Η προσπάθεια του Αλ. Τσίπρα και του επιτελείου του να δημαγωγήσουν περί μιας κάποιας «αριστερής στροφής» αποδεικνύει ότι διαισθάνονται ότι η βασική αιτία της επερχόμενης ήττας είναι οι απώλειές τους από τα αριστερά.
Και δικαίως: Οι μνημονιακές πολιτικές, που σταθερά και αταλάντευτα ακολούθησαν μετά το καλοκαίρι του 2015, είχαν ως αποτέλεσμα τη συμφιλίωση με τους «θεσμούς» των δανειστών και τις «οικογένειες» της ντόπιας κυρίαρχης τάξης –γεγονός που εξηγεί τη μακροημέρευση του Αλ. Τσίπρα στο Μαξίμου– αλλά επίσης την απογοήτευση, την αποστροφή, ακόμα και την οργή στις γραμμές των εργαζόμενων και των λαϊκών τάξεων –γεγονός που οδηγεί τον Αλ. Τσίπρα και την ομάδα των φιλόδοξων τακτικιστών γύρω του στην επικίνδυνη θέση της στυμμένης λεμονόκουπας.
Το επιτελείο Τσίπρα γνωρίζει ότι η αποφυγή μιας «στρατηγικής ήττας» –δηλαδή εκλογικών ποσοστών που θα τους στερούν πρωταγωνιστικό ρόλο και θα θέτουν αντικειμενικά ζήτημα ηγεσίας μέσα στις γραμμές του ό,τι απομείνει από τον ΣΥΡΙΖΑ– ταυτίζεται με τη συγκράτηση των διαρροών από τα αριστερά. Αυτή η εκτίμηση εξηγεί όλες τις τελευταίες κινήσεις τους.
Μόνο που «αριστερή στροφή» δεν γίνεται μέσα στη συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής, με την οποία ο Αλ. Τσίπρας έχει δεσμευτεί απολύτως και σαφώς. Γι’ αυτό οι κινήσεις του είναι σκέτα επικοινωνιακά τρικ, στερούνται από κάθε δυναμισμό και πειστικότητα, έχουν περιορισμένα ακροατήρια και δεν προκαλούν ενθουσιασμό και συσπείρωση ούτε μεταξύ των στελεχών της ΚΕ του κόμματός του. Πολύ περισσότερο όταν συνδυάζονται με πράξεις που ενισχύουν την εντύπωση ότι η δημαγωγία περί «αριστερού προσήμου» θα οδηγεί σε πρακτική ακόμα πιο δεξιάς διακυβέρνησης.
Το δίπολο με τις αλλαγές στο κόμμα και τον ανασχηματισμό στην κυβέρνηση είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η μετάθεση του Π. Σκουρλέτη στην ηγεσία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μηδενικά πολιτικά αποτελέσματα. Γιατί το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας νεκροζώντανος οργανισμός εδώ και πολύ καιρό. Οι οργανώσεις του φυτοζωούν, η παρέμβασή του μέσα στον κόσμο και μέσα στα κινήματα είναι απολύτως ασύμβατη με την υποστήριξη της κυβέρνησης και του μνημονίου, τα στελέχη του έχουν σε πρωτοφανή βαθμό απορροφηθεί στις κυβερνητικές και κρατικές θέσεις. Αυτή την παράλυση του κομματικού οργανισμού επέβαλε η ηγετική ομάδα Τσίπρα –που επιδίωξε συνειδητά να καταστεί ανεξέλεγκτη– και από αυτή την «κατάκτηση» δεν προτίθεται να μετακινηθεί. Γι’ αυτό άλλωστε ο Αλ. Τσίπρας εγκωμίασε προκλητικά τη θητεία του Π. Ρήγα, βάζοντας έτσι τα «όρια» στο νέο Γραμματέα της ΚΕ, γι’ αυτό (μαζί με τον Ν. Παππά και τον Γ. Μπαλάφα) υπογράμμισαν στην ΚΕ που «εξέλεξε» τον Σκουρλέτη ότι τα ανοίγματα και οι κομματικές πρωτοβουλίες οφείλουν να απευθύνονται κυρίως στους «άστεγους» σοσιαλδημοκράτες, δεξιούς και άλλους αστέρες της τοπικής αυτοδιοίκησης και της επιτυχημένης κοινωνικής ζωής, που θα μπορούν να κουβαλήσουν ψήφους. Μόνο που με τους καιροσκόπους παράγοντες ποτέ και πουθενά δεν έχτισε κάποιος κόμμα. Και ήταν εντυπωσιακό ότι σε αυτή την ΚΕ δεν υπήρξε ο παραμικρός αντίλογος από τα αριστερά, η παραμικρή φωνή διαμαρτυρίας, η στοιχειώδης πρόταση για άλλο δρόμο, παρότι είναι γνωστό ότι υπάρχουν πάνω από 53 χιλιάδες λόγοι για να αντιπαρατεθεί κανείς ανοιχτά πλέον με τον Τσίπρα, την πολιτική του και τα αποτελέσματα που αυτή οσονούπω θα καταγράψει για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αν όμως η μετάθεση Σκουρλέτη στο κόμμα δεν θα έχει αποτελέσματα για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ισχύει το ίδιο για τη σύνθεση της κυβέρνησης. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστές οι τελικές αποφάσεις Τσίπρα για τον ανασχηματισμό. Όμως τα δεδομένα είναι προφανή: ο Βούτσης είναι στο Προεδρείο της Βουλής, ο Φίλης «φαγώθηκε» λόγω της φωνής του Κυρίου, ο Σκουρλέτης θα κατοικοεδρεύει στην Κουμουνδούρου. Η παπανδρεϊκή παράδοση που λέει ότι «η κυβέρνηση είναι το παν – το κόμμα είναι το τίποτα» σπρώχνει τον Τσίπρα να εκκαθαρίζει το κυβερνητικό σχήμα από όποιον θα μπορούσε έστω και να ψελλίσει κάτι διαφορετικό, από όποιον θυμάται τι ήταν πριν το 2015, από όποιον συντηρεί έστω και ως προσχήματα αυτά που ο πρωθυπουργός θεωρεί ως «βαρίδια» που του θυμίζουν τα «αριστεροχώρια». Το αποτέλεσμα –για το οποίο έχουν μεγάλες ευθύνες και οι εναπομείναντες τάχα «ριζοσπάστες» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ– είναι η πρωτοφανής ενίσχυση της ομάδας του Τσίπρα μέσα στην κυβέρνηση. Με το ελεύθερο να διαλέξει συνεργάτες από το σωρό των σοσιαλφιλελεύθερων του παπανδρεϊσμού, των «εντίμων» της καραμανλικής Δεξιάς, των ποταμίσιων της αγοράς και της προόδου, οργανώνοντας ανεμπόδιστα την πορεία προς το Κέντρο. Στους σωματοφύλακες αυτής της πολιτικής θα ήταν χρήσιμο να θυμίσει κανείς την τελική τύχη του Μένιου Κουτσόγιωργα. Όσο για την κυβέρνηση, αυτή πλέον θα έχει ως «αριστερή πτέρυγα» τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, που έχει αναλάβει όλο το κόστος των μνημονιακών συμβιβασμών και έχει επιλέξει ως άμυνα το ανεκδιήγητο «όλοι μαζί τα κάναμε».
Αυτή η κυβέρνηση και αυτό το κόμμα δεν έχουν καμιά ελπίδα όχι απεγκλωβισμού, αλλά ούτε μετριοπαθούς αποστασιοποίησης από τη μνημονιακή πολιτική. Δεν έχουν καμιά ελπίδα να εμπνεύσουν ξανά ένα τμήμα της κοινωνικής βάσης στην οποία κάποτε στηρίχτηκαν. Γι’ αυτό βαδίζουν με ταχύτητα προς μια ατιμωτική και διαλυτική ήττα. Το καθήκον της αντίστασης σε αυτό που έρχεται, πέφτει στις πλάτες όσων αντιστέκονται σε αυτό που ήδη ζήσαμε στις άθλιες μέρες του μνημονίου 3.