Δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που διάφορες ηθοποιοί του Χόλυγουντ ξεκίνησαν να καταγγέλλουν τον παραγωγό Harvey Weinstein για σεξουαλική παρενόχληση. Με αυτή την αφορμή η ηθοποιός Alyssa Milano κάλεσε όλα τα θύματα κακοποίησης και παρενόχλησης να μοιραστούν την ιστορία τους με το χάσταγκ #metoo (και εγω). Η καμπάνια αυτή άρχισε να διαδίδεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και άμεσα χιλιάδες γυναίκες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της, βρίσκοντας το θάρρος να πουν τις προσωπικές τους ιστορίες.
Πολλαπλές μορφές καταπίεσης
Γρήγορα, όμως, μαθεύτηκε ότι η καμπάνια δεν ήταν κάποια πρωτοτυπία της Alyssa Milano. Την ίδια ακριβώς είχε ξεκινήσει πριν δέκα χρόνια η μαύρη ακτιβίστρια Tarana Bruke. Η Tarana Bruke, η οποία ασχολείται με την υγεία και την ευζωία των νεαρών μαύρων γυναικών, ξεκίνησε αυτήν την καμπάνια με στόχο να δημιουργηθεί ένα δίκτυο υποστήριξης και αλληλεγγύης για τα θύματα κακοποίησης, ειδικά για εκείνες που στερούνται της πρόσβασης σε κρατικές δομές υποστήριξης.
Όσο χαρούμενες κι αν είμαστε που, επιτέλους, άνοιξε από τις ίδιες τις γυναίκες το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Γιατί τώρα και όχι τότε; Γιατί το #metoo διαδόθηκε από μια λευκή ηθοποιό και όχι από μια μαύρη ακτιβίστρια; Η απάντηση είναι απλή: Γιατί το ζήτημα είναι και ταξικό και φυλετικό. Σίγουρα, η φωνή μιας γυναίκας δεν έχει την ίδια δύναμη με την φωνή ενός άντρα. Όμως οι φωνές κάποιων γυναικών είναι πιο δυνατές από άλλων, γιατί εκτός από τον σεξισμό που φιμώνει τις γυναίκες, υπάρχουν και άλλες καταπιέσεις που οδηγούν στην σιωπή, οι οποίες βασίζονται στην τάξη και την φυλή. Το πλαίσιο στο οποίο ζει μια γυναίκα είναι αυτό που διαμορφώνει την σημασία που δίνεται στην ιστορία της και είναι αυτό που της δίνει ή της στερεί την δύναμη να μιλήσει. Σίγουρα, κάθε γυναίκα που μιλάει για την κακοποίηση της -ειδικά στον χώρο δουλειάς- χρειάζεται θάρρος για να το κάνει, όμως είναι διαφορετικό να το τολμάς γνωρίζοντας πως ακόμα κι αν χάσεις την δουλειά σου θα είσαι εξασφαλισμένη και διαφορετικό γνωρίζοντας ότι το να μείνεις άνεργη μπορεί ακόμα και να σε καταστρέψει. Ακόμα, το ζήτημα γίνεται βαθύτερα ταξικό όταν συνειδητοποιούμε πως για τις εργάτριες είναι όλα πιο δύσκολα: καταπιέζονται διπλά ως εργάτριες και ως γυναίκες, η φωνή τους δεν είναι εύκολο να ακουστεί, και πολλές φορές δεν έχουν την δυνατότητα να απευθυνθούν σε κρατικές δομές οι οποίες λειτουργούν καθημερινές και ώρες γραφείου.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα της κρίσης το να καταγγείλει κάποια γυναίκα την κακοποίησή της έχει γίνει ακόμα πιο δύσκολο και χρειάζεται τρομερό κουράγιο και θάρρος. Ακόμα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι γυναίκες τόλμησαν να καταγγείλουν τον βιασμό τους και βρέθηκαν αντιμέτωπες με την δικαστική αναλγησία (με πιο χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις της Ξάνθης και της Αμαρύνθου) ή που κατηγορήθηκαν επειδή αμύνθηκαν, όπως της 22χρόνης στην Κόρινθο.
«Το προσωπικό είναι πολιτικό»
Παρά την ζοφερή κατάσταση, η καμπάνια #metoo που έφτασε στο ελληνικό διαδίκτυο βοήθησε πολλές γυναίκες να μιλήσουν. Άνοιξε μάλιστα, ένας γόνιμος κύκλος συζήτησης μεταξύ φεμινιστριών σχετικά με την σημασία και το νόημα της καμπάνιας στον οποίο συμμετείχαν και συλλογικότητες από τον χώρο της Αριστεράς, την οποία το ζήτημα του σεξισμού δεν αφήνει ανεπηρέαστη. Με πιο πρόσφατη την καταγγελία συντρόφισσας από την ΑΡΑΝ για τον ξυλοδαρμό της από μέλος των ΕΑΑΚ πολλές αριστερές γυναίκες ξαναφωνάζουν ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», ένα σύνθημα των φεμινιστικών αγώνων της δεκαετίας του ’60 που καλούσε την Αριστερά να μην καλύπτει σεξιστικές συμπεριφορές με την δικαιολογία «ο καθένας στο σπίτι του/στην προσωπική του ζωή κάνει ότι θέλει». Τη δύναμη βέβαια δεν την έδωσε μόνο το #metoo, αλλά όλες οι φεμινιστικές κατακτήσεις των τελευταίων χρόνων και το γεγονός ότι στην Αριστερά –με τα όποια μικρά ή μεγάλα προβλήματα– θεωρείται καθήκον η αντισεξιστική συμπεριφορά και πρακτική. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια αναζωπύρωση του φεμινιστικού κινήματος, τελείως διαφορετική από τις προηγούμενες δεκαετίες: δεν πρόκειται μόνο για φεμινίστριες με βαριά θεωρητικά φορτία, αλλά κυρίως για απλές γυναίκες οι οποίες φωνάζουν «φτάνει πια», ακολουθώντας το παράδειγμα των γυναικών στην Αργεντινή με το κίνημα #niunamenos (ούτε μια λιγότερη), στην Πολωνία με την απεργία για το δικαίωμα στην έκτρωση και στις ΗΠΑ με το κίνημα ενάντια στον Τραμπ.
Σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική Αριστερά έχει πολλαπλά καθήκοντα. Το ζήτημα της γυναικείας απελευθέρωσης δεν μπορεί παρά να θεωρείται ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς ο αντικαπιταλιστικός αγώνας δεν μπορεί να μην είναι φεμινιστικός και ο φεμινιστικός αντικαπιταλιστικός. Για αυτόν τον λόγο οφείλουμε να παρεμβαίνουμε δυναμικά στο αντισεξιστικό κίνημα και να προσπαθούμε να ριζοσπαστικοποιήσουμε την πολιτική του ακόμα περισσότερο. Ταυτόχρονα, οι αριστερές και οι αριστεροί δεν έχουμε μείνει ανεπηρέαστες/οι από την κυρίαρχη κουλτούρα. Η «εσωτερική» δουλειά στις οργανώσεις είναι εξίσου σημαντική με την παρέμβαση στο κίνημα. Γιατί αν δεν καταφέρουμε εμείς να εκπαιδευτούμε για να ακούσουμε όλες τις γυναίκες που φωνάζουν «κι εγώ» ποιοι άλλοι θα το κάνουν;