Ανάγκη για ενωτικό, μαζικό, αντικυβερνητικό στίγμα
Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους νεοναζί, η Χρυσή Αυγή άρχισε να υποχωρεί, «μαζεύοντας» σταδιακά τα τάγματα εφόδου από το δρόμο. Ο Σεπτέμβρης του 2013 σηματοδότησε το μπλοκάρισμα της κλιμάκωσης της δράσης των νεοναζί, που μέχρι τότε είχε να «επιδείξει» έναν απολογισμό ολοένα συχνότερων τραμπουκισμών, δολοφονικών επιθέσεων σε μετανάστες, πρόσφυγες, συνδικαλιστές, ομοφυλόφιλους. Είχε επίσης προηγηθεί η δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα λίγους μήνες νωρίτερα.
Ανάγκη μαζικής αντιμετώπισης
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα έφερε στην επιφάνεια τον πραγματικά δολοφονικό-εγκληματικό χαρακτήρα της νεοναζιστικής οργάνωσης (κάτι που πλέον γίνεται ολοφάνερο και από την εξέλιξη της δίκης της), καταρρίπτοντας την επιχειρηματολογία των στελεχών της περί «πολιτικής δίωξης» και «σκευωρίας». Ένας αποφασιστικός παράγοντας για την υποχώρησή τους ήταν η μαζική και ενωτική απάντηση από την πλευρά του αντιφασιστικού κινήματος. Οι μαζικές ενωτικές κινητοποιήσεις από την πλευρά του κινήματος στη Νίκαια και στο κέντρο της Αθήνας έστειλαν ένα σαφές και αποφασιστικό μήνυμα ότι οι φασιστικές προκλήσεις δεν θα γίνουν ανεκτές. Το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, ειδικά την περίοδο 2014-2015, ήταν «συνέχεια» της ίδιας δυναμικής.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι καμία φασιστική πρόκληση δεν έμεινε αναπάντητη και μάλιστα με μαζική κινητοποίηση οργανώσεων και φορέων. Τέτοιου χαρακτήρα ήταν και οι περισσότερες από τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο για τη μαζικότητα καθαυτή, αλλά και για τις πολιτικές αιχμές της αντιφασιστικής πάλης: Θέλουμε να τσακίσουμε τους φασίστες, την ίδια στιγμή που θέλουμε να τσακίσουμε τις ρατσιστικές κυβερνητικές πολιτικές και τη μνημονιακή λιτότητα που δημιούργησε –και δημιουργεί– το εύφορο έδαφος για τους νεοναζί.
Αυτή η πολιτική σύνδεση είναι απαραίτητο στοιχείο για την αποτελεσματικότητα του κινήματος, μη αφήνοντας ζωτικό χώρο στους νεοναζί, αφού μπορεί να κινητοποιήσει εν δυνάμει πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα. Αυτό είναι και το μήνυμα που έρχεται από άλλα σημεία του κόσμου, με πιο εμβληματικό παράδειγμα τις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ ή τη μεγαλειώδη αντιφασιστική-αντιρατσιστική κινητοποίηση στη Σαξονία της Γερμανίας την προηγούμενη εβδομάδα.
Καταστροφικός ο κατακερματισμός των δυνάμεών μας
Δυστυχώς, με αφορμή τις φετινές εκδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας του Π.Φύσσα, οι δυνάμεις του αντιφασιστικού κινήματος μοιάζουν πιο διχασμένες από ποτέ. Η συζήτηση το προηγούμενο διάστημα κυριαρχήθηκε από μικροηγεμονισμούς και αντιπαραθέσεις μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της αντιφασιστικής πάλης.
Από τη μια υπάρχει η κινητοποίηση-συναυλία της ΚΕΕΡΦΑ στις 15 Σεπτέμβρη, η οποία ορθώς καλείται στο κέντρο της Αθήνας, σε μία προσπάθεια ανάδειξης της κεντρικότητας του ζητήματος. Όμως σε αυτή την κινητοποίηση επαναλήφθηκαν λάθη προηγούμενων: προειλημμένες αποφάσεις της ΚΕΕΡΦΑ τις οποίες όλοι οι άλλοι καλούνταν να αποδεχθούν, αντί μιας τακτικής ειλικρινούς συνδιοργάνωσης, μονομερής επιμονή σε μια τακτική επιλογή της ΚΕΕΡΦΑ για σύμπλευση με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για τις ευκαιρίες που αυτή δημιουργεί στον «κεντρικό»-κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ κ.ά.
Από την άλλη υπάρχει η κινητοποίηση του Αντιφασιστικού Συντονισμού Αθήνας-Πειραιά στις 18 Σεπτέμβρη στο Κερατσίνι (και η συναυλία στις 15 Σεπτέμβρη στη Δραπετσώνα), η οποία αναδεικνύει μονάχα την τοπική «διάσταση» και την αναγκαιότητα να μην ξαναβγούν στις γειτονιές του Πειραιά οι δολοφόνοι του Φύσσα. Ταυτόχρονα, σε όλη την «προπαρασκευαστική» περίοδο, οι δυνάμεις αυτές δεν απέφυγαν τους πειρασμούς των αποκλεισμών π.χ. απέναντι στην ΚΕΕΡΦΑ και άλλες δυνάμεις. Αυτή η πρακτική που σποραδικά επιχειρήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ και Pride Θεσσαλονίκης απέναντι σε δυνάμεις της ΛΑΕ…) είναι απαράδεκτη και δεν θα πρέπει να γίνει ανεκτή η γενίκευσή της μέσα στα κινήματα.
Παρότι όλοι μιλούν για την αναγκαιότητα ενωτικών και μαζικών κινητοποιήσεων, η πρακτική των αποκλεισμών και των «εκλεκτικών συγγενειών» μέσα στο κίνημα αναδεικνύει μία λογική που δεν έχει να προσφέρει τίποτα προωθητικό. Ακόμα και δυνάμεις που είχαν παράδοση ενάντια σε τέτοιες λογικές, όπως η Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό», δεν πήραν καμία πρωτοβουλία για να αντιστραφεί το κλίμα, ανεχόμενες –δια της σιωπής– αυτές τις πρακτικές που αποδυναμώνουν εντέλει το αντιφασιστικό κίνημα.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή φτάσαμε στο παρά πέντε των κινητοποιήσεων για την επέτειο της δολοφονίας του Π.Φύσσα με όχι τους καλύτερους όρους. Σε κάθε περίπτωση η μαζικότητά τους πρέπει να ενισχυθεί, αλλά επίσης πρέπει να κρατηθεί το συμπέρασμα: Τα καθήκοντα της απάντησης στους νεοναζί και στην ακροδεξιά χρειάζονται πολιτική γραμμή σύνδεσης με την αντίσταση στη λιτότητα, στον ιμπεριαλισμό και στον πόλεμο, αλλά χρειάζονται και μεγαλύτερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα στις οργανωτικές επιλογές. Γιατί η διάσπαση των δυνάμεων, η δημιουργία κριτηρίων αποκλεισμού, οδηγούν σε πολύ πιο αδύναμη βάση κινητοποίησης.