Ενώ βάδιζε προς το τυπογραφείο η «ΕΑ», ο Ν. Κοτζιάς δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις με τον ομόλογό του από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΔτΜ) Νικόλα Ντιμιτρόφ έχουν ολοκληρωθεί και πως ανοίγει ο δρόμος για συνάντηση των δύο πρωθυπουργών, που θα έχουν να πάρουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Ο Ζάεφ
Όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, η βιασύνη να «λυθεί» το ζήτημα έχει να κάνει με την προοπτική εισόδου της ΔτΜ στο ΝΑΤΟ και την προσπάθεια των ΗΠΑ για απόσπαση ενός ακόμη δυνητικού τμήματος από τη σφαίρα της ρωσικής επιρροής. Στην αντιπαράθεση Ελλάδας-ΔτΜ, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ έχουν ταχθεί με κάθε τρόπο με το μέρος της Αθήνας, δηλώνοντας στην κυβέρνηση της Μακεδονίας ότι, αν δεν τα βρει με την Ελλάδα για το όνομα, δεν μπορεί να μπει στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα πολύ πρόσφατα δημοσιεύματα (iefimerida 28/5) τόνιζαν ότι «πηγές με καλή γνώση των διπλωματικών διαβουλεύσεων σχολίαζαν ότι έχουν αυξηθεί οι πιέσεις από Ηνωμένες Πολιτείες και Γερμανία στα Σκόπια, αφού στη Σόφια αναδείχθηκε ως σημαντικό η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει ρόλο στα Δυτικά Βαλκάνια».
Ακόμη κι αν δεν υπήρχαν αυτές οι πιέσεις, η πλευρά Ζάεφ είναι αυτή που επείγεται: Δεν εφάρμοσε τίποτε από το κοινωνικό πρόγραμμα το οποίο υποστήριζε προεκλογικά και με το οποίο κέρδισε στις εκλογές κόντρα τον Γκρουέφσκι και το VMRO. Ταυτόχρονα πιθανότατα θα κάνει παραχώρηση ως προς το όνομα, αφού, ό,τι και να συμφωνηθεί με τον Τσίπρα, θα είναι περιστολή του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ως αντίβαρο σε αυτά, και για να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, θα θελήσει να παρουσιάσει ως μεγάλη επιτυχία την υλοποίηση του «εθνικού στόχου» για ένταξη στο ΝΑΤΟ τον επόμενο μήνα, αλλά και την έναρξη της διαδικασίας για είσοδο στην ΕΕ (όλα αυτά μπορεί να τα συνοδεύσει με εκλογές –έμαθε από αυτό που έκανε ο Τσίπρας τον Σεπτέμβρη του 2015).
Εθνικισμός
Από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση ταυτίστηκε πλήρως με τον εθνικισμό που είχε χτίσει γύρω από το ζήτημα το ελληνικό βαθύ κράτος από τη δεκαετία του 1940. Σύμφωνα με τις «κόκκινες γραμμές» αυτού του βαθέως κράτους, οι όροι Μακεδονία, Μακεδόνες και τα παράγωγά τους είναι απαράδεκτοι (επειδή μάλιστα παλιότερα συνδέονταν με την Αριστερά). Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδωσε κανέναν αγώνα να εξηγήσει, για πρώτη φορά από κυβερνητικό πόστο, το πόσο ανόητα και εθνικιστικά είναι αυτά. Να εξηγήσει το αυτονόητο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού του γειτονικού λαού. Να επιχειρηματολογήσει κατά των ανόητων ιδεών του «αλυτρωτισμού των Σκοπίων». Υπενθυμίζουμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΔτΜ είχε δεχθεί να τροποποιήσει τα τρία επίμαχα άρθρα του Συντάγματός της και γι’ αυτό η εντεταλμένη επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η επιτροπή Μπαντεντέρ) δέχθηκε από τότε ότι η χώρα έχει παραιτηθεί όλων των εδαφικών της ισχυρισμών που ενυπήρχαν σε διφορούμενα άρθρα –γι’ αυτό και αναγνωρίστηκε από την Ένωση.
Αντί να επιτελέσει αυτά τα αυτονόητα για την Αριστερά καθήκοντα, η ελληνική κυβέρνηση τεκνοθέτησε την εθνικιστική ατζέντα και τώρα κινδυνεύει από τα δεξιά της, καθώς τα υπόλοιπα κόμματα είναι έτοιμα να ξεσπαθώσουν πλειοδοτώντας σε εθνικισμό, αν τυχόν η συμφωνία αγγίξει τις παραδοσιακές «κόκκινες γραμμές»: η συμπερίληψη του όρου Μακεδονία στη συμφωνία είναι ήδη «κόκκινο πανί» για τους εθνικιστές κάθε είδους στην Ελλάδα. Το ίδιο και η μη άμεση επιβολή του erga omnes. Το ίδιο και η μη αλλαγή του «αλυτρωτικού» Συντάγματος της ΔτΜ. Έτσι ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς θα θελήσουν να παρουσιάσουν ως επιτυχία (και πράγματι θα είναι) την αλλαγή του ονόματος της γειτονικής χώρας. Αν δεν πάρουν το erga omnes και την αλλαγή του Συντάγματος άμεσα, θα ισχυριστούν ότι πήραν τη δέσμευση από τους γείτονες για μελλοντική αλλαγή.
Αλλά δεν είναι μόνο η δεξιά αντιπολίτευση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Τσίπρας και Κοτζιάς. Το ΚΚΕ επιμένει και αυτό να μιλάει για «αλυτρωτισμό» της γειτονικής χώρας. Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (22/5/18) στον «Ριζοσπάστη», γίνεται λόγος για πιθανό συμβιβασμό «με αλυτρωτικές θέσεις της ΠΓΔΜ [που] βγάζουν μάτι». Μάλιστα ο συντάκτης (αφού σωστά καταγγέλλει «τα ευρωΝΑΤΟικά σχέδια που σπονσοράρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα Δυτικά Βαλκάνια»), αναφερόμενος στην εξέγερση του Ίλιντεν (και ξαναγράφοντας την ιστορία του ΚΚΕ), κάνει λόγο για ανυπαρξία μακεδονικού έθνους, αλλά για πανσπερμία εθνοτήτων σε μια γεωγραφική περιοχή.
Στο ίδιο άρθρο μάλιστα εντέχνως παραλείπεται ολόκληρη η ιστορία της ελληνικής αντίστασης στη ναζιστική κατοχή και του Εμφυλίου, καθώς βέβαια τότε το ΚΚΕ αναγνώριζε την ύπαρξη της μακεδονικής εθνότητας. Φυσικά το άρθρο δεν αναφέρεται ούτε στις συνθήκες ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της αντιφασιστικής νίκης των ανταρτών σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.
Ποια ασφάλεια;
Κοντολογίς και οι δύο κυβερνήσεις προσπαθούν να υλοποιήσουν τη γραμμή που έχουν χαράξει οι άρχουσες τάξεις των δύο χωρών αυτή την περίοδο, δηλ. τη στενή συνεργασία με το ΝΑΤΟ και τη σύμπλευση με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ για ολόκληρη την περιοχή. Αυτό ωστόσο περνάει μέσα από την επίλυση μιας διαφοράς που κληρονομήθηκε από άλλη περίοδο, όπως σωστά λέει ο Τσίπρας και εν μέρει και ο Ζάεφ. Μόνο που οι παραχωρήσεις που έχουν να κάνουν οι δύο πλευρές είναι πολύ ετεροβαρείς, προφανώς αντιστρόφως ανάλογες της δύναμης των δύο κρατών. Οι μεν έχουν να αποδεχτούν κάτι που… έτσι κι αλλιώς έχουν αποδεχθεί προηγούμενες κυβερνήσεις (άσχετο τι λένε τα κόμματα αυτά τώρα) και οι δε έχουν να αλλάξουν όνομα, ιστορία και Σύνταγμα!
Τα ονόματα που σήμερα βρίσκονται στο τραπέζι είναι τα γνωστά Severna Makedonija (Βόρεια Μακεδονία), Gorna Makedonija (Άνω Μακεδονία) και Nova Makedonija (Νέα Μακεδονία), ενώ παραμένει στη λίστα το Μακεδονία του Ίλιντεν ή του Κρούσοβο.
Δεν αποκλείεται κάποιο από αυτά τα ονόματα να αποτελέσει την κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Ακόμη κι αν «περάσει» το όνομα μέσα από τα εκλογικά τεχνάσματα του Ζάεφ, είναι σίγουρο ότι δεν θα λύσει το «πρόβλημα» και πιθανά να αποσταθεροποιήσει τη γειτονική χώρα.
Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ασφαλώς δεν θα λύσει προβλήματα ασφάλειας και ειρήνης στην περιοχή, όπως αποδεικνύει η διένεξη Ελλάδας-Τουρκίας. Αν στην Ελλάδα κυβερνούσε ένα πραγματικά αριστερό κόμμα, θα αναγνώριζε τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Αυτό θα ήταν το καλύτερο βήμα για να πείσει τον πληθυσμό στη γειτονική χώρα ότι δεν κινδυνεύει (από την Ελλάδα τουλάχιστον) και ότι δεν χρειάζεται καμία συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Το παραπάνω άρθρο του «Ριζοσπάστη» καταλήγει ως εξής: «Ο λαός χρειάζεται να αντιταχθεί σ’ αυτές τις εξελίξεις, που δεν εξασφαλίζουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Να δυναμώσουν η κοινή πάλη, η φιλία και η αλληλεγγύη των λαών, που μπορούν να εξασφαλιστούν με απόρριψη κάθε λογής αλυτρωτισμών και μακριά από τις ιμπεριαλιστικές στρατιωτικοπολιτικές συμμαχίες». Δυστυχώς, χωρίς την αναγνώριση όμως του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, οι γενικά σωστές αυτές διακηρύξεις στερούνται αληθινού περιεχομένου.