Πρόλογος του Πέτρου Τσάγκαρη στην έκδοση του βιβλίου
Θα αρκούσαν οι φιλολογικοί λόγοι ως αφορμή της απόφασής μας να εκδώσουμε το βιβλίο του Φραντς Μέρινγκ: Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε εκδοθεί βιβλίο του σημαντικού Γερμανού σοσιαλδημοκράτη, που ακολούθησε στο Σπάρτακο τους συντρόφους του Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ όταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις – μάλιστα ο Μέρινγκ πέθανε λίγες ημέρες μόνον μετά τη δολοφονία των δύο ιστορικών ηγετών του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος.
Θα αρκούσαν επίσης οι πολιτικοί λόγοι: «Η ζωή του Μαρξ» δεν είναι, όπως αναμενόταν άλλωστε, απλώς μια βιογραφική παρουσίαση (η οποία από μόνη της είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς παρουσιάζονται οι αφάνταστες και ατέλειωτες δυσκολίες αλλά και αβάσταχτες προσωπικές οδύνες υπό τις οποίες έζησε, έδρασε και έγραψε τόσο ο ίδιος ο Μαρξ όσο και η ακούραστη συμπαραστάτριά του, η γυναίκα του, Τζέννυ φον Βεστφάλεν). Είναι και μια παρουσίαση μιας σχετικά άγνωστης στην Ελλάδα πολιτικής περιόδου, με σημαντικά επίδικα ζητήματα, ειδικά για το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα (επανάσταση ή μεταρρύθμιση, ενιαίο μέτωπο και με ποιους, συμμαχίες και με ποιους, διάσπαση και από ποιους).
Όμως θα αρκούσαν και οι ιστορικοί λόγοι. Όπως εξηγεί ο στον πρόλογό του ο Χρήστος Υφαντής που μετάφρασε το βιβλίο από τα ρουμανικά (αλλά συμβουλευόμενος τόσο τη γερμανική όσο και την αγγλική έκδοση), ο Μέρινγκ αναζητά την αλήθεια με μεθοδική νηφαλιότητα όχι γιατί θέλει να μείνει «ουδέτερος» στα τεράστια πολιτικά ζητήματα και στις διενέξεις που άνοιξαν στο εργατικό κίνημα τον 19ο αιώνα, αλλά γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι η αλήθεια συμφέρει το προλεταριάτο και την επανάσταση. Π.χ. παρότι δεν τάσσεται ποτέ με τις απόψεις του Μπακούνιν, δεν διστάζει να το πει όταν θεωρεί ότι ο Μαρξ κάπου αδικεί το διάσημο αναρχικό αντίπαλό του στην Α’ Διεθνή.
Όμως το πιο σημαντικό κριτήριο για την έκδοση είναι οι συγκλονιστικές αναλογίες –αν όχι ομοιότητες– με το σήμερα που ανακαλύπτει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο:
Π.χ. ο Μέρινγκ, ο ίδιος δημοσιογράφος σχεδόν σε όλη του την ενήλικη ζωή, μας θυμίζει μια ρήση του Μαρξ, τόσο επίκαιρη στο σημερινό κόσμο των ΜΜΕ: «Ένας αγορητής, εκπρόσωπος των πόλεων, διεκδικούσε την ελευθερία του Τύπου ως μέρος της ελευθερίας άσκησης των επαγγελμάτων, και σχετικά μ’ αυτό ο Marx απάντησε: “Είναι άραγε ελεύθερος ο Τύπος εκείνος ο οποίος κατρακυλά στο επίπεδο του επαγγέλματος; Ο συγγραφέας, είναι σωστό, πως πρέπει να κερδίζει για να μπορεί να ζει και να γράφει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ζει και να γράφει για να κερδίζει… Η ελευθερία του Τύπου συνίσταται πρωτίστως στο να μην είναι ένα επάγγελμα. Στο συγγραφέα που κατεβάζει τον Τύπο στην τάξη του υλικού μέσου του ταιριάζει, ως τιμωρία γι’ αυτή την ενδόμυχη δουλοσύνη, η εξωτερική δουλοσύνη -η λογοκρισία- ή, πιο σωστά, η ίδια η ύπαρξή του να είναι γι’ αυτόν μια τιμωρία”».
Το ίδιο προκλητικά επίκαιρο σήμερα και το σχόλιο του Μέρινγκ στην προτροπή του Μαρξ να μην πληρωθούν φόροι: «Η άρνηση να πληρωθούν οι φόροι δεν κλόνισε τα θεμέλια της κοινωνίας, όπως δήλωσε, με γελοίο τρόπο, ο εισαγγελέας, αλλά είναι ένα μέτρο νόμιμης άμυνας της κοινωνίας εναντίον μιας κυβέρνησης που την απειλεί στα ίδια τα θεμέλιά της».
Απέναντι στις «μοντέρνες» θεωρίες της ανάπτυξης, που ενστερνίζεται πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς παγκόσμια και στην Ελλάδα, ο Μέρινγκ απαντά ήδη από το 1910, λέγοντας: «Το [Κομμουνιστικό] Μανιφέστο ξεκινά με τη διαπίστωση του σημαντικού γεγονότος ότι η αθλιότητα της εργατικής τάξης δεν μειώθηκε μεταξύ του 1848 και του 1864, παρ’ όλο που ακριβώς αυτή η περίοδος είναι δίχως προηγούμενο στα χρονικά της ιστορίας σ’ ό,τι αφορά την πρόοδο της βιομηχανίας και του εμπορίου».
Η διατύπωση για την αναγκαιότητα του διεθνισμού θα μπορούσε επίσης να έχει γραφτεί σήμερα. Γράφει ο Μέρινγκ: «Είναι αλήθεια ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του προλεταριάτου δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά σε εθνικό έδαφος [...] Αλλά, από τη στιγμή που οι εργάτες κατανοούν –και αυτό συμπίπτει με την πρώτη αφύπνιση της ταξικής συνείδησής τους– ότι πρέπει να καταργήσουν το συναγωνισμό από τις δικές τους γραμμές, για να μπορέσουν να προβάλλουν μια πιο αποτελεσματική εν γένει αντίσταση στη μεγαλύτερη δύναμη του καπιταλισμού, δεν μένει παρά ένα βήμα μέχρι τη βαθύτερη κατανόηση του γεγονότος ότι πρέπει να πάψει και ο συναγωνισμός μεταξύ των εργατικών τάξεων στις διάφορες χώρες, και ότι, ακόμα περισσότερο, είναι αναγκαίες οι κοινές δράσεις τους για να συντρίψουν την διεθνή κυριαρχία της αστικής τάξης. Έτσι, ο διεθνισμός επιβλήθηκε πάρα πολύ πρόωρα στο σύγχρονο εργατικό κίνημα. Αυτό που ο νους της μπουρζουαζίας, αμπαρωμένος στα συμφέροντα του κέρδους της, μπορούσε να αντιληφθεί μόνο ως μια μη πατριωτική στάση, ως μια έλλειψη κουλτούρας και ευφυΐας, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνο ο ζωτικός όρος του απελευθερωτικού αγώνα του προλεταριάτου».
Κοντολογίς το βιβλίο είναι κάθε άλλο παρά μια αγιογραφία του Μαρξ. Είναι σίγουρα κι αυτός ένας από τους λόγους που η σοβιετική, δηλ. η σταλινική, έκδοσή του περιέχει μια εκτενέστατη εισαγωγή που κατακεραυνώνει το ίδιο το βιβλίο (εισαγωγή που συνειδητά απαλλάξαμε τον αναγνώστη από το καθήκον να τη διαβάσει). Πιθανά οι λόγοι της εν λόγω εισαγωγής είναι ότι το βιβλίο περιέχει αποσπάσματα όπως αυτό: «Και ούτε μπορούμε να είμαστε σύμφωνοι με εκείνες τις ευσεβείς ψυχές που συγκλονίζονται μόνο αν αμφισβητηθεί ότι οι απόψεις του Marx και του Engels ήταν απόλυτα ορθές μέχρι τις παραμικρές λεπτομέρειες. Αν μπορούσαν αυτοί οι δύο άνθρωποι να μιλήσουν σήμερα, θα είχαν μόνο λόγια καυστικής ειρωνείας απέναντι στην αξίωση να μην εφαρμοστεί σ’ αυτούς τους ίδιους η ανελέητη κριτική, που ήταν πάντοτε το πιο αιχμηρό όπλο τους».
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως κάποια κομμάτια του βιβλίου ίσως κουράσουν τον αναγνώστη/στρια καθότι το σημερινό ελληνικό κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα που συνέβησαν στα τέλη του προπερασμένου και στις αρχές του περασμένου αιώνα (ο μεταφραστής έχει κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια τόσο στον μακροσκελή πρόλογό του όσο και στις υποσημειώσεις ώστε να βοηθήσει τον αναγνώστη/στρια να αντιληφθεί το περιβάλλον στον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα). Σε κάθε περίπτωση, όμως, όποιος/α κάνει τον κόπο να διαβάσει αυτό το ογκώδες –είναι αλήθεια– βιβλίο, μέχρι τέλους θα ανταμειφθεί πολλαπλά από αυτά που έχει να μάθει. Όχι μόνον για το τότε αλλά και για το σήμερα.