Διασπάσεις σε όλα τα στρατόπεδα
Ο βρετανικός καπιταλισμός εξακολουθεί να βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση προσανατολισμού και τακτικής καθώς πλησιάζει το ορόσημο της 29 Μαρτίου δηλ. της ημερομηνίας που έχει συμφωνηθεί με την ΕΕ ότι θα υλοποιηθεί η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν μέχρι τότε δεν έχει υπάρξει συμφωνία για τον τρόπο του «διαζυγίου» αλλά και για το μέλλον των σχέσεων Λονδίνου και Βρυξελών (π.χ. θα υπάρχει κάποιας μορφής τελωνειακή ένωση ή όχι;), τότε θα μιλάμε για «ανώμαλη» έξοδο, δηλ. για συνθήκες απροσδιόριστες τόσο για το βρετανικό καπιταλισμό όσο όμως και για την Ευρώπη, λόγω των οικονομικών και πολιτικών επιπλοκών.
Η ίδια η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ήλπιζε έως τα μέσα Γενάρη ότι θα πετύχει μια συμφωνία που θα είναι προς το συμφέρον των Βρετανών καπιταλιστών, παραμένοντας κατά κάποιο τρόπο συνδεδεμένη με το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ και τους νεοφιλελεύθερους κανόνες. Και πράγματι η άρχουσα τάξη θα ήταν ικανοποιημένη από τη συμφωνία που τελικά πέτυχε η Μέι.
Ωστόσο όταν παρουσίασε αυτή τη συμφωνία στο Κοινοβούλιο στις 15 Γενάρη, η Βρετανίδα πρωθυπουργός υπέστη μια ταπεινωτική ήττα: η συμφωνία απορρίφθηκε συντριπτικά από τους βουλευτές, ακόμα και του δικού της κόμματος (εναντίον ψήφισαν όλοι οι βουλευτές του Εργατικού Κόμματος, του σκοτσέζικου SNP, των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, καθώς και 118 βουλευτές των Τόρις εκτοξεύοντας τη διαφορά μεταξύ των «όχι» και των «ναι» στις 230 ψήφους). Άλλοι αναλυτές μιλούσαν για την πιο βαριά ήττα πρωθυπουργού εδώ και 50 χρόνια κι άλλοι για ακόμη βαρύτερη αφού ανέτρεχαν στον μακρινό 1925 για να βρουν κάτι αντίστοιχο.
Αντίφαση
Έχουμε τονίσει και παλιότερα από την «ΕΑ» ότι ο βρετανικός αστισμός βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στις προτάσεις της κάθε μορφής δεξιάς εκπροσώπησής του, δηλ. των Τόρις και των ακροδεξιών κομμάτων, από τη μια, και των συμφερόντων του από την άλλη: κανένα ορατό τμήμα της βρετανικής άρχουσας τάξης δεν είναι υπέρ του Brexit, ωστόσο το παραδοσιακό της κόμμα βρίσκεται στην κατάσταση να πρέπει να διαχειριστεί αυτή τη διαδικασία, και μάλιστα με όλο τον σκληροπυρηνικό κορμό του να βρίσκει πολύ «ενδοτική» την Τ. Μέι στις διαπραγματεύσεις της με τους Ευρωπαίους. Βέβαια η Βρετανία δεν είναι μόνη σε αυτό: αντίστοιχα «προβλήματα» έχει και η αμερικανική άρχουσα τάξη υπό την κυβέρνηση Τραμπ, αλλά η ισχύς της χώρας μειώνει την ένταση της διάστασης. Σε κάθε περίπτωση τα καπιταλιστικά οικονομικά αδιέξοδα έχουν οδηγήσει σε μία κατάσταση σε όλο τον κόσμο όπου ανέρχονται δεξιές αστικές προτάσεις υπό τη σημαία του ρατσισμού (για να υπάρχει αποδιοπομπαίος τράγος για τις μάζες) σε συνδυασμό με έναν έντονο και αντιδραστικό προστατευτισμό που συνεπικουρείται από πολέμους δασμών.
Βέβαια οι δεξιοί ευρωσκεπτικιστές, όπως κομψά ονομάζονται οι αντιδραστικοί Τόρις, παρότι έδωσαν με την ψήφο τους γερή σφαλιάρα στην Μέι στις 15/1, μία μέρα μετά στήριξαν την πρωθυπουργό τους (325 υπέρ -306 κατά) όταν οι Εργατικοί του Κόρμπιν κατέθεσαν πρόταση μομφής (ακόμη κι έτσι όμως η Μέι δεν θα τα είχε καταφέρει χωρίς την υποστήριξη του υπεραντιδραστικού DUP από τη Β. Ιρλανδία και την ομάδα των βουλευτών υπό την επωνυμία «Ομάδα Ευρωπαϊκών Ερευνών»). Παρά το αποτέλεσμα, η αδυναμία διακυβέρνησης είναι πασιφανής. Αντί για τον όρο «κυβέρνηση-κουρελού» ο Κόρμπιν στη Βρετανία μιλά για «κυβέρνηση-ζόμπι», ζητώντας την άμεση παραίτηση της Μέι.
Προοπτικές
Το Brexit χωρίς συμφωνία είναι μια εξέλιξη που δεν αποκλείει καθόλου η βρετανική κυβέρνηση γι’ αυτό και το υπ. Οικονομικών έχει ήδη δαπανήσει 4 δισ. προετοιμαζόμενο για μια τέτοια εξέλιξη, δηλ. για plan b. Αλλά πολλοί αναλυτές προβλέπουν και επέκταση της προθεσμίας για ενεργοποίηση του Άρθρου 50. Το άρθρο αυτό της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι αυτό το οποίο ενεργοποιεί την αποχώρηση ενός κράτους-μέλους από την ΕΕ εντός δύο ετών. Το βρετανικό κοινοβούλιο υπερψήφισε την ενσωμάτωση του άρθρου στη βρετανική νομοθεσία τον Μάρτιο του 2017, θέτοντας αυτομάτως ως ημερομηνία εξόδου το τέλος Μαρτίου του 2019.
Κάποιοι από τα ηγετικά στελέχη των Τόρις (μαζί και η Μέι) λένε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δοθεί παράταση όσον αφορά την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 κι άλλα στελέχη, όπως ο υπ. Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, λένε ότι το εξετάζουν. Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει γνωμοδοτήσει ότι η βρετανική κυβέρνηση έχει τέτοιο δικαίωμα παράτασης.
Υπάρχουν κι άλλες προτάσεις για ένα ελεγχόμενο Brexit, π.χ το μοντέλο σύνδεσης που έχει η Νορβηγία με την ΕΕ.
Από την πλευρά της η ΕΕ λογικά θέλει να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στη Βρετανία για να αποθαρρύνει μελλοντικές απόπειρες άλλων χωρών για αποχώρηση.
Ωστόσο η ΕΕ δεν είναι απολύτως συντεταγμένη όσον αφορά την αντιμετώπιση της Βρετανίας. Τα γραφειοκρατικά κοράκια των Βρυξελλών όπως ο Τουσκ προειδοποιούν τους Βρετανούς ότι «ο χρόνος τελειώνει», ωστόσο άλλοι είναι πιο μαλακοί. Ακόμη και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας σημείωσε ότι η ΕΕ θα εξετάσει προσεκτικά τυχόν «νέες ιδέες τις οποίες θα παρουσιάσει η Βρετανία». Από την πλευρά του ο επίσης Γερμανός υπουργός (Ευρωπαϊκών Υποθέσεων) Μίχαελ Ροτ είπε τρυφερά πως «η πόρτα προς την ΕΕ παραμένει πάντα ανοικτή – ίσως να το ξανασκεφτείτε», διευκρινίζοντας ότι αυτό σημαίνει πως προτείνει δεύτερο δημοψήφισμα.
Σε κάθε περίπτωση η ΕΕ είναι ο ισχυρός παράγοντας στη διαπραγμάτευση: οι οικονομίες των 27 συνολικά έχουν εξαπλάσιο μέγεθος από τη βρετανική οικονομία. Παρά αυτή την ασυμμετρία ωστόσο, η Βρετανία παραμένει η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και βάση του πιο σημαντικού διεθνούς χρηματιστικού κέντρου, γι’ αυτό και αποτελεί απειλή για καθεμιά από τις 27 χώρες της ΕΕ. Π.χ. η Γαλλία, την ίδια ώρα που επιζητεί να επωφεληθεί από το Brexit ελπίζοντας σε μετεγκατάσταση χρηματιστικών κεφαλαίων από το Λονδίνο στο Παρίσι, παίρνει πολύ στα σοβαρά τις απροκάλυπτες απειλές της Μέι και του Χάμοντ να μετατρέψουν τη Βρετανία σε ένα είδος ευρωπαϊκής Σιγκαπούρης, όπου η απόλυτη απορύθμιση και η χαμηλή φορολογία θα αποτελούν παράδεισο που θα έλκει τις επιχειρήσεις που εδρεύουν στην ΕΕ.
Εργατικοί
Η δεξιά νεοφιλελεύθερη πτέρυγα των Εργατικών, η οποία θέλει –ως γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων του βρετανικού κεφαλαίου– την παραμονή στην ΕΕ, δεν διακηρύττει ανοιχτά την άποψή της, ζητάει όμως δεύτερο δημοψήφισμα με προφανή στόχο να ανατραπεί το Brexit. Μάλιστα δημαγωγικά κάνει λόγο για την «Ψήφο του λαού» αυτή τη φορά (δηλ. την άλλη φορά ποιοι ψήφισαν;).
Από την άλλη όμως υπάρχει η θεωρητικά αριστερή ηγεσία του Κόρμπιν. Μια κυβέρνηση Κόρμπιν που θα τηρούσε τις υποσχέσεις απέναντι στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά στρώματα, δηλ. που θα ασκούσε μια πολιτική η οποία θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αντεργατικές νόρμες της ΕΕ (σε τομείς όπως οι μισθοί, οι εθνικοποιήσεις, τα μαζικά προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας, τα δικαιώματα των συνδικάτων, η απορρύθμιση, η κρατική ενίσχυση επιχειρήσεων κ.λπ.) όχι μόνον θα αύξανε τα ποσοστά απήχησης του Εργατικού Κόμματος μέσα στη Βρετανία αλλά θα είχε σημαντικό αντίκτυπο σε όλη την ευρωπαϊκή εργατική τάξη –και αυτό θα έδινε στον Κόρμπιν άλλα πολιτικά εργαλεία. Αλλά, όπως και ο Τσίπρας, είναι σχετικά απίθανο να κάνει κάτι τέτοιο –τουλάχιστον χωρίς μαζικές κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης και χωρίς την παρέμβαση επαναστατικών οργανώσεων. Το Εργατικό Κόμμα και οι οργανώσεις που ελέγχει, κάνουν ακριβώς τα ανάποδα από αυτά που απαιτούνται για μια τέτοια προοπτική: Το κόμμα δεν διοργανώνει καμία μαζική κινητοποίηση κατά της κυβέρνησης (την ώρα ακριβώς που αυτή σπαράσσεται) αφήνοντας ελεύθερο το χώρο ώστε να δοθούν όχι απλώς αστικές, αλλά δεξιές αστικές λύσεις. Ακόμη και η υποτιθέμενα αριστερή πρωτοβουλία μέσα στους Εργατικούς, το Μομέντουμ, ζητά από τα μέλη του απλώς να στέλνουν e-mail στους βουλευτές του κόμματος ή να υπογράφουν εκκλήσεις. Από την πλευρά τους οι ηγεσίες των εργατικών συνδικάτων είναι απλοί παρατηρητές των εξελίξεων. Και στη μέση ένας Κόρμπιν που ως αρχηγός περιμένει να πέσει η κυβέρνηση ως ώριμο φρούτο. Αλλά και που αν βρεθεί στη θέση της Μέι είτε θα έχει να αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα είτε, υποκύπτοντας στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, θα ανατρέψει την απόφαση του πρώτου δημοψηφίσματος διοργανώνοντας δεύτερο δημοψήφισμα, ή θα υλοποιήσει το φιλεργατικό του πρόγραμμα, οπότε θα έρθει σε αντιπαράθεση με ολόκληρη την ΕΕ και τη βρετανική άρχουσα τάξη.
Στις 12 Γενάρη έγινε μια διαδήλωση υπέρ των εργατικών συμφερόντων, την οποία συγκάλεσε η αριστερή πρωτοβουλία Λαϊκή Συνέλευση. Η συμμετοχή ήταν χαμηλή. Κι αυτό αντανακλά την παντελή έλλειψη ηγεσίας, πράγμα το οποίο είναι συνέπεια της έλλειψης ενιαίας θέσης απέναντι στο Brexit ακόμη και μέσα στην (μικρή) επαναστατική Αριστερά. Κάποιες (οι περισσότερες) οργανώσεις είναι υπέρ του Brexit, ζητώντας από την ηγεσία των Εργατικών να αναλάβει δράση προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλες όμως θεωρούν ότι το Brexit ενισχύει το ρατσισμό και τον εθνικισμό και είναι υπέρ του Bremain, ζητώντας από τον Κόρμπιν να ξεκαθαρίσει τη θέση του, παίρνοντας πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση! Ασφαλώς η ενιαία παρέμβαση γίνεται δύσκολη υπό αυτές τις συνθήκες.