Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της αστικής αφήγησης είναι ότι η επανάσταση του 1821 ήταν μια εθνική-θρησκευτική επανάσταση. Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Η αχανής Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε μια παραλλαγή των φεουδαρχικών κρατών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Η οθωμανική εξουσία επιβαλλόταν σε μια τεράστια έκταση και πάνω σε ποικιλόμορφους και εθνοτικά διαφορετικούς πληθυσμούς.
Διαμεσολαβητές μεταξύ αυτής της εξουσίας και των ακτημόνων αγροτών και εργατών υπήρξαν οι προεστοί – οι γαιοκτήμονες και αυτοί που είχαν αναλάβει το ρόλο του φοροεισπράκτορα. Οι συγκεκριμένοι τσιφλικάδες της εποχής, γνωστοί ως κοτζαμπάσηδες, πολλές φορές λειτουργούσαν ως δανειστές-τοκογλύφοι. Είχαν αναλάβει να συλλέγουν τους φόρους προς όφελος της κεντρικής εξουσίας και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις διατηρούσαν ιδιωτικούς στρατούς προκειμένου να τρομοκρατούν τους φτωχούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπερφορολογούσαν τα φτωχά λαϊκά στρώματα προκειμένου να αποδίδουν τους φόρους στην οθωμανική εξουσία και να θησαυρίζουν από τη διαφορά.
Εκτός όμως από τους κοτζαμπάσηδες που πλούτιζαν διαρκώς και δεν ήθελαν να συγκρουστούν με το υπάρχον καθεστώς, στο ίδιο μοτίβο κινούνταν και ο κλήρος. Η εκκλησία ήταν η βασική υπεύθυνη για τον έλεγχο των χριστιανικών πληθυσμών απέναντι στον σουλτάνο. Είχε δικαστική εξουσία απέναντι στους χριστιανούς και τους επέβαλλε τον κεφαλικό φόρο. Παρότι ο κλήρος έχαιρε της εμπιστοσύνης της οθωμανικής διοίκησης, οι φτωχοί πληθυσμοί είχαν σχέση υποτέλειας μαζί της. Αν και η επίσημη εκκλησία διαχρονικά προσπαθεί να ιδιοποιηθεί τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, η αλήθεια είναι ότι βρέθηκε εξαρχής απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς. Απέναντι δηλαδή στους ακτήμονες αγρότες, στους μικροϊδιοκτήτες και τους εργάτες γης.
Ενάντια σε αυτό το ξεπερασμένο και καταπιεστικό καθεστώς εμφανίζεται μια νέα γενιά διανοουμένων, επηρεασμένη από τον γαλλικό Διαφωτισμό και την αμερικανική επανάσταση. Γέννημα αυτής της περιόδου αποτέλεσε ο Ρήγας Φεραίος, ο οποίος ανέπτυξε κάποιες από τις πιο ριζοσπαστικές και προοδευτικές ιδέες πάνω στο ζήτημα της επανάστασης. Ο Ρήγας, σαφώς επηρεασμένος από την πιο αριστερή πτέρυγα της γαλλικής επανάστασης, τους Γιακωβίνους, διατύπωσε ρηξικέλευθες θεωρίες για την επικείμενη εξέγερση. Ισχυριζόταν ότι θα έπρεπε όλοι οι βαλκανικοί λαοί να προχωρήσουν σε μια επανάσταση απέναντι στο καταπιεστικό φεουδαρχικό καθεστώς και να αντιτάξουν μια δημοκρατική πολιτεία όπου όλοι οι λαοί, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων, θα ζουν αδελφωμένοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Θούριο το 1797 αναφέρει: «Στην πίστη του ο καθένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξουμε μαζύ, Βούλγαροι κι Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή. Για την ελευθερίαν, να ζώσουμε σπαθί. Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν». Ο Ρήγας υπεράσπιζε την άποψη ότι το αποτέλεσμα της επανάστασης πρέπει να είναι μια παμβαλκανική ομοσπονδία η οποία θα δομείται πάνω στις δημοκρατικές ιδέες της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης των πολιτών. Αντιτασσόταν στην απολυταρχία και στις αντιδραστικές ιδέες που συντηρούσε η εκκλησία. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά το θάνατό του αφορίστηκε.
Πίστευε σε ένα νέο πολιτειακό καθεστώς στο οποίο όλες οι εξουσίες θα πήγαζαν από τον «αυτοκράτορα λαό», στον οποίο θα κατοχυρώνονταν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Πρόκειται για πολύ ριζοσπαστικές ιδέες που έβρισκαν τεράστια απήχηση στους φτωχούς της εποχής, που ανεξαρτήτως εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας έλπιζαν να ανατρέψουν τον Οθωμανό μπέη, τους κοτζαμπάσηδες και τον κλήρο που τους καταπίεζαν. Ο Ρήγας τελικά προδόθηκε από τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα τη σύλληψη και την εκτέλεσή του το 1797 στην Τεργέστη, όμως οι ιδέες του αποτέλεσαν το σπόρο για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας μερικά χρόνια αργότερα.
Η Φιλική Εταιρεία εξέφραζε κυρίως το εμπορικό κεφάλαιο της εποχής, που επηρεασμένο από τις δημοκρατικές ιδέες του Διαφωτισμού ήθελε να εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς. Η ιδέα ενός νέου καθεστώτος όμως έδωσε δύναμη στους φτωχούς να δώσουν ταξική χροιά στον αγώνα τους. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στη νησιωτική Ελλάδα. Στη Σάμο και τη Χίο οι αγρότες διεκδικούσαν την αναδιανομή της γης, ενώ στην Ύδρα ο λαός κατέλαβε τα πλοία των πλούσιων πλοιοκτητών.
Η εκκλησία, παρότι προσπαθεί να σφετεριστεί την ιστορία και να αποδείξει ότι η ίδια υπήρξε η εμπνεύστρια της επανάστασης, διαψεύδεται από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα. Ο κλήρος ενεπλάκη στην επαναστατική πάλη πολύ αργότερα, όταν πλέον οι προύχοντες δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις ξεσηκωμένες μάζες. Η ποικιλομορφία, μάλιστα, και η σύνθεση αυτών των μαζών αμφισβητεί την κυρίαρχη αφήγηση, που κάνει λόγο για μια εξαρχής θρησκευτική επανάσταση με εθνικά χαρακτηριστικά. Η συμμετοχή στην εξέγερση καταπιεσμένων απ’ όλους τους λαούς και τις θρησκείες των Βαλκανίων καταρρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς. Το ότι η επέτειος έναρξης της επανάστασης έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται στις 25 Μαρτίου, ημερομηνία που συμπίπτει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού, ενώ οι επαναστατικές συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τις 14 του ίδιου μήνα αποτελεί ξεκάθαρη προσπάθεια σφετερισμού της ιστορίας.
Η επανάσταση του 1821 έβγαλε στο προσκήνιο όλους τους καταπιεσμένους της εποχής, που πολέμησαν για μια ζωή χωρίς το σουλτάνο, τον κοτζαμπάση και τον κλήρο πάνω από το κεφάλι τους. Αυτό, όσο και να το αποκρύπτουν, δεν θα ξεχαστεί.