Οι θυελλώδεις αντιδικίες που συνόδευσαν την απόρριψη της ΕΕ απέναντι στην εκδοχή ενός μεσοβέζικου Brexit που πρότεινε η Τερέζα Μέι, το περιβόητο «σχέδιο του Τσέκερς», ήταν αποκαλυπτικές της κατάστασης πνευμάτων γύρω από τη διαπραγμάτευση, μερικούς μήνες πριν από την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι γνωστή από καιρό και διακηρυγμένη η πρόθεση των Βρυξελλών να «μην κάνει τη ζωή εύκολη» για το Λονδίνο, καθώς αυτό θα «βγαίνει από το μαντρί». Αυτό δυσχεραίνει τρομερά τις προσπάθειες της Τερέζα Μέι να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που θα ικανοποιεί και θα καθησυχάζει το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο. Τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, ακόμα κι αν είχε πίσω της ένα «μπετοναρισμένο μέτωπο». Μόνο που δεν διαθέτει ούτε αυτό. Όχι στη χώρα, αλλά ούτε καν στο ίδιο της το κόμμα, που σπαράσσεται από τη διαμάχη μεταξύ σκληρών ευρωσπεπτικιστών και ευρωπαϊστών.
Η κρίση των Τόρηδων
Αυτή η διαμάχη υπήρχε ιστορικά στους κόλπους της βρετανικής Δεξιάς. Παροξύνθηκε στο δημοψήφισμα, όπου το κόμμα διχάστηκε δημόσια. Η δέσμευση για εφαρμογή του Brexit επαναπάτρισε στις τελευταίες εκλογές το ευρωσκεπτικιστό τμήμα της κοινωνικής βάσης των Τόρηδων που είχε μετακινηθεί προς το UKIP τα προηγούμενα χρόνια. Αυτός ο επαναπατρισμός ενίσχυσε τη θέση της ακροδεξιάς-εθνικιστικής πτέρυγας, με ηγέτη τον Μπόρις Τζόνσον, η οποία καταγγέλλει κάθε εκδοχή «ήπιου» Brexit ως «προδοσία». Μετά τη δημοσίευση του «σχεδίου του Τσέκερς», τα στελέχη αυτού του ρεύματος εγκατέλειψαν την κυβέρνηση και έχουν κλιμακώσει το εσωκομματικό αντάρτικο.
Το πρόσφατο συνέδριο των Συντηρητικών στο Μπέρμιγχαμ επιβεβαίωσε την εικόνα. Η άδεια αίθουσα -με εξαίρεση τις ομιλίες της Μέι και του Τζόνσον- αντικατόπτριζε ένα κόμμα σε αποσυσπείρωση. Την ίδια ώρα, υπήρχε και πλήθος και πάθος στις «παράλληλες» συνεδριάσεις κι εκδηλώσεις γύρω από το Brexit, όπου ακονίζονταν τα εσωκομματικά μαχαίρια.
Η συζήτηση περί πιθανής απόσυρσης της εμπιστοσύνης στη Μέι δεν κόπασε τις μέρες μετά το συνέδριο. Ο φόβος της εκλογικής ήττας, η έλλειψη εναλλακτικής ηγεσίας με έρεισμα και στιβαρό σχέδιο, έχουν επιτρέψει στην ηγεσία της Μέι να συνεχίζει. Μπορεί με αυτούς τους παράγοντες ακόμα και να ολοκληρώσει τη θητεία της. Αλλά είναι εύστοχος ο χαρακτηρισμός «κυβέρνηση-ζόμπι».
Η Μέι καλείται να συμβιβάσει τις επιθυμίες του βρετανικού κεφαλαίου, που επιδιώκει να διατηρήσει τα οφέλη της «Κοινής Αγοράς», τις διαθέσεις της ρατσιστικής-εθνικιστικής κοινωνικής βάσης της Δεξιάς που εξεγείρεται ενάντια στους περιορισμούς που την συνοδεύουν, και τις προθέσεις των Ευρωπαίων «εταίρων» που δεν είναι προφανώς καθόλου πρόθυμοι και να παραχωρήσουν οφέλη και να άρουν περιορισμούς ταυτόχρονα. Το αποτέλεσμα είναι η εικόνα «χάους», που έχει φέρει στο προσκήνιο (είτε ως μπαμπούλα, είτε ως πιθανότητα όσο περνά ο καιρός) το ενδεχόμενο για «βίαιο» Brexit, χωρίς καμιά συμφωνία.
Οι Εργατικοί
Μερικές μέρες πριν από το συνέδριο των Συντηρητικών στο Μπέρμιγχαμ, εξελισσόταν το συνέδριο των Εργατικών στο Λίβερπουλ. Ο αστικός Τύπος υποχρεώθηκε να επισημάνει τις διαφορές ανάμεσα στα δύο συνέδρια. Υπήρξαν διαμάχες, απασχόλησε κι εκεί το Brexit, αλλά όλα αυτά έγιναν σε διαρκώς γεμάτη αίθουσα, με τις παρεμβάσεις «απλών» συνέδρων να δίνουν τον τόνο -κι όχι η παρέλαση βουλευτών-, η αντιπαράθεση ήταν πιο συγκροτημένη και ο Κόρμπιν εμφανίστηκε πολύ πιο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κόμματός του από ό,τι η Μέι (ένα κατόρθωμα της Μέι, αν σκεφτεί κανείς τη διαρκή ανταρσία της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών από την πρώτη στιγμή της εσωκομματικής νίκης του Κόρμπιν).
Η αντιπαραβολή των δύο συνεδρίων επιβεβαίωσε μια γενική αίσθηση ότι οι Τόρηδες είναι σε κρίση κι οι Εργατικοί «έρχονται».
Όμως σε αυτό ακριβώς το τοπίο κρύβονται μια σειρά κίνδυνοι. Καθώς το Εργατικό Κόμμα προσεγγίζει την κυβερνητική εξουσία, εμφανίζονται όλα τα προβλήματα.
Οι Εργατικοί έφτασαν σε αυτό το συνέδριο, μετά από μήνες άγριας εσωκομματικής αναταραχής, με την ενορχηστρωμένη επίθεση για «αντισημιτισμό» να βρίσκει πρόθυμους συνεργάτες μέσα στο κόμμα, με στόχο να πλήξουν την αριστερή του πτέρυγα (που είναι φιλο-παλαιστινιακή). Αυτή η διαμάχη έληξε με ήττα. Η ηγεσία των Εργατικών υπέκυψε στις πιέσεις κι αποδέχθηκε έναν ορισμό του «αντισημιτισμού» που στην ουσία στιγματίζει κάθε κριτική στις ρατσιστικές πολιτικές του Ισραήλ, ενάντια στην πρόταση του ίδιου του Κόρμπιν. Στο συνέδριο φάνηκε ότι οι διαθέσεις της βάσης είναι διαφορετικές, με την έγκριση απόφασης υπέρ της διακοπής στρατιωτικών δεσμών με το Ισραήλ και τις παλαιστινιακές σημαίες να κατακλύζουν την αίθουσα την ώρα της συζήτησης, αλλά αυτό δεν αντιστρέφει τη ζημιά που έγινε.
Ήταν η δεύτερη «εμβληματική» υποχώρηση, μετά την εγκατάλειψη της πρότασης για άμεση κατάργηση των πυρηνικών της Βρετανίας. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό σημείο. Η δεξιά επίθεση βρίσκει πρόθυμους συμπαραστάτες και μέσα στη βάση στήριξης του Κόρμπιν: κυρίως στις ηγεσίες των συνδικάτων αλλά και σε τμήμα της «αριστερής» πτέρυγας του κόμματος όπου επικρατεί μια λογική υποχωρήσεων για να «κλείσει το ζήτημα» ή «να κρατηθεί ενωμένο το κόμμα».
Διαμάχη
Κάτι αντίστοιχο εξελίσσεται και στη διαμάχη γύρω από το Brexit. Έχει προκύψει μια καμπάνια για νέο δημοψήφισμα, που ενώ ισχυρίζεται ότι «ο λαός δικαιούται να αποφανθεί και για την τελική μορφή της συμφωνίας που θα του φέρουν», στην ουσία ενορχηστρώνεται από τους πλέον φιλο-καπιταλιστικούς, μπλερικούς κύκλους που θέλουν να ανατρέψουν το αποτέλεσμα του 2016. Η ιδέα της «νέας λαϊκής ψήφου» έχει βρει στήριξη σε αρκετά συνδικάτα, αλλά και σε αριστερούς-αντιρατσιστές κ.λπ. Κάποιοι συνδικαλιστές σκέφτονται απλώς με όρους ταξικής συνεργασίας και ενός κάποιου κοινού καλού για την «εθνική οικονομία». Κάποιοι πιο έντιμοι, εξακολουθούν να καθορίζονται από την αίσθηση/αυταπάτη που κυριάρχησε επί Θάτσερ στη Βρετανία, ότι η ΕΕ προστατεύει στοιχειώδεις κατακτήσεις απέναντι στον «άγριο αγγλοσαξονικό νεοφιλελευθερισμό». Στα αριστερά, αρκετοί έχουν την αυταπάτη ότι η υπεράσπιση της παραμονής στην ΕΕ αποτελεί αντι-εθνικιστική αντιρατσιστική απάντηση στην εθνικιστική Δεξιά και σε ένα «κακό» Brexit. Όμως στην ηγεσία της καμπάνιας βρίσκεται σύσσωμος ο «μπλερισμός» με αστικές πλάτες που δεν καθορίζονται από τέτοιες ευαισθησίες.
Ο Κόρμπιν και το συνέδριο απέφυγαν καταρχήν την παγίδα. Η κατεύθυνση που υιοθετήθηκε, είναι η διεκδίκηση εθνικών εκλογών για να αναλάβει μια κυβέρνηση Εργατικών το χειρισμό του Brexit και όχι ένα νέο δημοψήφισμα ανατροπής της λαϊκής ψήφου του 2016. Ωστόσο η ίδια η στάση απέναντι στο Brexit παραμένει θολή. Το σύνθημα τμήματος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς «Ναι στην ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων – Όχι στην Κοινή Αγορά» που επιχειρεί να αντιπαρατεθεί και με τον ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό και με τον νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊσμό παραμένει μειοψηφικό, καθώς στη δημόσια συζήτηση επικρατεί ένα κλίμα όπου τα δύο γίνονται αντιληπτά ως «πακέτο». Ένα νέο δημοψήφισμα, θα αναζωογονήσει το ρήγμα που εμφανίστηκε και το 2016 μέσα στο εργατικό-αριστερό στρατόπεδο: Αξίζει να θυμόμαστε ότι και το Brexit δεν ήταν συλλήβδην ακροδεξιό, αλλά και ότι σοβαρό τμήμα της κοινωνικής βάσης του Bremain δεν ήταν (ταξικά-πολιτικά-ιδεολογικά) ένα βρετανικό αντίστοιχο του ελληνικού «Μένουμε Ευρώπη». Αυτός ο διχασμός υποχώρησε όταν η εκλογική επιτυχία του Κόρμπιν επανέφερε στο επίκεντρο της συζήτησης την αντιλιτότητα. Τόσο που η Μέι στο Μπέρμιγχαμ υποχρεώθηκε να υποσχεθεί και αυτή το τέλος της λιτότητας, «μετά το Brexit». Με φρασεολογία που θυμίζει… μεταμνημόνιο Τσίπρα (χωρίς να «αντιστρέφουμε τις κατακτήσεις τις τελευταίας δεκαετίας», χωρίς «επιστροφή στο παρελθόν», με τα προαποφασισμένα μέτρα να παραμένουν στη θέση τους, αλλά με μια κάποια θολή ελπίδα για «άλλο μίγμα πολιτικής όταν θα μπορούμε»). Σε αυτό το μέτωπο, το συνέδριο των Εργατικών επιβεβαίωσε έναν προσανατολισμό αριστερού μεταρρυθμισμού που κάποτε θα δεχόταν δίκαιες κριτικές για τα όριά του (εθνικοποιήσεις, τμήμα των κερδών των μετοχών στους εργαζόμενους, εργατική εκπροσώπηση στις λήψεις αποφάσεων των επιχειρήσεων), αλλά που στις μέρες μας φαντάζει πολύ ριζοσπαστικός.
Νηνεμία
Το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στην κινηματική νηνεμία (που καλλιεργεί το κλίμα «αναμονής για την εκλογική νίκη»), την αδυναμία της ανεξάρτητης από τους Εργατικούς Αριστεράς και την ανοργανωσιά της λεγόμενης «αριστερής πτέρυγας» στο Εργατικό Κόμμα που παραμένει περισσότερο «ρεύμα ακτιβιστών» κι όχι συγκροτημένη πολιτική δύναμη, ικανή για πρωτοβουλίες απέναντι στην πανίσχυρη δεξιά του κόμματος (που ελέγχει την κοινοβουλευτική ομάδα π.χ.), ή απέναντι στις θεσμικές πιέσεις που θα αυξηθούν κατακόρυφα.
Από την ανασύνταξη αυτών των μετώπων θα κριθεί και η προσπάθεια να αποκτήσει «ταξικό περιεχόμενο» το Brexit.
Γιατί από μόνο του, το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ αποδεικνύεται πιο σύνθετο ως προς το περιεχόμενό του.
Αφενός, ο «ευρωπαϊσμός» της μπλερικής πτέρυγας και η δυνατότητα των Εργατικών να διαχειριστούν το Brexit καλύτερα από την σπαραγμένη από την εσωτερική κρίση Δεξιά είναι ένας από τους λόγους που ξαφνικά τμήματα της αστικής τάξης αντιμετωπίζουν τον Κόρμπιν ως πιθανό επόμενο πρωθυπουργό και ρίχνουν (επικίνδυνες) «γέφυρες» συνεννόησης.
Αφετέρου, η JP Morgan, με τη γνωστή ωμή ειλικρίνεια των «επενδυτών», ανακοίνωνε δημόσια στις εκτιμήσεις της ότι μια πιθανή υλοποίηση του προγράμματος των Εργατικών («οι εγχώριες πολιτικές αλλαγές κατεύθυνσης») είναι «μεγαλύτερη απειλή για τις επιχειρήσεις από το χειρότερο Brexit»…