Κ αμιά συζήτηση για τις προοπτικές της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα, μετά την «κωλοτούμπα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν μπορεί να προχωρήσει σοβαρά αν δεν συνυπολογίσει την εξέλιξη της γραμμής και της τακτικής του ΚΚΕ.
Σε καμιά χώρα της Ευρώπης (με εξαίρεση ίσως την Ισπανία) η ιστορία του κινήματος δεν είναι τόσο ζωντανό τμήμα της πολιτικής πάλης όσο στην Ελλάδα. Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από διαδοχικούς πολέμους που «αυγάτισαν» την έκταση και τον πληθυσμό της χώρας, από δύο μεγάλες δικτατορίες και από τον εργατικό λαϊκό ξεσηκωμό της δεκαετίας του ’40. Αυτή η ιστορία δημιούργησε βαθιές διαχωριστικές γραμμές, αλλά και ένα σύνολο από «συμπερασματοποιήσεις» (που χτίστηκαν κυρίως στη δεκαετία του ’50 και του ’60), που ακόμα βαραίνουν στην πολιτικοποίηση και τις αντιλήψεις της παρούσας γενιάς των στελεχών της Αριστεράς.
Κατά τη γνώμη μου, οι αναθεωρήσεις της ΚΕ του ΚΚΕ σχετικά με την ιστορία του κινήματος και το κόμματος, έχουν μεγάλη πολιτική σημασία.
Αναθεωρήσεις
Για πρώτη φορά, το ίδιο το ΚΚΕ υποδεικνύει ως «πηγή της κακοδαιμονίας», ως αίτιο της ήττας των εργατικών και λαϊκών μαζών στη μεγάλη δεκαετία του ’40, την επιβολή της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, στα 1934, επί Ν. Ζαχαριάδη. Η γραμμή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, όπου τα καθήκοντα ορίζονταν από το ξεπέρασμα των αστικοτσιφλικάδικων καθυστερήσεων της «ψωροκώσταινας», οδήγησε στην αυτοκτονική πολιτική της εθνικής ενότητας (με κορυφαία σημαία τη Γκαζέρτα, το Λίβανο και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου το 1944) που έριξε το ΕΑΜ στα βράχια της ήττας.
Επίσης για πρώτη φορά, το ίδιο το ΚΚΕ υποδεικνύει τη βαθιά σύνδεση της επικράτησης του μεταρρυθμισμού εδώ, με τις συγκλονιστικές αλλαγές στην ΕΣΣΔ και στην 3η Διεθνή μετά το θάνατο του Λένιν. Η υπογράμμιση από την ΚΕ του ΚΚΕ του γεγονότος ότι εκείνη την περίοδο η μεταρρυθμιστική στρατηγική (με εμβληματικό γνώρισμα τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις «εθνικής ανασυγκρότησης» του καπιταλισμού μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο…) επιβλήθηκε στη Γαλλία, την Ιταλία και 5 ακόμα χώρες στην Ευρώπη, αλλά και στη Λατινική Αμερική (Χιλή, Αργεντινή) και στην Ασία, δείχνει ότι επρόκειτο για μια παγκόσμια «στροφή», καθόλου άσχετη με τις απόψεις που πλέον κυριαρχούσαν στο «παγκόσμιο κέντρο» του κομμουνιστικού κινήματος (που στο μεταξύ είχε διαλύσει την Κομιντέρν εν μέσω Παγκοσμίου Πολέμου…).
Πιο πρόσφατα, από τις στήλες του «Ριζοσπάστη», το ΚΚΕ άνοιξε την κριτική συζήτηση για τα Λαϊκά Μέτωπα. Είναι ένα κομβικό σημείο: μετά το σύντομο «διάλλειμμα» της γραμμής της «3ης περιόδου» και του «σοσιαλφασισμού» (όταν η Κομιντέρν υπό την ηγεσία του Ζινόβιεφ έστρεψε το ΚΚ Γερμανίας στην καταστροφική γραμμή των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ του Χίτλερ και της σοσιαλδημοκρατίας), η σταλινική πλέον 3η Διεθνής έκανε την απότομη στροφή προς τη συνεργασία με τις «δημοκρατικές» αστικές δυνάμεις με στόχο την αντιμετώπιση του φασισμού και του πολέμου. Ήταν το σημείο της τελικής ρήξης με το σύνολο των απόψεων και των τακτικών επιλογών (όπως το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο) που είχε κληροδοτήσει η γενιά του ’17, όπως αποτυπωνόταν στα 4 πρώτα συνέδρια της Διεθνούς στον καιρό του Λένιν.
Ανοίγοντας αυτήν τη συζήτηση κριτικά και αυτοκριτικά, το ΚΚΕ έρχεται αντιμέτωπο με το μεγάλο ζήτημα που ένα μεγάλο τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά το διεθνές κίνημα του Μάη του ’68 ονόμασε ως «σταλινικό ρεφορμισμό» (που ως βασικό του γνώρισμα είχε το «λαϊκομετωπισμό») ορίζοντας ως ιστορικής σημασίας την επιμονή και την προσήλωση για την ανατροπή αυτής της στρατηγικής της ήττας.
Μετά το 1989, αυτή η αντιπαράθεση εξελίσσεται σε ιδιόμορφες συνθήκες: Αφενός η ιδεολογικοπολιτική κληρονομιά του «διεθνούς κέντρου» παραμένει ενεργή, ενώ το «διεθνές κέντρο» είχε καταρρεύσει. Αφετέρου το σύνολο της Αριστεράς, σε κάθε εκδοχή της, είχε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα της αποϊδεολογικοποίησης και της υποχώρησης που προκάλεσε η κατάρρευση προς τα δεξιά, ενώ στη Δύση οργανωνόταν ο καλπασμός της νεοφιλελεύθερης απληστίας των καπιταλιστών.
Η κριτική ενός τμήματος αποσπασμένων από το ΚΚΕ παλιών στελεχών του, ότι αυτές οι ιστορικές αναθεωρήσεις της ΚΕ αποτελούν μια ιδιότυπη «τροτσκιστική στροφή» είναι ανοησίες.
Το ΚΚΕ επιχειρώντας να κρατηθεί ως ένα μαζικό εργατικό κόμμα, μέσα σε αυτές τις συγκεκριμένες σύγχρονες συνθήκες, είναι φυσιολογικό να επιλέγει να «ανοίξει το καπάκι» πάνω στο ιστορικό «καζάνι» που επί δεκαετίες έβραζε, διαβρώνοντας την αξιοπιστία των κομμάτων και οργανώσεων, αλλά και την αντοχή των ανθρώπων της Αριστεράς. Ταυτόχρονα προσπαθεί να ελέγξει τη «συμπερασματοποίηση» από αυτήν τη συζήτηση, μέσα από την καθημερινή πολιτική του.
Πολιτική
Η αντίληψη για τις συμμαχίες, το μεταβατικό πρόγραμμα και τη μεταβατική τακτική, είναι πάντα κομβικά σημεία για την πολιτική της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτά τα ζητήματα ήταν η ψυχή των συζητήσεων στο 3ο συνέδριο («Προς τις μάζες») και στο 4ο συνέδριο («Προς το Ενιαίο Μέτωπο») της Κομιντέρν, όπου συγκροτήθηκε το σώμα των σχετικών απαντήσεων που μας άφησε, ως πολύτιμα «εργαλεία», η γενιά του ’17.
Σε αυτά τα σημεία η σύγχρονη πολιτική του ΚΚΕ ελέγχθηκε σε κρίσιμες «στιγμές»:
α) Την ώρα της μεγάλης εργατικής/λαϊκής κινητοποίησης του 2010-13, την επαύριο του ξεσπάσματος της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού και της βάρβαρης παρέμβασης της ΕΕ και του ΔΝΤ με τα μνημόνια. Όταν το ΚΚΕ δεν πήρε την πολιτική ευθύνη να προτείνει γραμμή και τακτική που θα οδηγούσε τις αγωνιζόμενες μάζες σε καλύτερα αποτελέσματα. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε αυτήν την περίοδο αγωνιστικού παροξυσμού των μαζών, ξεκινώντας από χαμηλότερα επίπεδα οργανωτικής και πολιτικής επιρροής απ’ ότι το ΚΚΕ.
β) Την ώρα της «κωλοτούμπας» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Στις μέρες του Δημοψηφίσματος, η γραμμή του ΚΚΕ για αποχή (που έμμεσα χαιρετίστηκε από τις καθεστωτικές δυνάμεις ως «υπεύθυνη στάση») ισοδυναμούσε με παραίτηση από τα καθήκοντα πολιτικής διεκδίκησης μεγάλων εργατικών μαζών σε μια πορεία αυθεντικής ρήξης, ενώ ταυτόχρονα δικαίωνε έμμεσα τον ισχυρισμό του Τσίπρα ότι, τάχα, «δεν υπάρχει εναλλακτική».
γ) Σήμερα, μετά την απόδειξη της νεοφιλελεύθερης-μνημονιακής και ακραία φιλοαμερικάνικης πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι για το ΚΚΕ διαμορφώνονται οι «ιδανικές συνθήκες» για να ισοφαρίσει τις χαμένες ευκαιρίες της προηγούμενης περιόδου.
Όμως όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κατορθώνει απλώς να συντηρεί τις δυνάμεις του, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα «καταγραφής» μιας γενικά αριστερής κριτικής.
Αυτό θέλει ερμηνεία: Χωρίς ενωτική-μετωπική πολιτική μέσα στο κίνημα, με στόχο απτές νίκες για τον κόσμο μας, χωρίς την ανάληψη της ευθύνης για ένα πολιτικό σχέδιο ανατροπής, ένα γενικό ανοδικό ξέσπασμα δεν είναι εφικτό.
«Διευρύνσεις»
Αντί για αυτά τα καθήκοντα, που προϋποθέτουν σαφήνεια για το ποιος «κρίκος» της αστάθειας του συστήματος μπορεί και πρέπει να σπάσει σήμερα και κάνουν αναγκαία μια ενωτική-μετωπική πολιτική για τη συγκέντρωση των δυνάμεων που πρέπει να επιχειρήσουν αυτήν την εφικτή ρήξη, το ΚΚΕ επιλέγει να παρουσιάσει μια κάποια «διεύρυνση» των ψηφοδελτίων του, με ανθρώπους που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και σε κάποιες περιπτώσεις από την αριστερή του πτέρυγα.
Πρόκειται για «διευρύνσεις» που οργανώνονται σε ατομική βάση, χωρίς να επιτρέπουν να αναπτυχθούν συλλογικές αποφάσεις συνεργασιών ή συγκλίσεων, ακόμα και στους χώρους της αυτοδιοίκησης.
Είναι μια τακτική δοκιμασμένη στο παρελθόν, με περιορισμένα αποτελέσματα και σίγουρα κατώτερη των περιστάσεων.
Δεν συμφωνούμε καθόλου με μια τάση έντονης κριτικής, και χειρότερα «καταγγελίας» των ανθρώπων που αποφάσισαν να κάνουν το βήμα της εκλογικής συνεργασίας με το ΚΚΕ. Στο κάτω-κάτω, οι ευθύνες για τη διαμόρφωση των εναλλακτικών λύσεων βαρύνουν άλλα, πιο συλλογικά, «επιτελεία». Δεν θεωρούμε ότι είναι σωστό να «γκρεμίζονται οι γέφυρες» ακόμα και όταν αυτές έχουν εξασθενήσει. Όμως υπογραμμίζουμε ότι αυτή η μέθοδος είναι πολύ πίσω από το αναγκαίο σήμερα κλίμα ενότητας στη δράση, με κριτήριο τις ανάγκες του κόσμου μας.
Η διαιώνιση της νεοφιλελεύθερης λιτότητας μετά το ψευδεπίγραφο «τέλος των μνημονίων», τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα που βάζουν οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο, η απειλή της εθνικιστικής/ρατσιστικής ακροδεξιάς που θα παρουσιαστεί στις ευρωεκλογές, βάζουν πολύ πιο σοβαρά καθήκοντα από την καταγραφή μιας μικρής εκλογικής ενίσχυσης. Το φάσμα ΚΚΕ-ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πιεστεί ιδιαίτερα για να αναδείξει σοβαρές, μαζικές, αποτελεσματικές απαντήσεις. Και το ΚΚΕ γνωρίζει –ίσως καλύτερα από τον καθένα- ότι αυτά τα ζητήματα αφορούν συλλογικότητες και όχι πρόσωπα, αφορούν μια τακτική μετωπικής παρέμβασης που παραμένει σήμερα τόσο αναγκαία όσο και εφικτή.