Η προκαταρκτική φάση της συνταγματικής αναθεώρησης ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα και μπορούμε να ομαδοποιήσουμε συμπερασματικά όσα διαδραματίστηκαν. Καταρχάς, η βασική πολιτική και συνταγματική μάχη δόθηκε-διόλου τυχαία-για την ανάδειξη του προέδρου της δημοκρατίας.
Είναι γενικός κανόνας των τελευταίων ετών και έχει συντελεστεί και σε άλλα κράτη, που αναδιαμόρφωσαν το Σύνταγμά τους, η σκλήρυνση και η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας μέσω μιας αναβαπτισμένης και νεοφανούς προεδρίας της δημοκρατίας, προικισμένης με έκτακτες και μεγάλες εξουσίες. Ανάμεσα όμως στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, που κατά τα άλλα συμφωνούν για την ανάγκη μιας τέτοιας αναπροσαρμογής, υπάρχει μια ζωτικής σημασίας ρήξη που χρωμάτισε και τη συζήτηση και την ψηφοφορία: Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποιεί πως μια συνταγματική αλλαγή ειδικά ως προς τον τρόπο εκλογής και αποσύνδεσής της από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, τού στερεί τη δυνατότητα μιας ρεβάνς τον Μάρτιο του 2020, στην περίπτωση που στις εθνικές εκλογές ηττηθεί κατά τρόπο ο οποίος δεν θα επιτρέπει στον Τσίπρα και την ομάδα του να συνδιαμορφώσουν τις εξελίξεις ή να συμμετάσχουν σε έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, η δε ΝΔ δεν επιθυμεί στην πραγματικότητα μια «πλαδαρή» εθνική κάλπη, που θα αναδείκνυε τον επόμενο πρόεδρο της δημοκρατίας σε ένα κλίμα αποδοκιμασίας της πολύ πιθανής ολιγόμηνης διακυβέρνησής της.
Όμως και τα δυο κόμματα του μονολιθικού, μνημονιακού διπολισμού έχουν εγκλωβιστεί αφενός στις διακηρύξεις τους και αφετέρου στον πολιτικάντικο καιροσκοπισμό τους. Εξού και η ψηφοφορία για τα σχετικά άρθρα (30,32) εξελίχθηκε τραγελαφικά με το πρώτο να μην περνά στον επόμενο γύρο επικύρωσης και αναθεώρησης, και το δεύτερο να περνά με τον ερμηνευτικό από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ αστερίσκο του αν η τελική διατύπωση αυτής της Βουλής δεσμεύει υποχρεωτικά την επόμενη. Οπότε γεννάται το ερώτημα πώς εντέλει θα εκλεγεί ο πρόεδρος της δημοκρατίας τον Μάρτη του 2020; Από τη Βουλή; Από τον λαό (σε αυτή τη φάση, η πρόταση απορρίφθηκε); Από διαδοχικές εξαντλητικές, κοινοβουλευτικές κάλπες μέσα σε έξι μήνες, όπως είναι η αντιπρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί κατά τα άλλα, υπερψηφίστηκε η πρόταση να μην διαλυθεί πρόωρα η Βουλή σε περίπτωση άγονης διαδικασίας εκλογής. Αλλά, για το πώς θα εκλεγεί ο επόμενος πρόεδρος της δημοκρατίας, επικρατεί προσώρας, πλήρης σύγχυση.
Οι ακροδεξιές σχολές
σκέψης πίσω από τις
προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ
Σε αυτό το πλαίσιο η πραγματική θεωρητική σύγκρουση ανάμεσα στις αναθεωρητικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, αντανακλά δυο διαφορετικές σχολές σκέψης της συντηρητικής Δεξιάς -ο ΣΥΡΙΖΑ με τις (υπό καιροσκοπική αίρεση) προτάσεις για την προεδρία της δημοκρατίας και τα δημοψηφίσματα εκπροσωπεί τη λαϊκιστική, προ-φασιστική σχολή, της «συνομιλίας» χωρίς παρωχημένους και διαβρωμένους κομματικούς μεσάζοντες ανάμεσα στον «ηγέτη» και τον «λαό» «του», η ΝΔ, την ελιτίστικη της παραδοσιοκρατίας και της «αριστείας» είτε γηγενούς είτε επικυρίαρχης, όπως και η εμμονή στο άρθρο 16 για την ιδιωτική, ανώτατη εκπαίδευση αποδεικνύει, προκειμένου οι ανώτατες σπουδές να είναι προνόμιο των ολίγων και εχόντων, ή όσων θα είναι διατεθειμένοι να καταχρεωθούν με φοιτητικά δάνεια έως τον τάφο, εμμονή η οποία δεν θα σταματήσει με την πρόσκαιρη απόρριψη της αναθεώρησης του σχετικού άρθρου. Σε κάθε περίπτωση το σημείο τομής των δυο κομμάτων είναι η διαπιστωμένη παραδοχή και η κοινή παρά τις διαφωνίες στόχευση για ένα Σύνταγμα που θα αποτελεί τον οδικό χάρτη της μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης τα επόμενα χρόνια.
Ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, και από τη στιγμή που σε αυτή τη φάση πέρασε και η πρότασή του για την συνταγματική καθιέρωση μόνιμου εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής, μια πιθανή πολυδιασπασμένη Βουλή που δεν θα μπορεί να ομονοήσει σε κυβερνήσεις συνασπισμού, έστω και «ειδικού σκοπού» ή ολιγόμηνης διάρκειας, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη μιας ισχυρής προεδρίας της δημοκρατίας που θα υποκαθιστά την ελλείπουσα ή διαλειμματικά λειτουργούσα κυβέρνηση. Μια κατάσταση βγαλμένη από τις χειρότερες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ίσως και από τις ονειρώξεις του Τσίπρα, που βλέπει ενδεχομένως τον εαυτό του, σε ένα ρόλο... Χίντενμπουργκ της «αριστεράς».
Στο ίδιο πλαίσιο, και μπροστά στο εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο μιας περιόδου παρατεταμένης κυβερνητικής αστάθειας σε μια Βουλή χωρίς συνεκτική και δεδηλωμένη εκδήλωση εμπιστοσύνης προς την εκάστοτε κυβέρνηση, υπερψηφίστηκε η πρόταση για την ανάδειξη των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών από τη Βουλή με μικρότερες, ελάχιστες πλειοψηφίες. Έτσι στο άμεσο μέλλον, κυβέρνηση μπορεί να μην υπάρχει, θα υπάρχουν όμως ένας ισχυρός πρόεδρος της δημοκρατίας και ορισμένες «ανεξάρτητες» αρχές που θα υποκαταστήσουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και κυρίως τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημόσια λογοδοσία ως προς τις εκτελεστικές και οιονεί κυβερνητικές αποφάσεις τους. Τυπικό γνώρισμα μεταδημοκρατικής οργάνωσης του πολιτεύματος στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Την παραπάνω ατμόσφαιρα δεν αμβλύνουν οι στιγμές γενικής συναίνεσης για την αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν τη βουλευτική ασυλία και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος μελών του υπουργικού συμβουλίου. Και αυτό, γιατί είναι εύγλωττο το γεγονός πως σε αντίθεση με τις «μάχες» για την κατεύθυνση και το περιεχόμενο στις διατάξεις πχ για την προεδρία της δημοκρατίας, για τη βουλευτική ασυλία και την ποινική ευθύνη υπουργών όλα τα κόμματα απέφυγαν να διατυπώσουν μια καθαρή ως προς το περιεχόμενο θέση και πρόταση. Επομένως και παρά τις ανέξοδες θριαμβολογίες, πρώτα πρέπει να δούμε τις σαφείς προτάσεις για να διαπιστώσουμε αν όντως θα περιοριστούν τα πεδία δημόσιου λόγου και δράσης, στα οποία, ο μεν βουλευτής απολαμβάνει ασυλίας και ο δε υπουργός, ποινικό ακαταδίωκτο σε σύντομη, αποσβεστική προθεσμία. Ειδικά μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση, καλό θα ήταν να δούμε πρώτα και τον σχετικό, εφαρμοστικό νόμο, ο οποίος είναι απαραίτητο συμπλήρωμα οποιασδήποτε συνταγματικής διάταξης, προτού βγάλουμε τα οποιαδήποτε συμπεράσματα.
Η συμφωνία κυβέρνησης-εκκλησίας δυναμιτίζει το ουδετερόθρησκο
Μνείας, τέλος, αξίζει στην υποτιθέμενη καθιέρωση του ουδετερόθρησκου στο ελλαδικό κράτος όπως προοιωνίζεται η σχετική υπερψήφιση των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ στο επίμαχο άρθρο 3. Ας επισημάνουμε προκαταρκτικά ότι σε αντίθεση με το ό,τι συνέβη πριν από μερικούς μήνες, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ προανανήγγειλε τη σχετική αλλαγή, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αντέδρασε στην προτεινόμενη αναθεώρηση. Και αυτό, καθώς πλέον κρατά την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ από την περιβόητη συμφωνία Αρχιεπισκοπής-Μεγάρου Μαξίμου, η οποία επί της ουσίας, έχει υπερσυνταγματική για να μην γράψουμε και παρασυνταγματική ισχύ, σαν νέα «Συνθήκη του Λατερανού». Με άλλα λόγια, η περίφημη καθιέρωση του ουδετερόθρησκου στο άρθρο 3 έχει ήδη παραβιαστεί και καταστρατηγηθεί από το περιεχόμενο της συμφωνίας που συνομολόγησαν κυβέρνηση και εκκλησία, Τσίπρας και Ιερώνυμος, με τις αλλαγές και τις τροποποιήσεις που υπαγόρευσαν οι ιεράρχες τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και των άλλων εκκλησιαστικών διοικητικών συστημάτων (Νέες Χώρες, Κρήτης, Δωδεκανήσων). Επομένως, δεν υπάρχει καμία καθιέρωση ουδετερόθρησκου έπειτα από όσα διαδραματίστηκαν τους προηγούμενους μήνες. Είναι ένα φτηνό φύλλο συκής μιας κάλπικης «αριστεροσύνης» και ενός ψεύτικου «προοδευτισμού», που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ανεπιτυχώς η κυβέρνηση.