Κάθε χρόνο, στην επέτειο της πτώσης της δικτατορίας στις 23 Ιούλη του 1974, οι καθεστωτικοί ιδεολογικοί και πολιτικοί μηχανισμοί χειραγώγησης δουλεύουν στο φουλ, οικοδομώντας και επανοικοδομώντας την αστική «αφήγηση» για τη δικτατορία και την πτώση της (ακόμα και η επιλογή της λέξης δεν είναι αθώα: προτιμούν την «πτώση» από το σωστότερο «ανατροπή»…).
Βασικά στοιχεία αυτής της «αφήγησης» ήταν και είναι: α) Η απόδοση των ευθυνών για την επιβολή της δικτατορίας στους «ξένους», μέσω της οποίας αθωώνονται αναδρομικά η ντόπια κυρίαρχη τάξη και το αστικό πολιτικό προσωπικό. β) Η υποβάθμιση του ρόλου του αντιδικτατορικού μαζικού κινήματος και η ερμηνεία της πτώσης της δικτατορίας μέσω κυρίως (ή και αποκλειστικά) της «προδοσίας» στην Κύπρο. γ) Η συκοφάντηση του μεγάλου εργατικού και λαϊκού κινήματος στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, η δαιμονοποίηση των κοινωνικών κατακτήσεων εκείνης της περιόδου, στην οποία αποδίδονται όλα τα μετέπειτα δεινά, ακόμα και η χρεοκοπία του 2008.
Η αλήθεια, ασφαλώς, είναι πολύ διαφορετική. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67 υπήρξε ένα καθεστώς βάρβαρης καταστολής του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς. Όμως, η κατάργηση όλων των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών δεν επιβλήθηκε λόγω κάποιων ιδεολογικών εμμονών των ακροδεξιών συνταγματαρχών: Ήταν η προϋπόθεση για να μετατραπεί η χώρα σε «παράδεισο» των ανεξέλεγκτων επενδυτών (ντόπιων και διεθνών), για να επιβληθεί ένα μοντέλο άγριας εκμετάλλευσης των εργατών και των αγροτών, για να μπει η Ελλάδα σε έναν κάποιο δρόμο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα η δικτατορία ήταν ένα καθεστώς τεράστιας διαφθοράς, που απλώθηκε από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνίας, σε αντίθεση με τους σημερινούς μύθους των ακροδεξιών νοσταλγών της χούντας. Το καθεστώς αυτό είχε την πλήρη υποστήριξη της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, που έζησε την 7ετία ως μια περίοδο χλιδής και απόλυτης ελευθερίας δράσης του κεφαλαίου. Η υποστήριξη των καπιταλιστών οδηγούσε στην ανοχή του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στη χούντα: η μεγάλη πλειοψηφία των δεξιών και κεντρώων πολιτικών στελεχών έζησε εκείνη την εποχή μεταξύ των «γεφυρών» προς το καθεστώς (Αβέρωφ κ.ά.) ή της διακριτικής σιωπής απέναντι στα εγκλήματά του (Καραμανλής στο Παρίσι…), ενώ δεν έλειψαν αυτοί που συνεργάστηκαν άμεσα με τους στρατοκράτες (Μαρκεζίνης, Πιπινέλης κ.ά.).
Με την εξάντληση της δυναμικής των «χρυσών χρόνων» του διεθνούς καπιταλισμού, προσεγγίζοντας τη διεθνή κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70, ήταν καθαρό ότι το καθεστώς είχε αρχίσει να παραπαίει. Η διαπίστωση των προβλημάτων που έρχονταν και των κινδύνων για μια πιο βαθιά καθεστωτική κρίση, έσπρωχνε στελεχικές ομάδες της χούντας, αλλά και μεγάλα τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου να ανοίξουν τις διαδικασίες της «ομαλοποίησης», της ελεγχόμενης από τα πάνω μετάβασης προς μια αυστηρή-συντηρητική κοινοβουλευτική δημοκρατία, με βασικές προβλέψεις να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παρέμβασης του κόσμου από τα κάτω, αλλά και να διασφαλιστεί η ατιμωρησία των χουντικών στελεχών. Στην Ελλάδα του 1972 είχε τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός ελεγχόμενης «μετάβασης» που, αργότερα, δούλεψε αποτελεσματικά στην Ισπανία του Φράνκο ή στη Χιλή του Πινοσέτ.
Ένα κοινό μυστικό της εποχής είναι η προσχώρηση μεγάλου τμήματος της Αριστεράς σε αυτή την προοπτική. Τόσο το ΚΚΕ εσ., υπό την ηγεσία του Λ. Κύρκου, όσο και το ΚΚΕ, υπό την ηγεσία του Χ. Φλωράκη, με διαφορές και διαβαθμίσεις μεταξύ τους, συντονίζονταν στην άποψη ότι η «ομαλοποίηση» ήταν μονόδρομος.
Ο πολιτικός ρεαλισμός της εποχής διαπίστωνε ότι δεν υπάρχει ο δρόμος της ανατροπής, ότι η μοναδική δυνατότητα ήταν να «παραμεριστεί» η χούντα, μέσα από τη διεθνή και καθεστωτική πίεση που αυξανόταν και μέσα από τη συναινετική πρόθεση ενός τμήματος των στρατοκρατών.
Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Η χούντα ανατράπηκε μέσα από την αλματώδη ανάπτυξη ενός κινήματος από τα κάτω, ενός κινήματος που βρήκε τη δύναμη να απαντήσει αποτελεσματικά σε δύο κρίσιμους σταθμούς.
Εξέγερση
Το κίνημα αντίστασης έζησε μια πρώτη περίοδο –από το ’67 ως τα τέλη του ’71– όπου κυριαρχούσε η απομόνωση και κέρδιζε η καταστολή. Ήταν η περίοδος των ηρωικών προσπαθειών, που στηρίζονταν αποκλειστικά στον οργανωμένο κορμό των δυνάμεων της Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς.
Όμως από τα τέλη του ’71 η κατάσταση άλλαξε. Το φοιτητικό κίνημα –όπως σε όλο το διεθνή «Μάη του ’68»– υπήρξε ο καταλύτης για να πάρει η αντίσταση μαζικά χαρακτηριστικά. Επίσης, όπως σε όλο το διεθνή Μάη, οι φοιτητές δεν έμειναν απομονωμένοι: από τις καταλήψεις της Νομικής έγινε φανερό ότι μια ευρύτερη νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση ωρίμαζε και αυτό ήταν το προανάκρουσμα μιας εργατικής και λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, που θα μπορούσε να δώσει σάρκα και οστά σε μια λαϊκή εξέγερση.
Η «εσωτερική μάχη» στο κίνημα και στην Αριστερά της εποχής έχει ιδιαίτερη σημασία. Διεξήχθη με όρους διαφορετικούς από τις σημερινές αντιπαραθέσεις: με ένταση, αλλά και με «ζεστασιά», με συγκρούσεις, αλλά και με συντροφικότητα, που υπαγόρευε η σκληρότητα του αντιπάλου. Κάτω από την ώθηση των αυθόρμητων διαθέσεων επικράτησε η «άποψη» –περισσότερο η διάθεση ή η ορμή– προς την κλιμάκωση, προς την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73. Το γεγονός ότι η εξέγερση απέκτησε μεγάλη εργατική και λαϊκή συμμετοχή, ότι το «Πολυτεχνείο» πήρε πανελλαδική διάσταση, αποδεικνύει ότι ήταν ώριμη επιλογή. Αυτή η εξέγερση «αποφάσισε» το τέλος της δικτατορίας.
Η αστική αφήγηση στέκεται στη δύναμη της καταστολής, στη στρατιωτική ήττα της εξέγερσης το βράδυ της 17 Νοέμβρη. Είναι μια γελοία άποψη: Η ριζοσπαστικοποίηση είχε ήδη πάρει μεγάλες διαστάσεις, ξεπέρναγε κατά πολύ τα πανεπιστημιακά τείχη. Στις γειτονιές και στα εργοστάσια οι «πρωτοβουλίες» ξεφύτρωναν με ταχύτητα. Μέσα στις σχολές οι πρώην απομονωμένοι αριστεροί αγωνιστές-στριες είχαν πλέον για τα καλά την ηγεμονία: οι «επιτροπές αγώνα» συσπείρωναν (μέσα σε συνθήκες δικτατορίας!) δεκάδες κατά έτος και εκατοντάδες κατά σχολή. Η χούντα, για να επιβιώσει, κρατούσε τα πανεπιστήμια στην πραγματικότητα κλειστά. Όμως, κάποτε, θα έπρεπε να ανοίξουν ξανά. Και όλοι περίμεναν την πρώτη «επέτειο» του Νοέμβρη με κομμένη την ανάσα.
Επιστράτευση
Η χούντα επέλεξε τη φυγή προς τα εμπρός: Η επικράτηση των «σκληρών» στο εσωτερικό της άνοιγε το δρόμο προς το πραξικόπημα στην Κύπρο με την προοπτική της «Ένωσης». Η ακροδεξιά, για να σώσει το τομάρι της, επιδίωκε μια μείζονα «εθνική επιτυχία», ελπίζοντας να καλύψει τα πάντα με το δηλητήριο του εθνικισμού και τις προετοιμασίες για τον (πιθανότατο) πόλεμο με την Τουρκία.
Η αστική «αφήγηση» μιλά για μια χουντική «προδοσία» που έγινε ερήμην της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και της πολιτικής στελέχωσής της. Είναι ψέμα. Οι Αμερικανοί, ανησυχώντας για τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ενημέρωσαν διά του Κίσινγκερ τους δεξιούς και τους κεντρώους πολιτικούς για τα χουντικά σχέδια, όπως και για τη στάση σχετικής ουδετερότητας που θα κρατούσε η υπερδύναμη σε μια ελληνοτουρκική σύγκρουση. Επέλεξαν για μια ακόμα φορά να σιωπήσουν.
Το πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β΄, στηριγμένο κυρίως στα ελληνικά όπλα και δυνάμεις στο νησί, στράφηκε με δολοφονική μανία κατά των ελληνοκύπριων αριστερών, δημοκρατών και υποστηρικτών του Μακαρίου. Ο χουντικός «πρωθυπουργός» Ν. Σαμψών διακήρυξε την πρόθεσή του να πετάξει, εντός μηνών, τους τουρκοκύπριους στη θάλασσα.
Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική «εγγυητική» απάντηση με την εισβολή, η χούντα στην Αθήνα κήρυξε το πρώτο βήμα προς τον πόλεμο, καλώντας σε γενική επιστράτευση.
Είναι ένα κορυφαίο παράδειγμα τραγικού πολιτικού λάθους, ενός λάθους που παραβίαζε τον εσωτερικό πολιτικό συσχετισμό δύναμης: στους στρατώνες προσήλθαν «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», η εργατική και λαϊκή νεολαία που αναγνώριζε ως εχθρό της το στρατοκρατικό μηχανισμό. Οι αναφορές από όλες τις μονάδες μιλούν για πρωτοφανή περιστατικά αυθάδειας και απειθαρχίας, για επιθετικότητα απέναντι στους αξιωματικούς, για το ερώτημα: «Πού ήσουν εσύ, ρε, το βράδυ του Πολυτεχνείου;». Το κύμα υπήρξε αυθόρμητο και ακαριαίο. Αγωνιστές της ΚΝΕ, του Ρήγα, της άκρας Αριστεράς, χωρίς το χρόνο για να έχουν οργανωμένη γραμμή και τακτική, παρασέρνονταν από το κύμα «αντάρτικης» απειθαρχίας που εκδήλωνε μια εξοργισμένη εργατική και λαϊκή νεολαία. Το Επιτελείο έντρομο διαπίστωνε ότι, αν μοίραζε όπλα σε αυτόν τον κόσμο, θα έπαιζε με το κεφάλι του. Η επιστράτευση και η πολεμική προετοιμασία κατέρρευσαν και μαζί τους ανατράπηκε η χούντα.
Αυτή την περίοδο δεν μπορεί κανείς να την τεμαχίσει, γιατί τότε δεν θα καταλάβει τίποτα. Ο Νοέμβρης, η επιστράτευση και ο Ιούλης του ’74, η μεγάλη εργατική και λαϊκή Μεταπολίτευση είναι μια ενιαία διεργασία, που αρχικά νίκησε, ανατρέποντας τη δικτατορία, ενώ θα μπορούσε να φτάσει τις εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις πολύ-πολύ πιο ψηλά, αν οι πολιτικές ηγεσίες στην Αριστερά της εποχής πίστευαν πραγματικά σε αυτή τη δύναμη. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Σήμερα αντιμετωπίζουμε ξανά έναν Γόρδιο Δεσμό. Η ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας συνδέεται άρρηκτα με την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού, του πολέμου, του εθνικισμού και της ακροδεξιάς στη χώρα και στην περιοχή. Η μνήμη του Νοέμβρη και του ’74 δείχνει ότι οι «δεσμοί» που δεν λύνονται (με τις «διαπραγματεύσεις» και τους κυβερνητικούς ρεαλισμούς), μπορούν να κοπούν με την παρέμβαση των μαζών από τα κάτω και με την ανεξάρτητη δράση της Αριστεράς.