Πόσα μπορεί άραγε να «σβήσει» μια ελαφρά αυξημένη δόση σε μία από τις αξιολογήσεις του τρέχοντος μνημονιακού προγράμματος;
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να σβήσει τα πάντα, ακόμη και την -πολύ πρόσφατη- μνήμη των δικών της δεσμεύσεων: ότι δεν θα υπάρξει ούτε ευρώ νέων περικοπών, καμία μείωση συντάξεων, ότι «χωρίς συνολική συμφωνία (σ.σ. δηλαδή χωρίς συμφωνία που θα περιλαμβάνει και ρύθμιση του χρέους) δεν υπάρχει συμφωνία» κ.λπ. Αν κανείς αναλογιστεί για μια στιγμή το αποτέλεσμα μίας και μόνης αξιολόγησης ενός προγράμματος που λήγει στα μέσα του 2018, καταλαμβάνεται από την αίσθηση του σοκ: Στα ήδη γνωστά μέτρα μείωσης συντάξεων και αφορολόγητου, μείωσης ή και κατάργησης κοινωνικών επιδομάτων κ.λπ., προστέθηκε ένα θηριώδες πλαίσιο διαρκούς ανανέωσης και μακροημέρευσης των μνημονίων και της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επιτροπείας με ορίζοντα μέχρι το 2060!
Η «γόμωση» αυτής της μνημονιακής «βόμβας» είναι τρομακτικής ισχύος:
• Τίθενται οι βάσεις για ένα νέο μνημόνιο πέραν του 2018 και μέχρι το 2022: Διότι, όπως πάντα, οι στόχοι για τα πλεονάσματα πρέπει να υπηρετούνται από αντίστοιχες πολιτικές. Επομένως, οι στόχοι για πλεονάσματα 3,5% στα χρόνια 2019 έως και 2022 θα απαιτήσουν πολλές νέες αξιολογήσεις (από κουαρτέτο ή από τρόικα δανειστών, δηλαδή με ή χωρίς το ΔΝΤ –δεν έχει σημασία) και νέα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων. Αυτό που εκκρεμεί είναι να διευκρινιστεί το ακριβές σχήμα της μνημονιακής επιτροπείας: Ένα νέο πρόγραμμα ύστερα από το 2018 με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ, ένα νέο πρόγραμμα χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αλλά υπό την εποπτεία της ευρωπαϊκής τρόικας, ένα νέο πρόγραμμα υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) μετασχηματισμένου σε «ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» ή μια διπλή επιτήρηση τόσο από τι αγορές όσο και από τους δανειστές (με όποια σύνθεση);
• Τίθενται οι βάσεις για την παράταση της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επιτροπείας μέχρι και το 2060. Ενώ τα μέτρα για το χρέος είναι ακόμη στο στάδιο της… θεωρίας, ενώ οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης είναι εκ των πραγμάτων παρακινδυνευμένες για διαστήματα μεγαλύτερα του έτους και τελείως άνευ νοήματος για διαστήματα μεγαλύτερα της τριετίας, για τα πρωτογενή πλεονάσματα ύστερα από το 2022 υπάρχει ανατριχιαστική συγκεκριμενοποίηση. Τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ ή και περισσότερο («αν χρειαστεί»...) μέχρι και το 2060!
• Παρ’ όλα αυτά, τι θα συμβεί το 2018, στη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, είναι τελείως στον «αέρα». Η «καταιγίδα» απομακρύνθηκε ημερολογιακά κατά 1 χρόνο και 2 μήνες –ύστερα, όλα τα ενδεχόμενα είναι ξανά ανοιχτά. Η μη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος σημαίνει ότι δεν εξασφαλίστηκε ούτε καν η απρόσκοπτη συνέχιση της μνημονιακής «κανονικότητας» μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος: Η οικοδόμηση του νέου καθεστώτος συσσώρευσης και σκληρής εκμετάλλευσης των εργαζόμενων τάξεων και η ιμπεριαλιστική επιτροπεία ανανεώνονται, «ωριμάζουν» και βαθαίνουν με τις μεθόδους του δόγματος του σοκ, μέσα από διαρκείς «κρίσεις». Το ορόσημο για μια τέτοια νέα κρίση έχει ήδη τεθεί για τα μέσα του 2018. Και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να προβλέψει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα…
• Μέχρι τότε όμως, ο χρόνος δεν θα είναι… μνημονιακά ουδέτερος. Όχι μόνο όσα σωρευτικά έχουν ψηφιστεί με τα διαδοχικά μνημόνια εξακολουθούν να καταστρέφουν τη ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων, ανέργων και συνταξιούχων, όχι μόνο «ωριμάζουν» οι περικοπές στις συντάξεις του νόμου Κατρούγκαλου και οι επιπτώσεις από τα μέτρα της πρώτης αξιολόγησης, όχι μόνο θα αρχίσουν να υλοποιούνται κάποια από τα μέτρα που ψηφίστηκαν τώρα (για παράδειγμα, οι περικοπές κοινωνικών επιδομάτων από το φθινόπωρο), όχι μόνο τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης (δέσμευση καταθέσεων και πλειστηριασμοί) γίνονται πραγματικό τσουνάμι ενάντια στις εργαζόμενες τάξεις, όχι μόνο πρέπει να επιδειχθεί η ύψιστη σκληρότητα από την κυβέρνηση για να επιτευχθούν τα συμφωνηθέντα υπερπλεονάσματα, αλλά θα έχουμε από το φθινόπωρο την τρίτη αξιολόγηση, με πλούσιο «μεταρρυθμιστικό» μενού! Επομένως, όταν γίνεται λόγος περί «ωφέλιμου χρόνου» μέχρι και το 2018, αυτός ο χρόνος είναι ωφέλιμος μόνο για την ελληνική αστική τάξη και τους δανειστές, είναι σχετικά και υπό προϋποθέσεις ωφέλιμος και ταυτόχρονα «δηλητηριασμένος» για την κυβέρνηση, αλλά θα εξακολουθήσει να είναι οδυνηρός-μνημονιακός χρόνος για τις εργαζόμενες τάξεις.
• Τέλος, ο μνημονιακός μιθριδατισμός δεν επιτρέπει ούτε να κατανοηθεί σε όλη του τη συγκλονιστική σημασία, ούτε καν να συζητηθεί μια άλλη παράμετρος της συμφωνίας του Eurogroup: Η επίδειξη ταξικής αναλγησίας και ιμπεριαλιστικής σκληρότητας καταστρέφει τα εναπομείναντα ίχνη ακόμη και της αστικής δημοκρατίας. Μια κυβέρνηση που νομοθετεί όχι μόνο για την επόμενη, αλλά και για όλες τις επόμενες κυβερνήσεις μέχρι και το 2060(!), μια αντιπολίτευση η οποία δεν ενοχλείται από αυτό, αλλά απολαμβάνει να χρεώνει στην κυβέρνηση όσα θα κληθεί η ίδια να εφαρμόσει μελλοντικά αν νικήσει στις εκλογές και το μόνο που διεκδικεί είναι μια αλλαγή του μνημονιακού μίγματος με μείωση των φορολογικών βαρών για τα κέρδη και αύξηση των περικοπών σε κοινωνικές δαπάνες, μια αστική τάξη η οποία διεκδικεί λιγότερους φόρους για τα κέρδη της, μεγαλύτερη συμμετοχή στο πλιάτσικο δημόσιας περιουσίας και πλήρη ασυδοσία σε όλα τα πεδία. Και οι δανειστές να ζητούν από όλους τους προηγούμενους να χωρέσουν τις φιλοδοξίες τους στο πλαίσιο της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επιτροπείας και να διαλύσουν το εθνικό δικαιικό σύστημα που εμποδίζει την ασυδοσία του μνημονιακού μηχανισμού.
Χρειάζεται κάτι περισσότερο από επικοινωνιακό οίστρο. Χρειάζεται υψηλή δοσολογία αμοραλισμού και κυνισμού για να παρουσιαστεί ένας τέτοιος καταθλιπτικός απολογισμός σαν «νίκη». Κι όμως, αυτός ο αμοραλισμός και κυνισμός υπάρχουν και μάλιστα σε περίσσεια…
Το παρακινδυνευμένο
«συμβόλαιο» άρχουσας
τάξης και δανειστών
Σε όλη την ήδη μακρά διαδρομή των διαδοχικών μνημονίων, διαμορφώθηκε μεταξύ ελληνικής άρχουσας τάξης και δανειστών μια σχέση «αμοιβαίου οφέλους», βασισμένη στην κύρια λειτουργία των μνημονιακών πολιτικών: Τη μεταβίβαση διαρκώς μεγαλύτερου τμήματος του παραγόμενου πλούτου από τις εργαζόμενες τάξεις στο κεφάλαιο. Το μέτρο των κερδών τους ήταν για μεν την ελληνική άρχουσα τάξη η δραστική μείωση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν χάρη στις πολιτικές σκληρής λιτότητας και αντιστοίχως η αύξηση του μεριδίου των κερδών, για δε τους δανειστές οι υψηλές μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό για την εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι και χρεολύσια), αλλά και η συμμετοχή στο πλιάτσικο της δημόσιας περιουσίας –σε συνεργασία με τις μεγάλες «οικογένειες» των εγχώριων καπιταλιστών. Σε αυτή την «οικονομίστικη» πλευρά πρέπει να προσθέσουμε και τα «διαρθρωτικά» οφέλη από την οικοδόμηση ενός καθεστώτος συσσώρευσης του κεφαλαίου που βασίζεται στη σκληρή εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων στο εσωτερικό και στη δημιουργία ενός διεθνούς «πειραματόζωου» για μια απάντηση στην κρίση.
Αν αυτή ήταν η οικονομική βάση των κοινών συμφερόντων, δεν ήταν αμελητέα και τα κοινά πολιτικά οφέλη: Η θωράκιση του συστήματος εξουσίας της ελληνικής άρχουσας τάξης, η σωτηρία των ευρωπαϊκών τραπεζών και η θωράκιση της Ευρωζώνης και της ΕΕ, αλλά και των διεθνών αγορών στο εξωτερικό.
Τώρα, αυτό το «συμβόλαιο» αμοιβαίου οφέλους επικαιροποιείται σε νέα βάση. Το βαθύτερο νόημα της συζήτησης για τη διευθέτηση του χρέους είναι ακριβώς αυτό: καθώς το μνημονιακό πρόγραμμα περνάει από την εκκαθαριστική φάση της ύφεσης σε μια φάση αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης, οι δανειστές και η ελληνική άρχουσα τάξη αναζητούν την κατανομή των οφελιών στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας ρύθμισης ανάμεσα στα κέρδη των μεν και το τοκογλυφικό μέρισμα των δε. Όσο για την περιβόητη «βιωσιμότητα» του χρέους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναζήτηση του σημείου βέλτιστης ισορροπίας, όπου τα υψηλά πλεονάσματα θα αφήνουν ικανοποιητικό χώρο για την καπιταλιστική ανάπτυξη και τα καπιταλιστικά κέρδη, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίζουν στοιχειωδώς τους όρους αναπαραγωγής των ελληνικών εργαζόμενων τάξεων, οι οποίες καλούνται να σηκώσουν στις πλάτες τους τις υψηλές απαιτήσεις τόσο του εγχώριου όσο και του διεθνούς κεφαλαίου.
Πέρα από τη σκληρή και αποτρόπαια όψη της ακραίας λιτότητας, το «συμβόλαιο» αυτό είναι από πολλές απόψεις παρακινδυνευμένο και μπορεί να υπονομευτεί ή και να ανατραπεί για πολλούς λόγους και από πολλές πλευρές. Η Αριστερά, το εργατικό κίνημα και τα κινήματα αντίστασης πρέπει να παλέψουν για την ανατροπή του από τα κάτω και από τα αριστερά, μέσα από την οργάνωση των αντιστάσεων και προοπτικά την εξέγερση ενάντιά του. Η «βιωσιμότητα» των εργαζόμενων τάξεων ενάντια στη «βιωσιμότητα» του χρέους, δηλαδή στη βιωσιμότητα των κερδών και της εξουσίας του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς!