Τελικά ο Πορτογάλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Καβάκο Σίλβα, αφού απέτυχε στην προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης της Δεξιάς, έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ηγέτη των Σοσιαλιστών, Αντόνιο Κόστα.
Το ότι δεν αποτόλμησε να κάνει μίνι «πραξικόπημα», αρνούμενος να δώσει την εντολή και να προτιμήσει να σχηματίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση, δεν αφορά μόνο τον πιθανό φόβο του απέναντι στην πολιτική ένταση που θα προκαλούσε μια τέτοια κίνηση. Στην επιλογή υπήρχε και οικονομικός ρεαλισμός: Η Πορτογαλία δεν μπορεί να πορευτεί τους επόμενους μήνες (καθώς δεν γίνεται να ξαναγίνουν άμεσα εκλογές) με κυβέρνηση που δεν θα μπορεί να ψηφίσει και να υλοποιήσει προϋπολογισμό. Αυτός έπρεπε να έχει κατατεθεί στην Κομισιόν από τα μέσα Οκτώβρη. Από μια τέτοια εξέλιξη, προτιμήθηκε να δοθεί στους Σοσιαλιστές η ευκαιρία να αποδείξουν ότι είναι όσο «καλά παιδιά» ορκίζονται ότι είναι. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «αγορές» αντέδρασαν με ηρεμία στο σχηματισμό της κυβέρνησης Κόστα.
Αυτό βέβαια, για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που επέλεξαν να δώσουν «έξωθεν» στήριξη στο σχηματισμό κυβέρνησης Σοσιαλιστών, θα έπρεπε να λειτουργεί ως μια πρώτη ανησυχητική ένδειξη.
Κίνδυνοι
Σε προηγούμενα φύλλα της «ΕΑ» έχουμε γράψει αναλυτικά και για τους γενικότερους κινδύνους της κεντροαριστερής τακτικής όπου δοκιμάστηκε, και για τα προβλήματα που φαίνεται να προκύπτουν από τη «συγκεκριμένη εκδοχή» στις «συγκεκριμένες συνθήκες» της σημερινής Πορτογαλίας.
Έχουμε επισημάνει επίσης τη λογική των Πορτογάλων συντρόφων που αποφάσισαν να δοκιμάσουν (και να δοκιμαστούν από) ένα τέτοιο «πείραμα». Όπως και να έχει, με το σχηματισμό της κυβέρνησης έρχεται η ώρα της αλήθειας.
Προτού δοθεί η εντολή, ο Καβάκο Σίλβα έκανε την ύστατη ωμή πολιτική του παρέμβαση: απαίτησε από τον Κόστα δεσμεύσεις ότι τα κόμματα της Αριστεράς δεν πρόκειται να καταθέσουν πρόταση μομφής εναντίον του, ότι θα εγκριθεί ο προϋπολογισμός του 2016, ότι θα συμμορφωθεί στους κανόνες πειθαρχίας της Ευρωζώνης, ότι θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις προς το ΝΑΤΟ, τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του ρόλου του «συμβουλίου κοινωνικής συμφιλίωσης».
Την ίδια ώρα, τα κόμματα της Αριστεράς υποστηρίζουν ότι μπορεί να αποσύρουν τη στήριξη στην κυβέρνηση αν δεν τηρηθούν τα συμφωνηθέντα, έκαναν προεκλογικό αγώνα με κριτική στην Ευρωζώνη, και προωθούν την ενίσχυση του ρόλου των συνδικάτων (σε αντίθεση με το «συμβούλιο κοινωνικής συμφιλίωσης»).
Η αντίφαση έχει ήδη φανεί, καθώς οι απαιτήσεις του Σίλβα προκάλεσαν οργισμένες απαντήσεις από την Αριστερά, ενώ οι Σοσιαλιστές απάντησαν πως τα αιτήματα του Προέδρου «έχουν ληφθεί υπόψη».
Το πρώτο τεστ θα είναι ο προϋπολογισμός του 2016, όπου μένει να δούμε πώς η κυβέρνηση των Σοσιαλιστών θα συνδυάσει τα αιτήματα των αριστερών κομμάτων με τις απαιτήσεις της Κομισιόν για «δημοσιονομική πειθαρχία».
Μέχρι σήμερα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα πορεύεται με μια νεοκεϊνσιανή αφήγηση που λέει πως είναι εφικτή μια τέτοια πολιτική. Ο νέος υπουργός Οικονομικών και αρχιτέκτονας του κυβερνητικού προγράμματος, Μάριο Σεντένο, δήλωσε χαρακτηριστικά απαντώντας στο αν είναι «νέος Βαρουφάκης»:
«Θα γυρίσουμε σελίδα από τη λιτότητα με τρόπο ελεγχόμενο και δημοσιονομικά υπεύθυνο ... προτείνουμε ρήξη με αυτήν την πολιτική αλλά μέσα στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας ... οι αγορές θέλουν η Πορτογαλία να διατηρήσει ένα επίπεδο υπευθυνότητας που θα της επιτρέπει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Αυτό ακριβώς θα κάνουμε».
Οι Σοσιαλιστές επιμένουν πως είναι εφικτό να χαλαρώσει η λιτότητα και να ανταποκριθούν στους δημοσιονομικούς στόχους. Στελέχη του Μπλόκο μιλούν επίσης για μια κυβέρνηση που «δεν είναι ριζοσπαστική, αλλά θα χαλαρώσει τη θηλιά από το λαιμό των εργαζομένων». Είναι μια συζήτηση αν μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά να αυτοπεριορίζεται σε αυτόν το στόχο. Αλλά πολύ περισσότερο έχει σημασία η συζήτηση για το αν ακόμα κι αυτός ο στόχος είναι εφικτός.
Ο αντίπαλος ετοιμάζεται
Από τη μεριά των αντιπάλων, αναλυτής της JP Morgan εκτιμά ότι «η εμπειρία της αριστερής κυβέρνησης θα αποδειχθεί σχετικά βραχύβια», και σε πείσμα της αισιόδοξης αφήγησης του Σεντένο ισχυρίζεται πως «δεν θα μας εκπλήξει αν απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας το 2016, εξαιτίας του αδύναμου μακροοικονομικού περιβάλλοντος».
Οι πιο «αισιόδοξες» εκτιμήσεις αναλυτών ισχυρίζονται πως ίσως οι δανειστές δείξουν κάποια ανοχή, αλλά «οι Βρυξέλλες θα θέλουν να ξέρουν ποιο είναι το Σχέδιο Β αν η οικονομία δεν βελτιωθεί όπως προβλέπει ο Σεντένο...».
Με απλά λόγια, οι «απέναντι» σε όλες τις εκδοχές τους αμφισβητούν τη δυνατότητα κεϊνσιανής εξόδου από την κρίση και θέτουν ήδη το ερώτημα «ρήξη ή υποταγή στην ευρωλιτότητα;». Αν αποδειχθεί ότι υπάρχουν περιθώρια κεϊνσιανής πολιτικής ή ότι υπάρχει η πιθανότητα ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να εφαρμόσει τα μέτρα αντιλιτότητας σε πείσμα των «καταναγκασμών» του καπιταλιστικού πλαισίου, θα πρέπει πράγματι να αναθεωρήσουμε πολλά. Αλλά δεν το θεωρούμε πολύ πιθανό να συμβεί. Και αν πράγματι τα πράγματα αποδειχτούν τόσο διλημματικά όσο νομίζουμε, οι Πορτογάλοι σύντροφοι θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στο πώς θα κινηθούν σε αυτό το δύσκολο κι επικίνδυνο μονοπάτι που επέλεξαν να βαδίσουν.
Ελπίζουμε η τακτική τους το επόμενο διάστημα να οδηγήσει στην ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και να μη συρθούν στην κεντροαριστερή αφομοίωση στο όνομα ενός «ρεαλισμού» που ειδικά στις συνθήκες της κρίσης σημαίνει συνθηκολόγηση.