Η Ελλάδα, αναπόσπαστο τμήμα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ
Σ ύμφωνα με τα ελληνικά ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένης της «Αυγής», «την επισήμανση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να κάνει πίσω αναφορικά με ειλημμένες αποφάσεις στο μεταναστευτικό», έκανε ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της παρέμβασής του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναφερόμενος στο θέμα της αναθεώρησης της Συνθήκης του Δουβλίνου, για την οποία είχε αποφασιστεί να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2018 και τώρα μετατίθεται στο «ταχύτερο δυνατό».
Ανεξάρτητα από την απόκρυψη από τον πρωθυπουργό του γεγονότος ότι ο ίδιος έχει υπονομεύσει εκ των προτέρων κάθε πιθανότητα θετικής αναθεώρησης του απαράδεκτου Κανονισμού του Δουβλίνου, έχοντας αποδεχτεί εδώ και μήνες την επιστροφή προσφύγων από τη Γερμανία στην Ελλάδα, το κύριο στοιχείο αυτής της παρέμβασης είναι η απουσία οποιασδήποτε συνολικής καταγγελίας στην ακολουθούμενη αντιπροσφυγική πολιτική της ΕΕ και η προσήλωση του Αλ. Τσίπρα στην εφαρμογή των «ειλημμένων αποφάσεων».
Για μια ακόμη φορά, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο -ως βασική διάκριση με τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές που ακολούθησαν οι προκάτοχες του κυβερνήσεις- ο Έλληνας πρωθυπουργός έκανε επίδειξη υποκριτικής «ανθρωπιστικής» ρητορικής. Άλλωστε τον Οκτώβρη του 2017, σε ένα προηγούμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Αλέξης Τσίπρας, αποσαφηνίζοντας τότε τις προθέσεις του, είχε καταθέσει στα σημεία 2, 3 και 4 των προτάσεων που είχε υποβάλει, τα αιτήματα για: α) Έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών προσφύγων σε χώρες προέλευσης ή διέλευσης. β) Ένα μηχανισμό χρηματοδότησης για πρόσφυγες στο έδαφος της Τουρκίας και εξέταση των δυνατοτήτων ενίσχυσής του. γ) Την εφαρμογή της Συμφωνίας «επανεισδοχής» που έχει υπογράψει η Τουρκία.
Ας δούμε, όμως, ποιες είναι οι από κοινού «ειλημμένες αποφάσεις» των Ευρωπαίων ηγετών και ποιες αβίωτες συνθήκες έχουν διαμορφώσει για τους πρόσφυγες:
Κύριος άξονας των πολιτικών της ΕΕ είναι η αποτροπή της εισόδου των προσφύγων στο ευρωπαϊκό έδαφος και η διατήρησή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτός Ευρώπης. Στη Δυτική Μεσόγειο, η συμφωνία της ΕΕ για την επαναπροώθηση των προσφύγων και μεταναστών στη Λιβύη έχει μετατρέψει τη χώρα σε πραγματική επίγεια κόλαση για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που υφίστανται τα πιο φρικιαστικά βασανιστήρια και πουλιούνται ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα των ντόπιων «πολέμαρχων», με συνευθύνη της ΕΕ και των κυβερνήσεών της, ιδίως της Ιταλίας. Μόνο μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες του 2018 οι πνιγμοί των ανθρώπων που προσπάθησαν να διαφύγουν ξεπέρασαν τους 600, σύμφωνα με τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα». Πρόσφατα, επιβλήθηκε η αναστολή της δραστηριότητας και του τελευταίου από τα πλοία διάσωσης προσφύγων από οργανώσεις εθελοντών, καθώς τα πληρώματά τους κατηγορούνταν συστηματικά ως δήθεν «διακινητές».
Αντίστοιχα, στο Αιγαίο, η ελληνική κυβέρνηση δεν παύει να επαναλαμβάνει διαρκώς την «απαίτηση» εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ–Τουρκίας, στη σύναψη της οποίας είχε πρωτοστατήσει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Η συμφωνία αυτή όχι μόνο έχει εγκλωβίσει σε συνθήκες εξαθλίωσης χιλιάδες πρόσφυγες στα νησιά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Μόριας, αλλά και έχει οδηγήσει σε δεκάδες προσφυγικά ναυάγια και σε εκατοντάδες θύματα στα θαλάσσια και στα χερσαία σύνορα, καθώς οι πρόσφυγες υποχρεώνονται να επιλέγουν όλο και πιο επικίνδυνες διαδρομές στην προσπάθεια διαφυγής τους προς την Ευρώπη. Ιδίως σε μία χρονική στιγμή που η επιβίωσή τους καθίσταται όλο και πιο επισφαλής, αφενός λόγω των απελάσεων που πραγματοποιούνται συχνά από το ακραία αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν και αφετέρου λόγω της διατήρησής τους σε συνοριακά προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με κάκιστες συνθήκες διαβίωσης και αδυναμία εύρεσης εργασίας, πολύ κοντά στα μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων της περιοχής.
Οι παράνομες επαναπροωθήσεις στον Έβρο και η ανάπτυξη πολεμικών πλοίων του ΝΑΤΟ και της FRONTEX για την αποτροπή των προσφυγικών εισροών από κοινού με το ελληνικό Λιμενικό, έρχεται, άλλωστε, σε πλήρη αντίθεση με τη ρητορική Τσίπρα για ασφαλείς δρόμους διέλευσης. Το συχνό επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής ότι προσπαθεί έτσι να καταπολεμήσει το trafficking είναι γελοιωδώς οξύμωρο, καθώς η μετατροπή της χώρας μας σε ανάχωμα της πορείας των προσφύγων προς την Ευρώπη είναι ακριβώς το στοιχείο που ενισχύει την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, τις συνθήκες εξαθλίωσης και τους μαζικούς πνιγμούς.
Η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην ανάγκη της ευρωπαϊκής «αλληλεγγύης» για τον καταμερισμό των προσφύγων στην Ευρώπη και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας, αποτελεί μία ακόμα προσπάθεια εξωραϊσμού της αντιμεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ, με δεδομένο ότι ο μηχανισμός αυτός, στην ίδια τη συστατική του πράξη, προβλέπει τη «συνέπεια» με τους στόχους που έχουν τεθεί από τις κυβερνήσεις της ΕΕ: μιας ΕΕ που δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά κινείται όλο και πιο ρατσιστικά, όλο και πιο ακροδεξιά, υψώνοντας φραγμούς και καταστρατηγώντας όχι μόνο τα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών, αλλά και χρησιμοποιώντας την ισλαμοφοβία ως πρόσχημα για την επιβολή μέτρων καταστολής για το σύνολο των πολιτών που αγωνίζονται ενάντια στη σκλήρυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Εξάλλου, και η αναζήτηση «λύσης» στο Προσφυγικό διαμέσου των πρόσφατων επαφών της ελληνικής με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, σηματοδοτεί όχι μόνο τη σύσφιξη της λυκοφιλίας Ελλάδας – Αιγύπτου και Ισραήλ, αλλά και μια αναζήτηση λύσης στο πρότυπο της Λιβύης, με τη διατήρηση των προσφύγων εκτός Ευρώπης.
Στον αντίποδα αυτών των αντιπροσφυγικών πολιτικών, η πρόταση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να ακολουθεί το παράδειγμα της πρόσφατης διαδήλωσης χιλιάδων ανθρώπων και στην Ιταλία, που φορώντας κι αυτοί κίτρινα γιλέκα, διαδήλωσαν αυτές τις μέρες κατά των αντιμεταναστευτικών πολιτικών της κυβέρνησης Σαλβίνι. Για να κλείσουν παντού οι «Μόριες». Για τα ανοιχτά σύνορα για τους πρόσφυγες προς τις χώρες όπου επιθυμούν να ζήσουν, για τον τερματισμό του κοινωνικού αποκλεισμού των προσφύγων και των μεταναστών, για την ισότιμη κοινωνική ένταξή τους σε όλες τις χώρες υποδοχής τους, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας. Για το κλείσιμο των hot spots και των κέντρων κράτησης, για τον τερματισμό των απελάσεων και των «επαναπροωθήσεων».