Το 2014 οι επιτελείς του Α. Σαμαρά είχαν επεξεργαστεί την τακτική ιδέα της «αριστερής παρένθεσης». Προβλέποντας την αναπόφευκτη ήττα της ΝΔ από το ανερχόμενο και ριζοσπαστικό τότε ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ, «μετέφεραν» προς το 2015-16 κάποιες καυτές μνημονιακές υποχρεώσεις, εκτιμώντας ότι ο Αλ. Τσίπρας θα αναμετρηθεί μαζί τους ως «αριστερός», θα καταρρεύσει και τελικά έτσι η πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει μια σχετικά σύντομα «παρένθεση», αφού στη συνέχεια θα κληθούν ξανά να διαχειριστούν τη μνημονιακή κυβερνητική εξουσία οι «φυσιολογικές» αστικές πολιτικές δυνάμεις, με κορμό τη ΝΔ.
Τρία χρόνια μετά, όποιος εξετάσει επιφανειακά τις εξελίξεις θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θεωρία της «αριστερής παρένθεσης» δεν έχει επιβεβαιωθεί. Παρά τους τρανταγμούς του 2015 –το δημοψήφισμα και τη μαζική κρίση/διάσπαση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ- ο Αλ. Τσίπρας εξακολουθεί να κατοικοεδρεύει στο Μέγαρο Μαξίμου. Όμως αυτό έγινε γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντέδρασε, τελικά, ως «αριστερά» απέναντι στις μνημονιακές προκλήσεις. Αντίθετα, με τη βίαια στροφή 180 μοιρών του καλοκαιριού του 2015, υιοθέτησε το μνημόνιο και ανέλαβε να το υλοποιήσει. Σε στενή συνεργασία με τον Καμένο και τους σκληρούς δεξιούς των ΑΝΕΛ επέβαλε άγρια νεοφιλελεύθερα μέτρα (όπως ο ακραία αντικοινωνικός νόμος Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό) και διάβηκε όλους τους «ρουβίκωνες» που είχε οριοθετήσει η πολιτική ιστορία και οι ιδεολογικές παραδόσεις της Αριστεράς (με κορυφαία συμβολικά σημεία την ταύτιση με τις ΗΠΑ του Τραμπ και το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ…).
Έτσι η θεωρία της «αριστερής παρένθεσης» επιβεβαιώθηκε, αλλά με τρόπο αντίστροφο απ’ ότι ήλπιζε ο Α. Σαμαράς: ο Τσίπρας επιβίωσε ως πρωθυπουργός, αλλά αναλαμβάνοντας αυτός και το κόμμα του την επιβολή της μνημονιακής πολιτικής. Στο αποτέλεσμα αυτό βοήθησαν σε κρίσιμα σημεία οι δανειστές, αλλά και ένα τμήμα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, που κατανόησαν την πολιτική χρησιμότητα μιας κυβέρνησης που θα αποδεχόταν πλήρως τις μνημονιακές υποχρεώσεις, ενώ ταυτόχρονα θα ελαχιστοποιούσε τις κοινωνικές/εργατικές αντιστάσεις, κυρίως μέσω του κύματος απογοήτευσης που διέσπειρε στον κόσμο η απότομη μεταστροφή της.
Όμως η ώρα του λογαριασμού έρχεται. Η πορεία της κυβέρνησης σωστά παρομοιάζεται με το χορό του Ζαλόγγου. Θεωρητικά ο Τσίπρας μπορεί να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το φθινόπωρο του 2019 (σενάριο που πρότεινε δημοσίως ο Ντάισελμπλουμ, ενδιαφερόμενος κυρίως για την ολοκλήρωση της πολιτικής των δανειστών και όχι για το πολιτικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ). Όμως από την 1.1.2019 ενεργοποιούνται κάποια από τα αγριότερα μέτρα του 3ου μνημονίου (η τελική κατάργηση του αφορολόγητου και η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις καταβαλόμενες συντάξεις). Πρόκειται για την παγίδα της «δεξιάς παρένθεσης» που, αυτή τη φορά, στήνει ο Αλ. Τσίπρας προς τον επερχόμενο Κυρ. Μητσοτάκη, με τον κίνδυνο να πιαστεί ο ίδιος σε αυτήν, αν οι δανειστές και η ντόπια κυρίαρχη τάξη δεν του επιτρέψουν να πάει σε εκλογές μέσα στο 2018.
Αδιέξοδα
Ο λογικός κυβερνητικός σχεδιασμός είναι για εκλογές στο φθινόπωρο του 2018, με την προσπάθεια να περιορίσουν τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενοι έναν επικοινωνιακό «πανηγυρισμό» για το τυπικό τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του ’18. Όμως και αυτό το σχέδιο δεν αποτελεί διέξοδο.
Στις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση παρουσιάζει εικόνα κατάρρευσης. Είναι εντυπωσιακός ο βαθμός στον οποίο τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδεχθεί αυτήν την εικόνα. Στη Βουλή, μιλώντας για τον προϋπολογισμό, ο Ν. Βούτσης –ο αρχιτέκτονας της επιτάχυνσης των εκλογών τον Γενάρη του ’15, με τους τότε χειρισμούς στο ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας- δήλωσε: «Γιατί βιάζεστε να πάμε σε εκλογές; Γιατί βιάζεστε να μας ρίξετε;». Ακόμα και στο υψηλότερο ηγετικό επίπεδο, στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδεχθεί ότι στην επόμενη κάλπη το μόνο επίδικο θα είναι το μέγεθος της ήττας τους.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι πραγματικότητες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του 3ου μνημονίου έχουν διαλύσει τις αντοχές του κόσμου, έχουν πριονίσει βαθιά το κλαρί πάνω στο οποίο πάτησε το 2015 ο Τσίπρας για να γίνει πρωθυπουργός. Γι’ αυτό, παρ’ όλες τις επικοινωνιακές «αντεπιθέσεις», τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ δεν βελτιώνονται.
Η 3η αξιολόγηση, για την οποία σήμερα ο Τσίπρας πανηγυρίζει, περιλαμβάνει μέτρα που είναι δύσκολο να καταπιούν οι οπαδοί του, όπως οι μαζικοί πλειστηριασμοί σπιτιών των λαϊκών νοικοκυριών, ο περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία κ.ο.κ. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να ρεφάρει τις απώλειες που έχει στον εργατικό και λαϊκό κόσμο, βελτιώνοντας τις σχέσεις της με τμήματα των καπιταλιστών, περιλαμβάνουν αποκρουστικά μέτρα, όπως η δραστική μείωση της φορολόγησης των «τζογαδόρων» (στοίχημα, κουλοχέρηδες ΟΠΑΠ, Καζίνο στα νησιά κ.ο.κ.) ή όπως η σύναψη συμμαχιών με πρόσωπα σαν τον Λαυρεντιάδη… Η αδελφική σχέση με τον Καμένο δίνει στον Τσίπρα κοινοβουλευτική βιωσιμότητα, αλλά έχει αρχίσει να γίνεται «κόκκινο πανί» ακόμα και για μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά τις δραματικές καταστροφές στη Μάνδρα, όπου μια πλημμύρα προκάλεσε 21 νεκρούς, ο βαρύς χειμώνας έρχεται και χιλιάδες πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε στρατόπεδα σαν της Μόριας, με σαφή τον κίνδυνο να χαθούν πολλές ανθρώπινες ζωές, αλλά και να αναδειχθεί ως πραγματικότητα η ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης, του ελληνικού κράτους και της συμφωνίας Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας.
Από αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας μπορεί να σκέφτεται τη «δραπέτευση» με την ολοκλήρωση της σοσιαλφιλελεύθερης στροφής, με την αναζήτηση ενός πολιτικού ρόλου τύπου Μακρόν. Το ζήτημα, όμως, είναι τι ποσοστό του κόμματός του μπορεί να τον ακολουθήσει σε αυτό το ενδεχόμενο. Γιατί η ιστορία και οι παραδόσεις, ακόμα και σε περιπτώσεις βαθιού εκφυλισμού τους, διατηρούν μια κάποια σημασία. Με την έννοια αυτή, παρά την πραγματικά μεγάλη υποβάθμιση της αξιοπιστίας τους, κινήσεις όπως οι 53 ή η ομάδα των πιο συγκροτημένων «ευρωκομουνιστών» εντός της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ είναι δυνατόν να αποτελέσουν ένα νέο «πονοκέφαλο» για τον Τσίπρα, αν οι εξελίξεις επιταχυνθούν και έρθει η ώρα ακόμα πιο ξετσίπωτων αποφάσεων.
Αυτή η μείωση των πραγματικών δυνάμεων της κυβέρνησης θα επηρεάσει αναπόφευκτα και τις πολιτικές συμμαχίες. Στην ίδια ομιλία στη Βουλή, ο Ν. Βούτσης έκανε λόγο για τη διαμόρφωση ενός «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου. Η πίεση αφορούσε ολοφάνερα τη Φώφη Γεννηματά και το «Κίνημα Αλλαγής» που, ενισχυόμενο σχετικά στις δημοσκοπήσεις, καλείται να πάρει από τώρα θέση για το μετεκλογικό σκηνικό. Η εμπλοκή του Κ. Λαλιώτη στη νίκη της Φ. Γεννηματά, είχε δημιουργήσει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την ελπίδα ότι διαμορφώνεται μια σανίδα σωτηρίας. Όμως η «μεγάλη σχολή» του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα των συμμαχιών δεν έχει παράξει ηλίθιους: η Φ. Γεννηματά θα διεκδικήσει το μερίδιό της στις εκλογές και θα διαπραγματευτεί για συμμαχίες μετά, όταν θα έχει καταγραφεί η σημερινή πραγματική πολιτική δύναμη των κομμάτων.
Αριστερή εναλλακτική
Αυτό το γαϊτανάκι δεν έχει τίποτα θετικό από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών δυνάμεων. Πλησιάζοντας στην «επόμενη μέρα», στην κατάσταση της καταγραφής της πολιτικής ήττας του Αλ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, ένα ερώτημα αποκτά κομβική σημασία: τι δύναμη θα έχει τότε η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, ώστε να αναλάβει τα καθήκοντα μιας μαζικής και σκληρής αντιπολιτευτικής αντίστασης που θα ορθωθούν. Γιατί ο «ανταγωνιστικός συμβιβασμός» μεταξύ της ΝΔ, του μεταλλαγμένου-ηττημένου ΣΥΡΙΖΑ και του σοσιαλδημοκρατικού «κέντρου» θα αφορά τη διατήρηση της μνημονιακής συνέχειας για μακρό διάστημα.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα σημαντικό κενό: ένα μαζικό «ακροατήριο» που αποσύρει την εμπιστοσύνη του από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να εγκαταλείπει την ελπίδα στην ριζοσπαστική αριστερή πολιτική. Αυτή η πρόκληση αφορά όλη την Αριστερά, αλλά με δεδομένη τη στάση του ΚΚΕ, αφορά κύρια τα τμήματα που ήρθαν σε ρήξη το καλοκαίρι του 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η απάντηση στο ερώτημα θα όφειλε να χτίζεται ήδη μέσα στους αγώνες αντίστασης. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, αλλά μαζί είναι απαραίτητο να παρθούν οι αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες, ώστε να οικοδομηθούν οι όροι για κοινή στάση στις μεγάλες πολιτικές αναμετρήσεις που έρχονται.