Στις 3 Γενάρη ξεκίνησε μια απεργία μεταλλεργατών στην Πετρούπολη με αφορμή τέσσερις απολύσεις. Σε λίγες μέρες η απεργία έγινε γενική και αγκάλιασε 380 εργοστάσια, η πόλη έμεινε χωρίς ρεύμα. Δεν ήταν μόνο οι απολύσεις: ο κόσμος ξαναζητούσε το ψωμί, που στερούνταν και πριν τον πόλεμο.
Την Κυριακή 9 Γενάρη κάπου 200.000 εργάτες με τα γυναικόπαιδά τους, φορώντας τα καλά τους, έκαναν ειρηνική πορεία, «πομπή», μέσα στην πόλη. Κατευθύνονταν στο παλάτι του Τσάρου για να καταθέσουν υπόμνημα: «Κύριε! Εμείς οι εργάτες, τα παιδιά κι οι γυναίκες μας, οι αβοήθητοι γέροι άνθρωποι που είναι γονείς μας, έχουμε έρθει σε σας, Κύριε, αναζητώντας δικαιοσύνη και προστασία…» Επικεφαλής, ο ιερέας Γκαπόν, ιδρυτής του Συνδέσμου Εργατών, ενός συνδικάτου που είχε φτιάξει η αστυνομία το 1903 για να αποθαρρύνει την πολιτικοποίηση των εργατικών αγώνων. Παρά τον πράκτορα Γκαπόν, το καθεστώς δεν μπορούσε να χαριστεί στην πορεία: οι στρατιώτες πυροβολούσαν το άοπλο πλήθος ολημερίς. Εκατοντάδες νεκροί, χιλιάδες τραυματίες. Ούτε αυτοί δεν ήξεραν ότι η Ματωμένη Κυριακή θα επιτάχυνε την επανάσταση.
Σε όλη τη χώρα ξέσπασαν γενικές απεργίες κατακραυγής. Τα αιτήματα έγιναν πολιτικά: αλληλεγγύη στα θύματα, να φύγει ο Τσάρος, ελευθερία. Τις περισσότερες φορές δεν προλάβαιναν καν να διατυπωθούν: πρώτα η απεργία και ύστερα τα αιτήματα! Η οικονομία παρέλυσε για δυο μήνες, πράγμα που έστειλε, προς ώρας, μέχρι και το χρηματιστικό κεφάλαιο στην αντιπολίτευση: η τσαρική καταστολή ήταν μια ανόητη, απαρχαιωμένη τακτική, έπρεπε να έρθει η δημοκρατία, αυτό θα αποκαθιστούσε την τάξη. Την άνοιξη, οι αγροτικές εξεγέρσεις γνωρίζουν την πρώτη κορύφωσή τους, με απαλλοτριώσεις γαιών της εκκλησίας και των τσιφλικάδων, επιτάξεις, πυρπολήσεις και φόνους.
Η κυβέρνηση απάντησε με καρότο και μαστίγιο. Από την μία, υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις, ένα κοινοβούλιο πλουσίων πολιτών και χωρίς εξουσίες. Από την άλλη, χτυπούσε αλύπητα τους διαδηλωτές, οι χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι παρέμεναν, το ψωμί, το οχτάωρο, η γη για τους αγρότες έλειπαν. Η καταστολή άρχιζε να εξαγριώνει τους ίδιους τους φαντάρους, αγροτικής ή εργατικής καταγωγής άλλωστε. Τον Ιούνη εκδηλώνεται η μεγάλη ανταρσία του θωρηκτού Ποτέμκιν Ταβριτσέφσκι που μεταδίδεται στον πληθυσμό της Οδησσού, μαίνεται επί δέκα μέρες και πνίγεται στο αίμα χιλιάδων. Σε απάντηση η κυβέρνηση και το παρακράτος οργάνωσαν τον Ιούλη αντισημιτικό πογκρόμ στην Ουκρανία. Τα θύματα δεν μπορούσαν να αρκούνται σε υποσχέσεις, ούτε στις πιο ριζοσπαστικές, σαν το τσαρικό Μανιφέστο της 17/10, που δεσμεύτηκε για πολλά αστικά δικαιώματα. Επανάσταση και αντεπανάσταση δεν μπορούσαν παρά να κλιμακώσουν τη σύγκρουση.
Ο συντονισμός της πάλης ήταν ολοφάνερη ανάγκη. Οι δομές θα προέκυπταν με απίθανη ταχύτητα. Αφενός, ιδρύονται αυτή την περίοδο χιλιάδες σωματεία, αλλά και συνδικάτα με πανρωσική εμβέλεια, όπως το μεσοαστικό «Συνδικάτο των Συνδικάτων» ή το Συνδικάτο των Σιδηροδρομικών. Αφετέρου, από το Σεπτέμβρη ξεκινά μια αυθόρμητη διαδικασία συζήτησης για την τακτική και τη στρατηγική: είναι οι λαϊκές συνελεύσεις που γίνονται στα πανεπιστήμια, πριν σκεφτεί η κυβέρνηση να καταργήσει το άσυλο. Στις συγκεντρώσεις των πανεπιστημίων ομιλητές από όλα τα κόμματα, αστικά, αγροτικά ή εργατικά, απευθύνονται σε χιλιάδες φοιτητές, αστούς και κυρίως εργάτες που αφήνουν τις δουλειές τους για να ακούσουν, να καταλάβουν και να μεταφέρουν. Οι σοσιαλδημοκράτες ρήτορες εδώ θα «σφυρηλατούσαν αδιάλυτους, ζωτικούς πολιτικούς δεσμούς για να ενώσουν αναρίθμητους ανθρώπους».
Οκτώβρης
Σε τέτοιες συνθήκες θα ξαναξεκινήσει η απεργία, με τους μοσχοβίτες τυπογράφους να ζητάνε αυξήσεις. Μετά από δυο βδομάδες η Οκτωβριανή Γενική Απεργία θα απλωθεί σε όλη τη χώρα. Μέχρι να καταλαγιάσει στις 21 Οκτώβρη, είχε κερδίσει άρση της λογοκρισίας, πολιτική αμνηστία και το Μανιφέστο της 17ης Οκτώβρη. Το πιο ανεξίτηλο ιστορικό προϊόν της όμως ήταν το Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων (13/10). Το Σοβιέτ ξεκίνησε ως απεργιακή επιτροπή αντιπροσώπων από διάφορους χώρους δουλειάς. Όλοι έψαχναν ένα όργανο συντονισμού κι όλη η πόλη τραβήχτηκε γρήγορα γύρω του. Μέσα από αυτό η Επανάσταση μπορούσε να ανοιγοκλείνει τα τυπογραφεία, να επιλέγει ποια κτίρια θα ηλεκτροδοτούνταν, πού θα κόβεται ο τηλέγραφος, πότε θα καλεστεί και πότε θα ακυρωθεί μια διαδήλωση αλληλεγγύης, μπορούσε να κηρύσσει οικονομικό πόλεμο στην κυβέρνηση καλώντας το λαό να μην αναγνωρίζει τα χρεόγραφά της και να αποσύρει τις καταθέσεις του από τις τράπεζες. Στις τελευταίες μέρες του προσπάθησε να οργανώσει τον εξοπλισμό της εξέγερσης. Οι συνελεύσεις της ολομέλειας ή της Εκτελεστικής του Επιτροπής, συζητούσαν για τα αιτήματα και την τακτική μιας απεργίας, αλλά και την κεντρική πολιτική, τους κυβερνητικούς ή εργοδοτικούς χειρισμούς.
Το επισκέπτονταν ως και αγρότες μακρινών χωριών νομίζοντας ότι μπορούσε να τους δικαιώσει στη διαμάχη με έναν τσιφλικά, ή εργάτες που ζητούσαν συμβουλές για τα γραμμάτια που τους έδινε το αφεντικό έναντι. Αν και μισοπαράνομο, τους αντιπροσώπους του δεχόταν για διαπραγματεύσεις μέχρι κι ο τσαρικός Πρωθυπουργός. Ως όργανο συντονισμού της πάλης στο ανώτερό της επίπεδο, το Σοβιέτ διαφαινόταν ως όργανο πραγματικής λαϊκής εξουσίας, στα μάτια φίλων και εχθρών. Σοβιέτ άρχισαν να δημιουργούνται και αλλού, μάλιστα το πρώτο στρατιωτικό Σοβιέτ σχηματίστηκε στην Κροστάνδη δυο βδομάδες μετά.
Η συγκρότηση του Σοβιέτ, όπως και η γενική πολιτική απεργία πιο πριν, απέδειξε οριστικά την πολιτική υπεροχή του μαζικού εργατικού κινήματος, σε κόντρα με τις θεωρίες των Σοσιαλεπαναστατών για την υπεροχή των… τρομοκρατικών ενεργειών ή των αγροτών. Μόνο εκείνο μπορούσε να ηγηθεί ανυποχώρητα στην επανάσταση, ακόμη και για στοιχειώδη, δημοκρατικά, «αστικά» αιτήματα, σε αντίθεση με τους κρατικοδίαιτους βιομήχανους και διανοούμενους, αλλά και τους διασπαρμένους αγρότες.
Όμως, από τον Οκτώβρη του 1905 και στο εξής για όλη την ρωσική ιστορία, η αστική τάξη κατανοεί ότι το προλεταριάτο αμφισβητεί όχι μόνο τον Τσάρο αλλά και τη δική της θέση. Πλέον δεν θα της φταίει ο Τσάρος για το χάος, αλλά η τρέλα των επαναστατών, το εργοδοτικό λοκάουτ και η κρατική καταστολή θα πρέπει να συνεργάζονται για την τήρηση της τάξης, η δημοκρατία θα πρέπει να έρθει μόνο με την άδεια του Τσάρου, σαν συνταγματική μοναρχία. Η Επανάσταση δίδαξε όλες τις τάξεις…
Κατάπνιξη
Το Νοέμβριο θα ξεσπάσει η τελευταία μεγάλη γενική απεργία, με πολιτικά αιτήματα για την υπεράσπιση των στασιαστών φαντάρων από τα στρατοδικεία και την άρση του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία. Τον Δεκέμβρη η επανάσταση θα ξεπεράσει το στάδιο της απεργίας, της αποδιοργάνωσης του αντιπάλου. Μετά τις συλλήψεις της ηγεσίας του Σοβιέτ της Πετρούπολης (26/11 και 3/12) κι ενώ ήταν φανερό ότι ο Τσάρος προετοίμαζε μαζικό κύμα τρόμου (κηρύξεις στρατιωτικού νόμου, πογκρόμ κλπ), αποκαλύπτεται το ζήτημα της επαναστατικής στρατιωτικής άμυνας. Τα Σοβιέτ προσπάθησαν για τον συνδυασμό προσεταιρισμού των φαντάρων και ένοπλης αντίστασης, αλλά αποδείχτηκαν ανώριμα. Η συντριβή του 1905 θα έδινε τα απαραίτητα μαθήματα, οργανωτικά για τους σοσιαλδημοκράτες και πολιτικά για τους αγρότες στρατιώτες, ώστε αυτό το έργο να ολοκληρωνόταν 12 χρόνια μετά. Στις 17 Δεκέμβρη 1905, παρά την αλληλεγγύη της φρουράς της πόλης, στρατεύματα από αλλού θα συντρίψουν με το πυροβολικό την γενική απεργία της Μόσχας. Παρόλο που οι αγροτικές ταραχές και οι απεργίες θα κρατήσουν πολλούς μήνες ακόμα, η Επανάσταση είχε ήδη καμφθεί.
Κληρονομιά
Το 1905 αποτέλεσε την πράξη που επιβεβαίωσε τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι για την ηγεμονία του προλεταριάτου ακόμη και σε αγώνες για «αστικά» αιτήματα. Επίσης, βοήθησε την Ρόζα Λούξεμπουργκ στην πάλη με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό του SPD. Περισσότερο, βοήθησε τους Μπολσεβίκους να υπερισχύσουν των Μενσεβίκων: μετά την ήττα οι Μενσεβίκοι έχασαν την πίστη τους στην αυτενέργεια των μαζών και επιζήτησαν συμμαχίες με την αστική τάξη. Για να χάσουν οριστικά την επιρροή τους μέσα στους εργάτες και την πλειοψηφία μέσα στο κόμμα.
Το 1905 έδειξε ότι η τσαρική Ρωσία, που έμοιαζε με απόρθητο φρούριο της αντεπανάστασης, ήταν εξαιρετικά ασταθής. Κυρίως, ανέδειξε τα όργανα της εργατικής και λαϊκής εξουσίας, τα Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών. Για να νικήσουν το 1917, οι εργάτες και αγρότες θα θυμούνταν και τα Σοβιέτ και την εκδίκηση του Τσάρου και το ρόλο του κάθε κόμματος και φράξιας. Το 1920, ο Λένιν θα συνόψιζε το συμπέρασμα: «Χωρίς τη “γενική πρόβα” του 1905, η νίκη του Οκτώβρη θα ήταν αδύνατη».