Είναι γεγονός! Οι τράπεζες πουλήθηκαν «αντί πινακίου φακής» με βάση ένα μοντέλο ευρείας ιδιωτικοποίησης και αντικατάστασης της μετοχικής πλειοψηφίας του ΤΧΣ. Σε τι όμως εξυπηρετεί ο απόλυτα ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές; Η συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο υποχώρησε από το 56% στο 20% περίπου. Ο νέος, έντονα ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών δεν μπορεί παρά να είναι ένα σήμα στην οικονομία, και την κοινωνία την ίδια, για το ποιος είναι πλέον ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Στο νέο μετοχολόγιο έχουν ενισχυθεί τα hedge funds και τα private equity funds ενώ από 1/1/2016 οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα λειτουργούν υπό τις συνθήκες που θα καθορίζει η κανονιστική οδηγία BRRD (Banking Recovery and Resolution Directive). Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά; Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Η επαναφορά της διάχυτης ρευστότητας στις τράπεζες
Οι τράπεζες με το σχεδόν ολοκληρωτικό τους πέρασμα στον ιδιωτικό τομέα αποσυνδέονται πλήρως από τον «εγχώριο» επιχειρηματικό κύκλο και προσδένονται στο «άρμα» της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης (ΕΤΕ). Οι τράπεζες, πλέον, δεν θα είναι «πρόδρομοι» και πάροχοι χρηματοροών προς την οικονομία και τις επενδύσεις αλλά «επίγονοι» εισπράξεων και απορρόφησης ρευστότητας. Αν οι τράπεζες παρέμεναν δημόσιες ή ημιδημόσιες - ημιιδιωτικές θα συνέχιζαν να συγκεντρώνουν «αιτήματα» πιστωτικής επέκτασης από την «ασφυκτιώσα» αγορά. Όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον υπό τις παρούσες συνθήκες που τα «κόκκινα» δάνεια είναι το βασικό πρόβλημα όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν θα μπορούσε να επιτρέψει έναν νέο κύκλο μόχλευσης. Στην Ελλάδα, η διαφορά μεταξύ των δανείων που έχουν δοθεί και των υπαρκτών καταθέσεων είναι παραπάνω από 80 δισ. €. Αν δεν καλυφθεί αυτή η διαφορά, οι τράπεζες δεν θα εκτελούν τις κλασικές τραπεζικές εργασίες, για αρκετό καιρό ακόμα. Αντίθετα, θα λειτουργούν σαν «απορροφητήρες» ρευστότητας.
Μόνο ο ακραία ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών μπορεί να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο ρόλο απορρόφησης της διαθέσιμης ρευστότητας. Μόνο η «επιστροφή» της ρευστότητας στις τράπεζες θα ξανακάνει «κεφάλαιο» αυτήν την «ελεύθερη» χρηματική ποσότητα. Αυτός είναι και ο ένας από τους νέους σημαντικούς ρόλους του τραπεζικού συστήματος, στην περίοδο που η απομόχλευση «σπρώχνει» τα νοικοκυριά και τους ατομικούς καπιταλιστές σε διακράτηση ρευστότητας εκτός των επίσημων πιστωτικών θεσμών.
Η αποσύνδεση των τραπεζών από το δημόσιο χρέος
Εκπεφρασμένος σκοπός της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης (ΕΤΕ) είναι η μη επιβάρυνση των Ευρωπαίων φορολογούμενων με το κόστος της σωτηρίας των τραπεζών που έχουν δώσει περισσότερα δάνεια από όσα μπορούν να εισπράξουν. Στην πραγματικότητα όμως η ΕΤΕ προσπαθεί και τις τράπεζες να χρησιμοποιήσει ως μηχανισμό επιβολής της «μονομερούς τραπεζικής ηθικής» (ευθύνεται μόνο αυτός που πήρε το δάνειο) αλλά και να πειθαρχήσει τα κράτη έτσι ώστε αυτά να επιβάλουν αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Η ΕΤΕ φαντάζει ως μια «δίκαιη» πρόταση αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους, αλλά στην ουσία αποτελεί μια «θεσμική τεχνολογία» επιβολής πειθαρχίαςσε όλο το κοινωνικό σώμα, αν σκεφτούμε ότι το 80% της χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας οφείλεται στον επίσημο τραπεζικό τομέα. Και εδώ ο ακραία ιδιωτικός χαρακτήρας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ύστερα από την τρίτη ανακεφαλαίωση βοηθά στην επίτευξη των στόχων της ΕΚΤ.
Η «ελάφρυνση»
του 3ου μνημονίου
Και ενώ η ΕΚΤ και η ΕΤΕ εκφράζουν την ταξική λογική του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που υποτίθεται ότι «δουλεύει» για το καλό του Ευρωπαίου φορολογουμένου, η φθηνή για το ιδιωτικό κεφάλαιο ανακεφαλαίωση και η καθοριστική για το ελληνικό Δημόσιο υποχώρηση των ποσοστών και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του στον τραπεζικό τομέα έρχεται να δώσει «λύση» και στο άλλο πρόβλημα που εκκρεμεί εδώ και μήνες. Το πρόβλημα που λέγεται χρηματοδοτική βαρύτητα του τρίτου μνημονίου -που αποτιμήθηκε αρχικά σε 86 δισ. €- λύνεται σημαντικά με τα αποτελέσματα των stress tests, που κατέβασαν τις ανάγκες ανακεφαλαίωσης των τραπεζών στο 1/4 των αρχικών υπολογισμών. Διότι ποτέ δεν βρέθηκαν τα 86 δισ. ευρώ του νέου δανείου που «συνοδεύει» το τρίτο μνημόνιο, αφού το ΔΝΤ δεν δήλωσε ποτέ πώς και με πόσους πόρους θα συμμετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα «χρηματοδοτικής στήριξης».
Θεωρητικά θα μπορούσαν οι υπολειπόμενοι πόροι για τις τράπεζες να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη, εφόσον η ανακεφαλαίωση τελικά είναι κατά πολύ μικρότερη. Όμως κάτι τέτοιο είναι απλά μια «επιθυμία» χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μηχανισμό υλοποίησης. Προς το παρόν, λοιπόν, η μικρότερη ανακεφαλαίωση ικανοποίησε την κυβέρνηση του Βερολίνου, για την οικονομία δυνάμεων και πόρων που επιτυγχάνεται με το τρίτο πακέτο διάσωσης.
Ήταν αυτή η τελευταία
ανακεφαλαίωση;
Πέρα από το τι λένε οι επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, αυτό θα εξαρτηθεί από τους εξής τρεις παράγοντες: Πρώτον, από τον επιτυχημένο ή όχι «αποχρωματισμό» των δανείων, δεύτερον από την επιστροφή ή όχι των καταθέσεων και τρίτον από το πόσο «ρίσκο» θα κουβαλούν τα κρατικά χρεόγραφα στους ισολογισμούς των τραπεζών (η Γερμανία επιδιώκει ομόλογα κρατών όπως η Ελλάδα να εμπεριέχουν υψηλό ρίσκο και κάτι τέτοιο θα αυξήσει την ανάγκη για πρόσθετη κεφαλαιακή ασφάλεια). Από 1/1/2016 οι ελληνικές τράπεζες δεν θα διαθέτουν το «μαξιλάρι» των κεφαλαίων του ΤΧΣ, λόγω της οδηγίας BRRD. Αν δεν υπάρξει θετική εξέλιξη στους παραπάνω τρεις παράγοντες, τότε θα χρειαστεί εκ νέου και άλλη κεφαλαιακή «ένεση» και αν δεν βρεθούν αρκετά ιδιωτικά κεφάλαια, τότε ακολουθεί το bail in.
Για να μην υπάρξει άλλη αναζήτηση στήριξης από ιδιωτικά κεφάλαια, θα πρέπει είτε να έχουμε ισχυρή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια με επιστροφή των καταθέσεων που έφυγαν (πράγμα που δεν φαίνεται στον ορίζοντα) ή θα πρέπει να έχουμε μια εξαιρετικά πετυχημένη αποπληρωμή των δανείων με «αποστράγγιση» της οικονομίας. Οι οίκοι αξιολόγησης υπολογίζουν ότι μπορεί να ανακτηθούν 30 με 40 δισ. από τα 110 δισ. «κόκκινων» δανείων κατά τα επόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι ο τραπεζικός τομέας επιβάλλει στην υπόλοιπη οικονομία τη δική του πολιτική λιτότητας από κοινού με τη δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων που υπηρετούν τα μνημόνια. Αν σκεφτούμε ότι το ΕΣΠΑ 2014 - 2020 είναι περίπου 20 δισ., καταλαβαίνουμε το μέγεθος της υφεσιακής επίθεσης που θα εξαπολύσουν οι τράπεζες για να μη χρειαστούν ξανά ανακεφαλαίωση και για να αποφύγουν το bail in…
Γιατί οι τράπεζες
πρέπει να λειτουργούν
ακόμα και σαν «ζόμπι»
Οι τράπεζες λειτουργούν ακόμα, παρότι είναι «ζόμπι», παρότι έχουν ισχνή καταθετική βάση και ενώ ούτε έχουν αντιμετωπίσει τα «κόκκινα» δάνεια ούτε έχουν απεξαρτηθεί από τη στήριξη της ρύθμισης για τους αναβαλλόμενους φόρους. Οι τράπεζες είναι οι πιο αποτυχημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις, και παρά το γεγονός αυτό, είναι χρήσιμες για το συνολικό κεφάλαιο όπως καμία άλλη ιδιωτική επιχείρηση. Χωρίς τις τράπεζες «ζόμπι», δεν μπορεί να προχωρήσει η μεγάλη εκκαθάριση των αγορών από τις επιχειρήσεις εκείνες που δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως «κεφάλαιο» με πραγματική εκμεταλλευτική δύναμη. Η απομόχλευση της οικονομίας που επιβάλλουν, καταστρέφει παραγωγικό δυναμικό, αλλά ισχυροποιεί το «κεφάλαιο» ως τη μοναδική οργανωτική δύναμη στον καπιταλισμό.
Όμως κάτι τέτοιο μας οδηγεί να σκεφτούμε και την εντελώς αντίθετη κατάσταση: Υπό μια αντεστραμμένη έννοια οι τράπεζες, όσο αποτυχημένες και αν είναι, όσο και αν στερούνται κεφαλαιακής βάσης, όσο και αν υποφέρουν από τη «φυγή» καταθέσεων, με τον κατάλληλο κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, με λιγοστά κεφάλαια και μέσα σε έναν άλλο προγραμματικό ορίζοντα θα μπορούσαν να είναι από τα βασικά εργαλεία του παραγωγικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Η διαπίστωση αυτή, αν ισχύει, δείχνει ότι η τράπεζα δεν είναι μια απλή ιδιωτική επιχείρηση. Της έχει εκχωρηθεί η εξουσία της δημιουργίας και της καταστροφής πιστωτικού χρήματος. Κατά συνέπεια και εφόσον λειτουργεί εντός του καπιταλισμού ακόμη και με μικρή κεφαλαιακή βάση, μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλο πλαίσιο. Η εγκατάλειψη του πεδίου των τραπεζών στην πολιτική της ΕΚΤ και των hedge funds θα αποδειχθεί από τις πιο καταστροφικές συνέπειες της μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ και της απορρόφησής του από το αστικό πολιτικό σύστημα, διότι «αποστεγνώνει» προγραμματικά και στρατηγικά την Aριστερά.
(σκίτσο του Τάσου Αναστασίου για την ΕφΣυν)