Παρουσιάστηκε το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση
Ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης παρουσίασε στις 28/12 το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, που ακολουθεί τους βασικούς άξονες του νομοσχεδίου Μπαλτά αν και υπάρχει πρόθεση να επέλθουν «τροποποιήσεις» που θα προκύψουν από αυτήν τη διαδικασία διαλόγου. Ωστόσο, οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που προτείνονται φαντάζουν «φύλλο συκής» μπροστά στο - κυριολεκτικά - υπαρξιακό ζήτημα της συνεχιζόμενης υποχρηματοδότησης και του οικονομικού στραγγαλισμού.
Πράγματι, σύμφωνα με το προσχέδιο που παρουσίασε ο υπουργός, γίνεται μια προσπάθεια να «ανατραπούν» παλαιότερες αντιδημοκρατικές διατάξεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης των ΑΕΙ και ΤΕΙ, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη βαρύτητα την οποία τους έχει προσδώσει σε κάθε δημόσια εμφάνισή του ο Νίκος Φίλης.
Σε αντίθεση με το προηγούμενο ν/σ Μπαλτά, τα Συμβούλια Ιδρύματος δεν καταργούνται αλλά αποκτούν συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό χαρακτήρα, ενώ τις κύριες αρμοδιότητες αναλαμβάνουν τα συλλογικά όργανα διοίκησης όπως η Σύγκλητος και το Πρυτανικό Συμβούλιο, το οποίο επανιδρύεται. Σε κάθε περίπτωση, η κατάργηση του αντιδημοκρατικού μοντέλου διοίκησης που είχε εισαχθεί με τα Συμβούλια Ιδρύματος, καθώς και η επαναφορά της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων, αποτελεί ένα πολύ θετικό βήμα, δυστυχώς από τα λίγα του συγκεκριμένου ν/σ.
Στη μέχρι τώρα πολιτική αντιπαράθεση, η κυβέρνηση κατηγορείται ότι «ανατρέπει» το νόμο Διαμαντοπούλου (κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο) ενώ στην πραγματικότητα αναιρεί μόνο κάποιες από τις πτυχές που προωθούσε η συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Και εδώ, κάποια στοιχειώδη φοιτητικά δικαιώματα -και όχι προνόμια- που επανακατοχυρώνονται βρίσκονται στο επίκεντρο, δείχνοντας τη δυσανεξία της άρχουσας τάξης ακόμα και στην επανακατοχύρωση των πιο μικρών κατακτήσεων.
Επανακατοχυρώνεται το άσυλο, χωρίς ωστόσο να προστατεύεται από τις δυνάμεις καταστολής, που διαχρονικά ήταν το ουσιαστικό του πολιτικό και και κοινωνικό νόημα. Ταυτόχρονα οι «αιώνιοι» φοιτητές δεν διαγράφονται, ενώ επαναφέρεται η συμμετοχή των φοιτητών/τριών στις διαδικασίες για την εκλογή μονοπρόσωπων οργάνων. Αυτό αποτελεί, ενδεχομένως, τη μεγαλύτερη «μπανανόφλουδα» για το φοιτητικό κίνημα και τη φοιτητική Αριστερά.
Μια εξατομικευμένη συμμετοχή των φοιτητών/τριών και όχι μέσα από τα συλλογικά όργανα των φοιτητικών συλλόγων για ανάδειξη ενός και μοναδικού φοιτητικού εκπροσώπου στη Σύγκλητο στην πραγματικότητα υποβαθμίζει την πραγματικά συλλογική και δημοκρατική λειτουργία των συλλόγων. Η ψήφος δεν θα είναι πολιτική αλλά θα αφορά ένα πρόσωπο, με κίνδυνο αφενός την -περαιτέρω- αποπολιτικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων και αφετέρου την ενδυνάμωση ενός συστήματος προσωπικών και πελατειακών σχέσεων, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ενισχύσει την καθεστωτική ΔΑΠ, με τα «δημοφιλή» της στελέχη. Βέβαια, από τη στιγμή που η Σύγκλητος θα μπορεί να συνεδριάζει με τα μισά της μέλη, αυτή η φοιτητική εκπροσώπηση καταλήγει κενή νοήματος.
Ο νεοφιλελεύθερος πυρήνας της μεταρρύθμισης
Οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι απλώς λειψές, κάτι τέτοιο ήταν τουλάχιστον αναμενόμενο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά υπερτονίζονται για να καλύψουν μια θεμελιακού τύπου αλλαγή σε σχέση με τη χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτήν τη στιγμή, το συνολικό «κόψιμο» της χρηματοδότησης για την Παιδεία τα τελευταία χρόνια αγγίζει το 75%, με αποτέλεσμα πολλά ιδρύματα, ανάμεσά τους και το ΕΚΠΑ, να απειλούνται με συνολική κατάρρευση, ακόμα και εντός του 2016!
Εδώ, παρά τις στομφώδεις δηλώσεις για σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δημόσιων δαπανών για την Παιδεία, η κυβέρνηση νίπτει τας χείρας της. Όχι απλά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για αύξηση των δημόσιων δαπανών, αλλά αντιθέτως εξαναγκάζει τα πανεπιστήμια να στραφούν σε άλλες πηγές για την εύρεση εσόδων. Ακόμα και η Σύνοδος των Πρυτάνεων, που είναι υπεράνω κάθε υποψίας ριζοσπαστισμού, ζητά αύξηση της χρηματοδότησης, ουσιαστικά, για τη στοιχειώδη επιβίωση των Ιδρυμάτων.
Στο ν/σ Φίλη, οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων και Έρευνας (ΕΛΚΕ), όπου βρίσκονται κυρίως κοινοτικά κονδύλια ή/και έσοδα από άλλες δραστηριότητες, αναλαμβάνουν να «ξελασπώσουν» την τριτοβάθμια εκπαίδευση από το οικονομικό τέλμα, δίνοντας τη δυνατότητα να δεσμεύονται τα αποθεματικά των εκάστοτε ΕΛΚΕ για την κάλυψη λειτουργικών και πάγιων αναγκών των πανεπιστημίων. Υπάρχει μάλιστα η προτροπή να αναλαμβάνει ο ΕΛΚΕ «κάθε είδους έργο και δαπάνη για την εύρυθμη λειτουργία του οικείου Ιδρύματος» ή, για να το πούμε διαφορετικά, να βγει ο ΕΛΚΕ στην αγορά αναζητώντας ιδιωτικές επενδύσεις/χρηματοδοτήσεις οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα δοθούν χωρίς ανταλλάγματα.
Ταυτόχρονα τα Ιδρύματα υποχρεώνονται να μεταφέρουν τα αποθεματικά των ΕΛΚΕ που προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό στον Ενιαίο Λογαριασμό των διαθεσίμων όλων των φορέων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτό, σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις των Φίλη και Λιάκου για τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας, μας προϊδεάζει ότι αυτά τα αποθεματικά θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη είτε μέρους του δημόσιου χρέους είτε άλλων χρηματοδοτικών αναγκών, αποστερώντας από το δημόσιο πανεπιστήμιο σχεδόν κάθε κρατική χρηματοδότηση.
Να πούμε όχι στη νεοφιλελεύθερη αποδιάρθρωση
Το ν/σ Φίλη, πέρα από την επαναφορά κάποιων -και όχι όλων των- δημοκρατικών κατακτήσεων, αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη νεοφιλελεύθερη αποδιάρθρωση του δημόσιου πανεπιστημίου, μέσω της κλασικής πλέον συνταγής που ακολουθείται σχεδόν σε κάθε ιδιωτικοποίηση/αποκρατικοποίηση: πρώτα έρχεται η απαξίωση του δημοσίου (στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσω της εξοντωτικής υποχρηματοδότησης) και μετέπειτα εμφανίζεται η ιδιωτικοποίηση ως η μόνη σωτήρια λύση απέναντι στο «κακό» και «ανίκανο» δημόσιο. Όπως γίνεται με όλες τις κοινωνικές δαπάνες, η στρατηγική της σκληρής λιτότητας απαιτεί το ελάχιστο δυνατό κράτος, που θα φροντίζει μόνο για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και μια φιλανθρωπική εθνική σύνταξη και τίποτα παραπάνω.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διαβεβαίωση της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας στην τελευταία Σύνοδο των Πρυτάνεων ότι το ν/σ έχει μεταβατικό χαρακτήρα. Υπάρχουν σαφώς τα παραθυράκια που επιτρέπουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο να εισχωρήσει δυναμικά στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (με ό,τι συνέπειες θα έχει αυτό για τους/τις φοιτητές/τριες αλλά και για τα ίδια τα επιστημονικά αντικείμενα), χωρίς όμως κάτι τέτοιο να λέγεται με σαφή τρόπο.
Με αυτόν τον «μεταβατικό» τρόπο δρομολογείται η πλήρης απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου, η περικοπή των ήδη κουτσουρεμένων υλικοτεχνικών υποδομών, διατηρείται η υποστελέχωση, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση, η επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά θα βρει πολλά Ιδρύματα να αναγκάζονται να βάλουν δίδακτρα, διώχνοντας ένα τμήμα των φοιτητών/τριών που θα αδυνατούν de facto να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Ύστερα θα έρθει το «ολοκληρωμένο» ν/σ για να θεσμοθετήσει -πλέον με νόμο του κράτους- όλα τα παραπάνω.
Το φοιτητικό κίνημα και οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει με κάθε τρόπο να μπλοκάρουν τη νεοφιλελεύθερη επέλαση που θα επιχειρήσει να μεταλλάξει το πανεπιστήμιο, βάζοντας στο στόχαστρο το σύνολο των πολιτικών λιτότητας της μνημονιακής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που επιχειρούν να ολοκληρώσουν το μνημονιακό καθεστώς διαλύοντας κάθε κοινωνική υποδομή που έχει απομείνει. Ταυτόχρονα, οφείλει να διεκδικήσει την επανακατοχύρωση όλων των δημοκρατικών κατακτήσεων των φοιτητών/τριών και των εργαζομένων, σε ένα πραγματικά δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο χωρίς ταξικούς αποκλεισμούς, που θα μπορεί να προσφέρει υψηλής ποιότητας σπουδές για όλες και όλους με πτυχία που θα κατοχυρώνουν συλλογικά εργασιακά δικαιώματα, το οποίο προϋποθέτει αύξηση της χρηματοδότησης, προσλήψεις μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού και ενίσχυση των υλικοτεχνικών υποδομών.