντας τη διαδήλωση των «εθνικών» οργανώσεων:
«Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν αισθητά πολύ πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου». (Τετράδια Ημερολογίου). Την ίδια ημέρα και ώρα της διεξαγωγής της διαδήλωσης των «εθνικών» οργανώσεων, συνεργάτες των Γερμανών που διέμεναν υπό περιορισμό αλλά ένοπλοι σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας πυροβόλησαν εναντίον μιας παράλληλης εαμικής διαδήλωσης, σκοτώνοντας επτά και τραυματίζοντας δεκάδες ανθρώπους.
Το ΕΑΜ δεν απάντησε στην πρόκληση. Προσπαθώντας να καθησυχάσει τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών, η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις δεσμεύσεις της απέναντι στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας περιορίζοντας τη μεγάλη δύναμη του κινήματος.
Το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, παρόλο που θα μπορούσε εύκολα να προχωρήσει σε κατάληψη του συνόλου της πόλης καθώς απουσίαζε κάθε άλλη οργανωμένη επαρκής ένοπλη δύναμη, όχι μόνο πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης, αλλά περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά.
Η επίσημη άφιξη της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε (από το Σεπτέμβρη) με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944.
Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, παρότι μπορούσαν, δεν πήραν την εξουσία γιατί «σεβάστηκαν» τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που είχαν υπογράψει νωρίτερα.
Με τη συμφωνία του Λιβάνου, η δράση του ΕΛΑΣ περιγραφόταν ως τρομοκρατική και αποκηρυσσόταν η εξέγερση στη Μ. Ανατολή, το ΕΑΜ δεσμευόταν ότι θα συμμετείχε στην υπάρχουσα κυβέρνηση της Μ. Ανατολής και έβαζε τον ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας». Με τη συμφωνία της Καζέρτας, το ΕΑΜ αποδεχόταν την αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, τον Άγγλο στρατηγό Σκόμπι ως διοικητή όλων των αντιστασιακών δυνάμεων στην Ελλάδα και την παραμονή των ενόπλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ εκτός Αττικής.
Το λάθος της «εθνικής συμφιλίωσης»
Η απελευθέρωση έθετε επί τάπητος το ζήτημα της μεταπολεμικής εξουσίας.
Εκεί τα δύο στρατόπεδα είχαν εκ διαμέτρου αντίθετα συμφέροντα.
Για την αστική τάξη, δύο ήταν τα ζητούμενα και τα είχε ξεκάθαρα από καιρό. Δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για εθνική συμφιλίωση. Ο βασικός της στόχος ήταν η καταστροφή του ΕΛΑΣ και η ανεμπόδιστη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. Δηλαδή ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού με τη βοήθεια της δικής της οργανωμένης ένοπλης βίας και η σταθεροποίηση της οικονομίας σε βάρος των εργαζομένων.
Αντίθετα το ΚΚΕ, παρότι εκείνη την περίοδο είχε τη δυνατότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, έβλεπε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια «κεϊνσιανή» ανασυγκρότηση της οικονομίας και μια ειρηνική περίοδο συνεργασιών. Με τέτοιες απόψεις παρενέβαινε στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ και γενικά στο μαζικό και εργατικό κίνημα.
Οι υπουργοί του ΕΑΜ στην κυβέρνηση είχαν δεμένα τα χέρια.
Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το όπλο του επισιτισμού «εκβιάζοντας ώστε να επιβάλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν στους εαμικούς υπουργούς και να διαμορφώσουν ελεγχόμενα δίκτυα διανομής αποκλείοντας τις εαμικές οργανώσεις και ανατρέποντας την πολιτική τους ηγεμονία» (Δ. Μαριόλης).
Ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν τη βοήθεια, ο «κεϊνσιανός» διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Κυριάκος Βαρβαρέσος, αντικαταστάθηκε από τον μονεταριστή Ξενοφώντα Ζολώτα, εισηγητή μιας δέσμης μέτρων που περιλάμβανε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δραστικές αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονταν μέσω της ξένης βοήθειας, στήριξη στους έμμεσους φόρους, περιορισμό του αριθμού και μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων.
Η ομοιότητα των μέτρων αυτών με τα σύγχρονα μνημόνια είναι εντυπωσιακή. Τα ζητήματα των εθνικοποιήσεων, όπως και τα αιτήματα που εμπεριέχονταν για το λαό στο σύνθημα «Λαοκρατία», υποβιβάστηκαν χάριν της «εθνικής συγκυβερνήσεως».
Αποτέλεσμα; Οδηγηθήκαμε στα Δεκεμβριανά, στην τρομοκρατία, στην υποχώρηση, στον Εμφύλιο και στην τελική ήττα ενός δυναμικού και τεράστιου κινήματος.
Για άλλη μια φορά στην ιστορία, η «ταξική συμφιλίωση» αποδείχθηκε όπλο ενάντια στους «από κάτω», αφού οι καπιταλιστές τη χρησιμοποιούν σαν καραμέλα μόνο όταν βλέπουν να χάνουν την εξουσία τους και μέχρι να αναδιοργανωθούν για να μας τσακίσουν.