Ένας ανελέητος εμπορικός ευρωατλαντικός «πόλεμος»
Μίζες, ψέματα και παρολίγον «αυτοκτονίες». Η υπόθεση Novartis (Νοβάρτις) κουβαλάει όλα τα στοιχεία ενός χιλιοπαιγμένου στο παρελθόν σίριαλ, το οποίο όμως κάθε φορά μοιάζει όλο και πιο καλογραμμένο, όλο και πιο «φαντασμαγορικό» (κοτζάμ FBI και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ εμπλέκονται άμεσα στις έρευνες) και όλο και πιο «πολεμικό» στην ατμόσφαιρά του. Πολύ περισσότερο όταν η «τέλεια καταιγίδα» σκανδάλων, που εμπεριέχει μίζες, ψέματα, χειραγωγήσεις μετοχών, σκοτεινές και φανερές εξαγορές και συγχωνεύσεις, σκληρό, εμπορικό πόλεμο για εχθρούς και φίλους στην παγκόσμια φαρμακευτική αγορά, ξεσπά πρώτα πάνω από τη σύγχρονη Μέκκα του καπιταλισμού, τη Νέα Υόρκη, ενώ το ξήλωμα του πουλόβερ για τις θεμιτές και αθέμιτες μεθόδους επηρεασμού της φαρμακευτικής αγοράς από πλευράς της εταιρείας αρχίζει με την έφοδο της Οικονομικής Αστυνομίας στα γραφεία της Αθήνας και τις κάτι παραπάνω από έντονες φήμες και δημοσιεύματα για εμπλοκή και πολιτικών προσώπων ελληνικών κυβερνήσεων.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποια είναι η Νοβάρτις; Μιλάμε ίσως για την κορυφαία και πλέον πολυπλόκαμη εταιρεία στο χώρο του φαρμάκου, ελβετογερμανικών συμφερόντων, με δίκτυο θυγατρικών και πελατών σε πάνω από 80 χώρες, με άγρια επιθετική πολιτική εξαγορών και «ανοικτών θυρών» στις κρίσιμες πια αγορές και βιομηχανίες της Ινδίας και της Κίνας, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και με τζίρο μόνο στην Ελλάδα περίπου στα 380 εκατομμύρια ευρώ (στοιχεία 2013). Και όλα αυτά (και πολλά ακόμη) για μια εταιρεία που ιδρύθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας μόλις πριν από 21 χρόνια, έπειτα από τη συγχώνευση των εταιρειών Ciba-Geigy και Sandoz.
Και από τη στιγμή που θίξαμε τα φρέσκα κουλούρια της έρευνας στην Ελλάδα, που βρίσκεται μόλις στα πρώτα της βήματα και διεξάγεται από την Οικονομική Αστυνομία, έπειτα από σχετικό αίτημα και τη συνεπαγόμενη υψηλή εποπτεία του FBI και της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, θα ξεκινήσουμε από τη χώρα μας. Προκαταρκτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αμερικανικές, εποπτικές αρχές έχουν βάλει τη Νοβάρτις στο μικροσκόπιό τους ήδη από το 2005, ενώ η «ελληνική περίπτωση» της εταιρείας δεν φαίνεται να διαφέρει από τις μεθόδους και τις πρακτικές «αθέμιτου ανταγωνισμού» που έχει ακολουθήσει η Νοβάρτις (και όχι μόνο αυτή...) σε ολόκληρη την υπό έρευνα και ξεσκόνισμα επιχειρηματική της δραστηριότητα και σε άλλες χώρες.
Έτσι, σε πρώτο επίπεδο, η έρευνα της «ελληνικής περίπτωσης» αφορά καταγγελίες, μαρτυρίες και καταθέσεις «βαθιών λαρυγγιών» ότι η Νοβάρτις προωθούσε προνομιακά και αθρόα τα προϊόντα της στην Ελλάδα, έχοντας εγκαταστήσει (από το 2006 έως το 2014 και μέσα από τις γνωστές μεθόδους άμεσης ή έμμεσης δωροδοκίας, επηρεασμού και προβολής της) ένα εξειδικευμένο και πολυπληθές δίκτυο γιατρών, που συνταγογραφούσαν τα φάρμακα, τα εμβόλια και διάφορα παραϊατρικά προϊόντα της μονοπωλιακά και αποκλειστικά.
Πολιτική διάσταση
Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, η έρευνα αναμένεται να επεκταθεί και σε πολιτικά πρόσωπα, τα οποία είχαν κομβικό ρόλο είτε στο χώρο της υγείας γενικά, είτε στο υπουργείο Υγείας ειδικά, κατά τη δεκαετία του 2000, όταν η εταιρεία έκανε το δικό της αναπτυξιακό μπουμ σε παγκόσμια κλίμακα. Και η έρευνα αυτή θα επεκταθεί επειδή το κλιμάκιο του FBI, το οποίο έχει ήδη εγκατασταθεί στη χώρα μας γι’ αυτόν το σκοπό, θεωρεί πως η εταιρεία δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοια κούρσα έναντι των ανταγωνιστών στην ελληνική αγορά χωρίς να έχει πολιτικές πλάτες και την ανάλογη κάλυψη.
Νέα Ζίμενς στον ορίζοντα; Πολύ πιθανόν. Εξάλλου οι βασικοί μάρτυρες-κλειδιά προέρχονται από τα άδυτα της εταιρείας και είχαν ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση και τη στελέχωση του δικτύου των γιατρών, ενώ, όπως και στην περίπτωση του γερμανικού κολοσσού των τηλεπικοινωνιών, έχουν εξασφαλίσει τη δική τους ασυλία έπειτα από τη συνεργασία τους με τις αμερικανικές αρχές.
Κλείνοντας το κεφάλαιο Ελλάδα για τη Νοβάρτις και πέρα από τα πρωτοσέλιδα, τους πηχυαίους τίτλους, τις φήμες και τις ακριτομυθίες, που ενδεχομένως και να θολώνουν παρά να φωτίζουν το παρασκήνιο και την όλη κατάσταση, ας συγκρατήσουμε το γεγονός ότι η Εισαγγελία της Νέας Υόρκης έχει ανακοινώσει πως θα προβεί και σε αποκαλύψεις ονομάτων «όσο ψηλά και αν αυτά βρίσκονταν», για την «ελληνική περίπτωση της Νοβάρτις» έως τις αρχές Ιουνίου του 2017 και με το πέρας του συνόλου των εδώ ερευνών... Λίγη υπομονή, επομένως.
Οι ΗΠΑ αποτελούν και το μεγάλο «πεδίο μάχης» σε αυτή την αστυνομική, χρηματιστηριακή και δικαστική έρευνα, δύσκολα όμως ξεφεύγει από τη συγκυρία η μεγάλη εικόνα ενός αδυσώπητου εμπορικού «πολέμου» και διαδοχικών αντιποίνων ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Βερολίνο. Ας θυμηθούμε τις περιπτώσεις της Volkswagen και της Apple, που ελέγχονται, αντίστοιχα και εκατέρωθεν, για ψεύτικες εργοστασιακές μετρήσεις, παραποίηση στοιχείων και για εκτεταμένη φοροδιαφυγή επί αμερικανικού και ευρωπαϊκού εδάφους.
Τα έργα, οι ημέρες, η γιγάντωση της εταιρείας σε σύντομο χρονικό διάστημα και κυρίως η απόπειρα εγκαθίδρυσης ολιγοπωλιακών πρακτικών σε τομείς ανάπτυξης και μελλοντικής επέκτασης των φαρμακευτικών εταιρειών, όπως είναι εκείνος των βιοφαρμακευτικών σκευασμάτων ή των οφθαλμολογικών προϊόντων νέας γενιάς, κέντρισαν κατ’αρχάς το ενδιαφέρον των αμερικανικών εποπτικών αρχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2005, όταν η Νοβάρτις απόκτισε έναντι 8,2 δισ. δολαρίων τη Hexal, μία από τις κορυφαίες γερμανικές εταιρείες γενοσήμων, αλλά και την Eon Labs, μια ανερχόμενη αμερικανική εταιρεία γενοσήμων, ξεκίνησε και η πρώτη μεγάλη έρευνα των ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ. Η υπόθεση έχει μεγάλες ομοιότητες με την «ελληνική περίπτωση», καθώς αφορά στην προώθηση από δίκτυο γιατρών έξι ευπώλητων φαρμάκων της εταιρείας προς το κοινό.
Το αντίτιμο της προώθησης ήταν δώρα, γεύματα, ταξίδια που πλήρωνε η εταιρεία, πρακτικές που χονδρικά ακολουθούν όλες οι φαρμακευτικές εταιρείες, με διαφορετική κλιμάκωση ή καμουφλάζ. Η υπόθεση έκλεισε πέντε χρόνια αργότερα με τη Νοβάρτις να πληρώνει αποζημίωση 422,5 εκατ. δολάρια στο αμερικανικό Δημόσιο.
Το 2010 η Νοβάρτις έκανε το πρώτο μεγάλο μπαμ και έναντι 39,3 δισ. δολαρίων εξαγόρασε την αμερικανική Alcon, τη μεγαλύτερη εταιρεία οφθαλμολογικής φροντίδας στον πλανήτη. Την ίδια χρονιά όμως, δικαστήριο της Νέας Υόρκης επιδίκασε αποζημίωση 3,3 εκατ. δολάρια σε δώδεκα γυναίκες που εργάζονταν στο τμήμα πωλήσεων, καθώς η εταιρεία έκανε διακρίσεις σε βάρος τους όταν έμαθε ότι ήταν έγκυες. Τους επόμενους μήνες η Νοβάρτις υποχρεώθηκε να πληρώσει επιπλέον 152 εκατ. δολάρια σε αποζημιώσεις εργαζόμενων γυναικών που κατήγγειλαν ότι από το 2002 είχαν υποστεί διακρίσεις που αφορούσαν στη μισθοδοσία, τις προαγωγές τους και τη γενικότερη συμπεριφορά της εταιρείας απέναντί τους.
Τέλος και πάντα στις ΗΠΑ, τον Νοέμβριο του 2015 στη Νοβάρτις επιβλήθηκε νέο πρόστιμο ύψους 390 εκατ. δολαρίων, καθώς είχε στήσει ένα νέο δίκτυο προώθησης των προϊόντων της σε φαρμακεία της χώρας, με αντίτιμο εκπτώσεις επί των τιμών και δώρα στους φαρμακοποιούς.
Κορυφή του παγόβουνου
Εν κατακλείδι, η Νοβάρτις μπορεί να αποδειχθεί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η κορυφή του παγόβουνου στο μεγάλο τιμολογιακό πάρτι που έχει στηθεί και αναπροσαρμόζεται κατά καιρούς από τις φαρμακευτικές εταιρείες και τις ηγεσίες του υπουργείου Υγείας, σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων, του κλάδου της υγείας, των δημόσιων ταμείων και νοσοκομείων. Το θέμα όμως δεν είναι απλώς να αντικρίζει κανείς το παγόβουνο, αλλά να επιδιώκει το λιώσιμό του και την αποκάλυψη και του τεράστιου αθέατου όγκου του. Με την επιβολή των πολιτικών λιτότητας και το ρόλο παρατηρητή ή τροχονόμου συμφερόντων που έχουν επιφυλάξει στον εαυτό τους οι μνημονιακές ελληνικές κυβερνήσεις στο χώρο της υγείας, δεν τρέφουμε φρούδες ελπίδες ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Η «ελληνική περίπτωση Νοβάρτις» πάντως δεν παύει να προκαλεί το εύλογο ενδιαφέρον στην αποκάλυψη σε δημόσια θέα των μεθόδων διαφθοράς, σήψης και οικονομικής εκμετάλλευσης των ασθενών.