Βρισκόμαστε λίγο πριν τις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων για το 18ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ, οι οποίες θα διεξαχθούν μέσα στον Μάιο για τις περισσότερες ΕΛΜΕ της χώρας. Το συνέδριο θα γίνει την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου και οι αντιπρόσωποι των εκπαιδευτικών θα εκλέξουν, τόσο το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας όσο και συνέδρους για το συνέδριο της ΑΔΕΔΥ. Η σημασία που έχουν οι εκλογές για την ανάδειξη της ηγεσίας μιας από τις μεγαλύτερες ομοσπονδίες του δημόσιου τομέα δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Η σημασία του συνεδρίου
Η εκπαίδευση έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα της μνημονιακής επέλασης των τελευταίων χρόνων. Από πού να ξεκινήσει κανείς! Από το «φαινόμενο» των μηδενικών μόνιμων διορισμών που συνεχίζεται και κανένας διορισμός δεν πρόκειται να γίνει μέχρι το 2019 τουλάχιστον; Ήδη η ηλικιακή απόσταση μαθητών-εκπαιδευτικών ξεπερνάει τα 40 χρόνια στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Οι ανάγκες και τα κενά συνεχίζουν να καλύπτονται από αναπληρωτές, των οποίων ο αριθμός κάθε χρόνο μειώνεται. Όλα τα νέα μέτρα που παίρνονται και ενισχύουν τα παλιά που διατηρούνται, ευνοούν την εξοικονόμηση και την ελαστικοποίηση του προσωπικού. Για παράδειγμα αυξήθηκε ο αριθμός των εκπαιδευτικών-λάστιχο σε τρία, τέσσερα ακόμη και πέντε σχολεία, για να καλύψουν το ωράριό τους.
Το δημόσιο σχολείο προσαρμόζεται διαρκώς στις επιταγές του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά τα ΕΠΑΛ, γίνεται προσπάθεια για να αντικατασταθεί σταδιακά η τεχνική εκπαίδευση από την κατάρτιση. Το «εθνικό» απολυτήριο και το ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ που δρομολογείται, η υποχρεωτική εφαρμογή των θεσμών της θεματικής εβδομάδας και των δημιουργικών εργασιών, καθώς και οι συνεχείς αναφορές στην αυτοαξιολόγηση δείχνουν ότι το σχολείο των λίγων κι εκλεκτών ετοιμάζεται. Το δημόσιο σχολείο δεν πρόκειται να ξαναείναι ποτέ το ίδιο.
Όμως όταν συνολικά η παιδεία, όπως βέβαια και η υγεία ή η πρόνοια, υποχρηματοδοτούνται και από κοινωνικό αγαθό μετατρέπονται σε εμπόρευμα, ενώ την ίδια ώρα στο όνομα του κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης διαλύεται το ασφαλιστικό σύστημα και μειώνονται δραστικά οι μισθοί, η οργάνωση της αντίστασης είναι το σημαντικότερο καθήκον για τα συνδικάτα.
Οι εκπαιδευτικοί ως κλάδος άμεσα συνδεδεμένος με όλη την κοινωνία, δηλαδή τη νεολαία, αλλά και τους γονείς, έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα όταν κατεβαίνει σε κινητοποιήσεις. Ας θυμηθούμε μόνο το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην κοινωνία με την έναρξη της απεργίας διαρκείας της ΟΛΜΕ το φθινόπωρο του 2013. Άλλωστε αυτό είναι γνωστό σε όσους θέλουν να διαλύσουν τη δημόσια παιδεία, κάτι που αποκαλύπτεται και από τη μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) με θέμα: «Τα προβλήματα και οι τρόποι πολιτικής χειραγώγησης των πληθυσμών, ώστε να μπορέσει μια κυβέρνηση να περάσει τα αυστηρά μέτρα λιτότητας και τις διαρθρωτικές αλλαγές», που δημοσιεύτηκε ήδη το 1996 στο 13ο Τεύχος του επίσημου περιοδικού του: «….Παρ’ όλ’ αυτά οι απεργίες μπορεί να ευνοήσουν το ξέσπασμα διαδηλώσεων. Ειδικά οι απεργίες των εκπαιδευτικών, αν και καθαυτές δεν αποτελούν πρόβλημα για τις κυβερνήσεις, γίνονται έμμεσα επικίνδυνες, επειδή απελευθερώνουν μια ανεξέλεγκτη μάζα μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας, η οποία μπορεί να κατέβει σε διαδηλώσεις και σε αυτή την περίπτωση η καταστολή μπορεί εύκολα να έχει δραματικές συνέπειες…».
Με λίγα λόγια, έχει σημασία το τι κάνει η ΟΛΜΕ, μια που η παιδεία αφορά όλα τα λαϊκά στρώματα και οι εκπαιδευτικοί είναι ένας κλάδος με πολιτική δύναμη. Οι απεργίες των εκπαιδευτικών αποτελούν κεντρικό πολιτικό γεγονός. Και γι’ αυτό οι συσχετισμοί στο ΔΣ της ΟΛΜΕ και η δύναμη της Αριστεράς έχουν μεγάλη σημασία.
Η κατάσταση
στην ΟΛΜΕ σήμερα
Δυστυχώς μετά το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στην πλευρά των μνημονιακών κομμάτων, η συνδικαλιστική παράταξη των ΣΥΝΕΚ διέγραψε το αγωνιστικό της παρελθόν και υιοθέτησε, σε συνεργασία με τη ΔΑΚΕ, μια πολιτική κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αντιγράφω από το προεκλογικό φυλλάδιο της Αγωνιστικής Ριζοσπαστικής Ενότητας: «…Το δίδυμο του κυβερνητικού συνδικαλισμού(ΣΥΝΕΚ-ΔΑΚΕ) έχει μετατρέψει την ομοσπονδία σε “διεύθυνση συνδικαλιστικής υποστήριξης” του υπουργείου παιδείας. Ακολουθούν παρελκυστική πολιτική, στηρίζοντας στην ουσία τα κυβερνητικά μέτρα. Ο ρόλος τους περιορίζεται στην...εποικοδομητική κριτική. Σε μια περίοδο όπου το 3ο Μνημόνιο ανατινάζει τα υπολείμματα του δημόσιου σχολείου, τα ΣΥΝΕΚ επιλέγουν άνευρες κοινές εισηγήσεις και “προτάσεις” με τη ΔΑΚΕ, χωρίς καμία προοπτική να προχωρήσει στην Πράξη το οποιοδήποτε συνδικαλιστικό σχέδιο που θα αντιπαλεύει τις κυβερνητικές επιλογές. Όλα τα μέτρα έχουν θετικό πρόσημο, αλλά με… κινδύνους παρεκκλίσεων. Παρατηρούν προχειρότητες και βιασύνες, διαφωνούν με τις “ακρότητες” καλώντας την κυβέρνηση να αποδεχτεί τις θέσεις τους. ‘Έτσι απλά χωρίς αγώνες, χωρίς να κάνουν το παραμικρό ενάντια στους σχεδιασμούς του υπουργείου…».
Η ΟΛΜΕ, σε μια σειρά περιπτώσεις, όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν πολύ πίσω από τις ανάγκες του κλάδου. Ο… «εθνικός διάλογος» με το υπουργείο την ώρα των κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό το Φεβρουάριο του 2016, η απαράδεκτη στάση της απέναντι στους συναδέλφους αναπληρωτές τους οποίους συστηματικά αφήνει ακάλυπτους, αντιμετωπίζοντας τις απολύσεις τους λόγω των μέτρων του υπουργείου για εξοικονόμηση προσωπικού ως «λήξη σύμβασης», η απόπειρα να μην καλυφτούν συνδικαλιστικά οι εκπαιδευτικοί που θα αρνηθούν να υλοποιήσουν τις δημιουργικές εργασίες και τη θεματική εβδομάδα, είναι μόνο κάποια από τα ατοπήματα στα οποία έχει οδηγηθεί η ΟΛΜΕ υπό την ηγεσία ΣΥΝΕΚ-ΔΑΚΕ.
Τι να κάνουμε
Η αδράνεια της ΟΛΜΕ πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτό θα γίνει κατά τη γνώμη μου με δύο τρόπους.
Καταρχήν επιχειρώντας μέσα από τις εκλογές να ενισχυθεί η Αριστερά, που αγωνίζεται ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ και ΔΝΤ. Η ενίσχυση μιας πλειάδας αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων που εκφράζονται κεντρικά, σε επίπεδο Ομοσπονδίας, από την Αγωνιστική Ριζοσπαστική Ενότητα είναι κρίσιμο σημείο για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος. Όχι μόνο επειδή η παραμονή στο ΔΣ της ΟΛΜΕ της παράταξης εκείνης που διαχωρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις ΣΥΝΕΚ και ακολούθησε συνεπή αντιμνημονιακή κατεύθυνση έχει μεγάλη ηθική αξία. Αλλά και επειδή είναι η δύναμη που επιμένει στην ενότητα της Αριστεράς ως τον τρόπο για να εξασφαλιστεί ένα πλατύ και ριζοσπαστικό μέτωπο αντίστασης.
Όμως πέρα από τη σημασία που έχουν τα αποτελέσματα του συνεδρίου της ΟΛΜΕ, χρειάζεται και η προσπάθεια σε επίπεδο ΕΛΜΕ για ριζοσπαστική πολιτική. Οι ΕΛΜΕ πρέπει να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ενισχύσουν τη δράση τους, πιέζοντας την Ομοσπονδία να πάρει αγωνιστικές αποφάσεις. Και για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να λειτουργήσουν σε κάθε ΕΛΜΕ ενωτικές παρατάξεις της Αριστεράς που να οργανώνουν συναδέλφους και συναδέλφισσες που θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στις πολιτικές των μνημονίων. Και οι εκλογές είναι μια τέτοια ευκαιρία να δυναμώσουν τέτοιες παρατάξεις όχι μόνο εκλογικά, αλλά οργανωτικά αξιοποιώντας την εκλογική προσπάθεια. Η ύπαρξη ισχυρών τέτοιων σχημάτων το επόμενο διάστημα μπορεί να κάνει τη διαφορά.
*μέλος ΔΣ Β΄ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης