Με μαζικό ενωτικό ριζοσπαστικό στίγμα
Φέτος συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το μαχαίρι του Χρυσαυγίτη Ρουπακιά. Η «επέτειος» της δολοφονίας του Φύσσα δεν είναι απλά μια ημέρα μνήμης, αλλά και μία ευκαιρία για τις δυνάμεις του αντιφασιστικού κινήματος να κρατούν ζωντανό το νήμα του αντιφασιστικού αγώνα με τρόπο τέτοιο που μπορεί να ενοποιεί και να συντονίζει το διάσπαρτο δυναμικό των αντιφασιστικών επιτροπών/κινήσεων, των κινήσεων αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες/τριες κλπ.
Εάν κάτι έχει σημασία να υπενθυμίζουμε, είναι ότι η δολοφονία Φύσσα ήταν μια σχεδιασμένη και καθοδηγημένη πολιτική δολοφονία από τους νεοναζί εγκληματίες της Χρυσής Αυγής. Παρά την τρομακτική σιωπή των ΜΜΕ σε σχέση με τη συνεχιζόμενη δίκη, τα στοιχεία που έχουν προκύψει για τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας της Χρυσής Αυγής συνηγορούν με αποφασιστικό τρόπο στην άποψη που υποστηρίζει ότι είναι στην πραγματικότητα ένα συνδικάτο εγκλήματος με πολιτικό μανδύα, ή διαφορετικά ένα «πολιτικό» μόρφωμα του οποίου η «πολιτική» είναι στον πυρήνα της εγκληματική, αφού προκρίνει τη φυσική εξόντωση μεταναστών, κομουνιστών, συνδικαλιστών, ΑμΕΑ κλπ.
Η «επέτειος» από τη δική μας μεριά, αυτή του κινήματος και της Αριστεράς, δεν μπορεί να αφορά μονάχα ένα «τοπικό γεγονός», αλλά μια ευρύτερη πολιτική απάντηση στην ακροδεξιά, τους φασίστες και τους εθνικιστές, εμποδίζοντάς τους να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα, όπως έχουν προσπαθήσει το τελευταίο διάστημα με κέντρο το «Μακεδονικό» και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, αλλά και το προσφυγικό. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα αφήσουμε «πεδίον δόξης λαμπρό» στους φασίστες να δρουν ανενόχλητοι στις λαϊκές και εργατικές γειτονιές του Κερατσινίου και του Πειραιά. Σίγουρα όμως η έμφαση θα έπρεπε να είναι στη διοργάνωση μιας μεγάλης και ενωτικής αντιφασιστικής-αντικυβερνητικής διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας, που θα προσπαθεί να αναδεικνύει τις αιχμές του αγώνα ενάντια σε φασισμό και ρατσισμό, σε κόντρα με την κυβέρνηση και τις μνημονιακές πολιτικές που εκκόλαψαν γοργά το αυγό του φιδιού.
Η ανάγκη μιας ευρύτερης ριζοσπαστικής πολιτικής απάντησης έγκειται και στο γεγονός ότι οι μνημονιακές πολιτικές των τελευταίων οχτώ χρόνων –που θα συνεχιστούν παρά τις τυμπανοκρουσίες της κυβέρνησης Τσίπρα για έξοδο από τα μνημόνια– είναι εκείνες που δημιούργησαν και θα συνεχίσουν να δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ακροδεξιάς και φασιστικής δράσης. Είναι οι πολιτικές που εγκλωβίζουν πρόσφυγες σε στρατόπεδα, όταν δεν τους δολοφονούν στα ανοιχτά του Αιγαίου. Είναι οι πολιτικές που εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες ανεξαρτήτως χρώματος. Είναι οι πολιτικές που φλερτάρουν ανοιχτά με τον πόλεμο, «ενισχύοντας» τον εθνικισμό. Είναι, εν ολίγοις, οι πολιτικές που έχει εφαρμόσει πιστά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προσαρμοσμένη πλήρως στον μνημονιακό μονόδρομο.
Αυτό «βαραίνει» τις δυνάμεις της Αριστεράς και του αντιφαστικού κινήματος με δύο πολύ σημαντικές υποχρεώσεις. Η πρώτη αφορά το συνδυασμό του αγώνα ενάντια στον φασισμό με τον αγώνα ενάντια στο ρατσισμό, την κυβέρνηση και τις πολιτικές της. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει μια τάχα μου υποτίμηση του αντιφασιστικού αγώνα, αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει την πολιτικοποίηση και ενίσχυση της δυναμικής του, για να μπορεί ο αγώνας αυτός να έχει διάρκεια και προοπτική και να μην «εξαντλείται» στις αναγκαίες απαντήσεις, όταν οι φασίστες προκαλούν. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι τυχούσες αντιφασιστικές/αντιρατσιστικές κινήσεις που λειτουργούν ως προκάλυμμα για τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης και του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούν να είναι ευπρόσδεκτες. Μια τέτοια στάση αφενός αφήνει στο απυρόβλητο τις κυβερνητικές ευθύνες, λειτουργώντας ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Αφετέρου, αδυνατίζει τη δυναμική, το ριζοσπαστισμό και τις προοπτικές του κινήματος, από τη στιγμή που –είτε ηθελημένα, είτε ακούσια– συσκοτίζει τη σχέση της ασκούμενης πολιτικής με τον ρατσισμό και την ανάπτυξη της φασιστικής δράσης.
Η δεύτερη υποχρέωση αφορά την αναγκαία μαζική και ενωτική έκφραση του κινήματος –και στην προπαγάνδα και στο δρόμο– με τρόπο γνήσιο και ειλικρινή. Ειδικά σε μία συγκυρία κάμψης των αγώνων, η ενωτική δράση των δυνάμεων που στεκόμαστε αποφασιστικά απέναντι στο φασισμό, το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη μνημονιακή κυβερνητική πολιτική, είναι ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του κινήματος. Αυτή η ενωτική δράση δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να περιοριστεί στις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ή του ευρύτερου αντιφασιστικού/αντιρατσιστικού δυναμικού, αλλά θα πρέπει να μπορεί να συμπεριλάβει και εργατικές/συνδικαλιστικές συλλογικότητες, σωματεία και συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους, τοπικές συλλογικότητες κλπ. Οι εικόνες που έρχονται από διάφορα σημεία του πλανήτη όπου η ακροδεξιά ενισχύεται και ιδιαίτερα στην Αμερική του Τραμπ (δες άρθρο στη σελ. 17), μας δείχνουν ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να ηττηθούν οι φασίστες και στο δρόμο είναι η μαζική και ενωτική κινητοποίηση του αντιφασιστικού κινήματος.
Σε μία συγκυρία λοιπόν, που η ακροδεξιά και οι φασίστες διεθνώς ενισχύονται πολιτικά-εκλογικά, ενώ στην Ελλάδα προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το πεδίο που δημιουργεί η κυβέρνηση με τη ρατσιστική και φιλοπόλεμη πολιτική της, οι διαδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα (στις 15/9 στην Ομόνοια, αλλά και στο Κερατσίνι) οφείλουν να αποτελέσουν μία ισχυρή απάντηση από τη μεριά μας ενάντια στο φασισμό, στο ρατσισμό και τα μνημόνια, ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο.