Είναι πραγματικά προκλητικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η δολοφονία της 13χρονης Ιωάννας, που δολοφονήθηκε έξω από τον καταυλισμό των Ρομά στην Άμφισσα.
Μερίδα της τοπικής κοινωνίας, τα ΜΜΕ και οι Αρχές, αντί να καταδικάσουν απερίφραστα τον δράστη που σήκωσε το όπλο απέναντι στους Ρομά, προσπάθησαν να δείξουν κατανόηση για την πράξη του.
Η αλήθεια είναι ότι τόσα χρόνια έχουμε συνηθίσει σε «παράπλευρες απώλειες», «εξοστρακισμούς», «άτυχα θύματα» και «λάθος συγκυρίες». Ένα χέρι σηκώνει μια καραμπίνα και σκοτώνει ένα 13χρονο κοριτσάκι έξω από έναν καταυλισμό Ρομά στην Άμφισσα. Η κοινή γνώμη αρχικά «σοκάρεται» και στη συνέχεια διάφοροι περαστικοί πιστοποιούν σε μικρόφωνα το πόσο «φιλήσυχος και νοικοκύρης» ήταν ο δράστης, που «δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα».
Κι όμως, αυτή η ιδιότητα του «φιλήσυχου πολίτη» της διπλανής πόρτας χτίζεται πάνω σε αλλεπάλληλες αποσιωπήσεις. Το χέρι που σηκώνει το όπλο απέναντι σε Ρομά ή το ρόπαλο απέναντι σε μετανάστες ή την παλάμη απέναντι σε γυναίκες, δέχεται άφεση αμαρτιών, επειδή μπορεί παράλληλα να μεταλαμβάνει τις Κυριακές το πρωί ή να σηκώνει τη σημαία στο μπαλκόνι κατά τις εθνικές επετείους. Ο συγκαλυμμένος ρατσισμός είναι μια μάστιγα που δομείται πάνω στην υποκρισία, το ψέμα και σε ένα νεκρό κοριτσάκι.
Είναι όντως τρομαχτικό το πώς διακυμαίνεται η τραγικότητα ενός θανάτου ανάλογα με το χρώμα δέρματος ή την εθνικότητα του θύματος. Δεν θέλουμε καν να διανοηθούμε τι θα γινόταν, αν ο θύτης και το θύμα ήταν αντεστραμμένοι. Μπορούμε να φανταστούμε πατριωτικές κορόνες σε πάνελ και τηλεοπτικά παράθυρα να κάνουν λόγο για την απειλή των «γύφτων», που πρέπει να «τους διώξουμε για να ξεβρομίσουμε». Τώρα όμως που ένας Έλληνας λέρωσε τα χέρια του, η σιωπή είναι εκκωφαντική. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και κάποιοι που συνεχίζουν και τώρα να μιλάνε δείχνοντας το θράσος τους.
Δεν πέρασε ούτε ένα 24ωρο από τον θανατηφόρο πυροβολισμό και ένα σωρό τοπικά, αλλά και μεγαλύτερης εμβέλειας μέσα έσπευσαν να δείξουν κατανόηση για την πράξη του δράστη. Τα δεδομένα είναι τα εξής: Έχουμε ένα άτομο, το οποίο για κάποιο λόγο (με βάση τα όσα ακούγονται, είχε προηγούμενες διαφορές με τον πατέρα του κοριτσιού, είχε επιτόπιο διαπληκτισμό με τους Ρομά), πήγε στον καταυλισμό με μια καραμπίνα στο χέρι και πυροβόλησε. Έχουμε επίσης το θάνατο ενός νεαρού κοριτσιού και τον τραυματισμό του πατέρα του. Μετά απ’ όλα αυτά, κάποιοι αποφασίζουν να μην ασχοληθούν δημοσιογραφικά με την ίδια τη δολοφονική πράξη, αλλά με υποθετικά σενάρια για την πρόκλησή της. Κάπου εκεί χάνεται κάθε λογική και το κοριτσάκι δολοφονείται για δεύτερη φορά. Μία από τη σφαίρα που τη βρήκε στο λαιμό και άλλη μία από την προσπάθεια κάποιων να αποδείξουν ότι έφταιγε το ίδιο και όχι ο δράστης.
Εκτός όμως από τα εμετικά ρατσιστικά δημοσιεύματα, υπάρχουν και άλλες μορφές στοχοποίησης των Ρομά, οι οποίες εκφράστηκαν από επίσημους θεσμικούς φορείς. Οι αρχές έσπευσαν να κάνουν λόγο για πολιτικές «ένταξης των Ρομά», που θα «αποφύγουν περιστατικά αντιποίνων, αυτοδικίας και βιαιοπραγιών» τις μέρες που θα ακολουθήσουν. Προκαταλαμβάνεται δηλαδή, η εγκληματική δράση των Ρομά από αυτούς που υποτίθεται τους υπερασπίζονται. Αντί να υπάρξει μια ξεκάθαρη καταδίκη της ρατσιστικής δολοφονίας ενός μικρού κοριτσιού, οι αρχές λειτουργούν για ακόμη μια φορά ως μάντεις κακών, στοχοποιώντας το περιβάλλον της 13χρονης.
Εδώ βρίσκεται όλη η αντίφαση. Το ζήτημα στην παρούσα φάση δεν είναι «η ομαλή ένταξη των Ρομά στην πολιτισμένη κοινωνία μας». Το ερώτημα είναι γιατί μέσα στην «πολιτισμένη κοινωνία μας» ευδοκιμούν αυτόκλητοι υπερασπιστές της τάξης και κάθε λογής «νταήδες» που σηκώνουν ένα όπλο και δολοφονούν. Το ερώτημα είναι ποιες πολιτικές δημιουργούν εύφορο πεδίο, ώστε οι παραπάνω να αισθάνονται ότι έχουν τη δύναμη να κάνουν ό,τι κάνουν. Σε αυτό βέβαια δεν μπορούν να απαντήσουν αυτοί που υλοποιούν πολιτικές που φτωχοποιούν και εξαθλιώνουν την κοινωνία, δίνοντας πάτημα για την άνθιση του κοινωνικού αυτοματισμού και την ανάδυση των πιο μισαλλόδοξων και ρατσιστικών θεωριών. Δεν μπορούν να απαντήσουν αυτοί που συντηρούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δεν δίνουν λεφτά για κοινωνικές παροχές και που διατηρούν τα γκέτο και τους κάθε λογής διαχωρισμούς.
Η αντιμετώπιση του θανάτου της μικρής Ιωάννας αποκάλυψε με τον πιο εξόφθαλμο τρόπο την προκατάληψη που υπάρχει απέναντι στους Ρομά. Τόσο σε θεσμικό και δημοσιογραφικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο συνειδήσεων. Όλοι αυτοί που πατούν σε μικρές παραβατικές συμπεριφορές μελών των Ρομά για να στοχοποιήσουν το σύνολό τους, είναι οι ίδιοι που ξεσπάθωσαν και πάλι ενάντια στους Ρομά, την ώρα που εκείνοι θρηνούσαν ένα μικρό κοριτσάκι που έπεσε νεκρό από πυροβολισμό ενός Έλληνα. Απέναντι στην υποκρισία, το μίσος και το ρατσισμό, οφείλουμε να προτάξουμε την αλληλεγγύη και τον αγώνα για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις.