Η υλοποίηση της συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας (και Ελλάδας) σε πρώτη φάση φαίνεται ότι επιτυγχάνει τους ρατσιστικούς στόχους της όσον αφορά τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι είσοδοι των προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου έχουν μειωθεί δραματικά, όμως τα θύματα του πολέμου και της φτώχειας δεν έχουν σταματήσει να ταξιδεύουν προς την ΕΕ και πλέον θαλασσοπνίγονται κατά χιλιάδες ανάμεσα στης ακτές της Λιβύης και της Ιταλίας.
Ο Ρέντσι ανησυχεί (για τις «ροές» και όχι για τους πνιγμούς) κι επιδιώκει έλεγχο του βορειοαφρικανικού περάσματος. Όμως η Λιβύη δεν είναι Τουρκία και για να «επιτευχθεί» κάτι τέτοιο, απαιτείται μια μεγάλης κλίμακας ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη με αβέβαιο μέλλον. Αυτά δευτερευόντως απασχολούν την κυβέρνηση Τσίπρα, που δηλώνει ικανοποιημένη σε κάθε ευκαιρία με τη μείωση των «ροών» στο Αιγαίο, ενώ ο κ. Μουζάλας κάνει δηλώσεις του είδους «βόηθα Παναγιά» να συνεχίσει ο Ερντογάν να υλοποιεί τα υπεσχημένα. Πρόκειται για την αγωνία ενός «εταίρου» που έχει συμβάλει άλλο τόσο στην υλοποίηση της ρατσιστικής πολιτικής της ΕΕ: Η συμφωνία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη μετατροπή των ελληνικών νησιωτικών hotspots σε φυλακές, την εξέταση αιτημάτων ασύλου εκεί με το σταγονόμετρο (50 την ημέρα), την αλλαγή της σύνθεσης των επιτροπών δευτεροβάθμιας εξέτασης αιτημάτων ασύλου με νομοθετική ρύθμιση ώστε η οι επαναπροωθήσεις Σύρων προσφύγων στην «ασφαλή» Τουρκία του Ερντογάν να είναι πλέον εφικτές.
Οι εγκλωβισμένοι πρόσφυγες
Τμήμα της συμφωνίας –βέβαια– αποτελεί η αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση πως οι 50.000 εγκλωβισμένοι πρόσφυγες στην ηπειρωτική Ελλάδα θα παραμείνουν στις άθλιες συνθήκες των καταυλισμών στη μέση του πουθενά «για όσο χρειαστεί» καθώς το παραμύθι του “relocation” από την ελλάδα προς την ΕΕ έλαβε τέλος. Για να μην ενθαρρύνονται νέες αφίξεις προσφύγων στα νησιά, χρειάζεται ακόμα και οι «τυχεροί» που δεν θα απελαύνονται απευθείας στην Τουρκία, να γνωρίζουν ότι το πέρασμα στην ελληνική ενδοχώρα σημαίνει εγκλωβισμό εντός ημίκλειστων στρατοπέδων σε δύσκολες συνθήκες επ’ αόριστον. Καθώς τα υπηρεσιακά σημειώματα από τα νησιά έχουν λήξει προ πολλού, πρόσφυγες που «τολμούν» να εξέλθουν από τα στρατόπεδα συλλαμβάνονται από αστυνομικούς του κ. Τόσκα κι εμπεδώνουν τους κινδύνους της δήθεν «ανοιχτής φιλοξενίας». Η κυβέρνηση Τσίπρα αρνείται το δικαίωμα πρόσβασης των 55.000 προσφύγων σε αιτήματα ασύλου εντός των στρατοπέδων και οικογενειακής επανένωσης – που θα έδινε τη δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχειώδη δικαιώματα - και υλοποιεί προγράμματα «προκαταγραφής πρόθεσης υποβολής αιτημάτων» των προσφύγων μέσω της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Αυτή η προκαταγραφή εντάσσει τους πρόσφυγες που συμμετέχουν (16.000 προς το παρόν) σε μια γκρίζα ζώνη ημινομιμότητας χωρίς ίση πρόσβαση με τους ντόπιους στην παιδεία, την υγεία και την εργασία. Για παράδειγμα παραμένει ερωτηματικό το αν τα 16.000 ανήλικα προσφυγόπουλα θα πάνε κανονικά στο δημόσιο σχολείο ή θα επιχειρηθεί να υποκατασταθεί αυτό το δικαίωμα από μια άτυπη εκπαιδευτική διαδικασία εντός των στρατοπέδων…
Το κίνημα αλληλεγγύης
Απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα της φυλάκισης, των απελάσεων και της στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων στους πρόσφυγες, χιλιάδες άνθρωποι μέσα κι έξω από τα στρατόπεδα σε όλη την Ελλάδα διεκδικούν ανθρώπινη ανοιχτή φιλοξενία των προσφύγων με πλήρη δικαιώματα. Παρά τη ΜΚΟποίηση των «υπηρεσιών αλληλεγγύης», συνεχίζουν να προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια στους πρόσφυγες, αντιστέκονται στην «πιστοποίηση» - ΜΚΟποίηση που επιβάλλει η κυβέρνηση στους αλληλέγγυους, τον εξοβελισμό τους από τα προσφυγικά στρατόπεδα όπου βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις διεκδικούν για τους πρόσφυγες μετεγκατάσταση από καταυλισμούς στη μέση του πουθενά (π.χ. Κουτσόχερο, Κατσικάς κ.λπ.) και από εγκαταλελειμμένες αποθήκες σε στεγασμένες ανοιχτές δομές φιλοξενίας στις πόλεις. Κάνουν μαθήματα ελληνικών και αγγλικών σε πρόσφυγες εντός και εκτός των στρατοπέδων, παραστάσεις διαμαρτυρίας και διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών σε δημοτικά συμβούλια, εκδηλώσεις και διαδηλώσεις μαζί με πρόσφυγες εντός των πόλεων. Συνοδεύουν και γράφουν προσφυγόπουλα σε σχολεία κοντά στα στρατόπεδα που μένουν. Οι οργανώσεις του κινήματος και της Αριστεράς, χρειάζεται να στηρίξουμε και να διευρύνουμε το κίνημα αλληλεγγύης και διεκδίκησης, να επιδιώξουμε ρήγματα στις ρατσιστικές συμφωνίες και πολιτικές, με στόχο την ακύρωσή τους.
Αντίσταση στην ξενοφοβία
και το ρατσισμό
Η αντίσταση στην αντιπροσφυγική πολιτική ΕΕ-κυβέρνησης χρειάζεται να συνοδεύεται από απαντήσεις στα ξενοφοβικά επιχειρήματα που -στο έδαφος αυτής ακριβώς της πολιτικής- ακούγονται ολοένα και δυνατότερα από ΜΜΕ και ακροδεξιούς παράγοντες: Πως για παράδειγμα αν υπάρχουν επαρκείς υπηρεσίες υγείας στα νοσοκομεία για 10.000.000 μόνιμους κατοίκους και αξιοπρεπή σχολεία για εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που ήδη φοιτούν, θα υπάρχουν και για 50.000 πρόσφυγες με τα παιδιά τους. Αντίθετα δεν θα σωθούν τα 10.000.000 ντόπιων αν αρνηθούμε την πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία για τους 50.000 πρόσφυγες και τα παιδιά τους. Πως υπάρχει εναλλακτική ρεαλιστική λύση φιλοξενίας των προσφύγων σε κλειστά σπίτια, ξενοδοχεία και κλειστές δημόσιες υγειονομικές μονάδες στα κέντρα των πόλεων. Και τέλος πως υπάρχει δρόμος «μονομερούς» ανατροπής των ρατσιστικών συμφωνιών της ΕΕ αν αποφασίσουμε να ανατρέψουμε εξίσου μονομερώς και τα μνημόνια των «εταίρων» που αναγκάζουν και χιλιάδες νέους ντόπιους άνεργους στη μετανάστευση προς τις χώρες των δανειστών.