Υπό κανονικές συνθήκες, το πολύπλευρο θάψιμο της καταδίκης του Νίκου Γεωργιάδη από την πλειονότητα των ΜΜΕ, το ίδιο το κόμμα του και τα δικαστικά όργανα θα ήταν κάτι πρωτοφανές. Στην Ελλάδα όμως είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι το μιντιακό, πολιτικό και δικαστικό κατεστημένο λειτουργεί με το νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων.
Τι ακριβώς συνέβη όμως και ποια ήταν η στάση των αστικών media; Ο πρώην βουλευτής, υπεύθυνος πολιτικού σχεδιασμού της ΝΔ και κατά κοινή παραδοχή δεξί χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη, καταδικάστηκε πρωτόδικα για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, καθώς και για εμπλοκή σε υπόθεση trafficking. Η καταδίκη για παιδεραστία ενός από τους πιο κοντινούς συνεργάτες του «εν αναμονή» πρωθυπουργού κανονικά θα έπρεπε να συγκεντρώσει τα φώτα της δημοσιότητας και να αναδείξει το γεγονός. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.
Η αρχική στάση των μίντια ήταν η σιωπή. Μεγάλες εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια που μπορεί να ωρύονται για το κλείσιμο ενός δρόμου σε ώρα απεργίας ή να παρουσίαζαν ως τρομοκράτες όσους συμμετείχαν στο κίνημα κατά των πλειστηριασμών, δεν βρήκαν να πουν μια κουβέντα για την καταδίκη παιδεραστίας ενός κορυφαίου πολιτικού στελέχους. Όμως η σιωπή δεν είναι πάντα αποτελεσματική μέθοδος συγκάλυψης ή υποβάθμισης ενός γεγονότος.
Κάπως έτσι τα δημοσιογραφικά φερέφωνα των εκπροσώπων της «αριστείας» τις τελευταίες ημέρες πέρασαν στην αντεπίθεση, υπερασπίζοντας έναν καταδικασθέντα πρωτοδίκως παιδεραστή. Μάλιστα, άρθρο στην «Καθημερινή» έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται: «Μπορεί η ερωτική επιθυμία για ένα δεκαπεντάχρονο να θεωρηθεί παιδεραστία;». Από την άλλη, δημοσιογραφικά μέσα προσκείμενα στο ΣΥΡΙΖΑ, έφτασαν στο σημείο να δημοσιεύουν μέχρι και τα ονόματα των θυμάτων του Γεωργιάδη, προσπαθώντας να αντλήσουν πολιτική υπεραξία ενόψει των εκλογών. Η λογική της εκλογικής ενίσχυσης ακόμη και «πατώντας επί πτωμάτων» δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά.
Η ΝΔ, όμως, ακόμη και μετά την καταδίκη του Γεωργιάδη, δεν έχει προβεί σε δημόσια τοποθέτηση και καταγγελία του. Κορυφαία πολιτικά στελέχη της άλλωστε είχαν σταθεί εξαρχής στο πλευρό του, πράγμα που εκθέτει ακόμη περισσότερο το κόμμα. Όταν το 2016 ήρθε στην επιφάνεια η υπόθεση, κορυφαία στελέχη της έκαναν λόγο για σκευωρία και στημένη υπόθεση προκειμένου να πληγεί το κύρος του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος εκείνη την περίοδο διεκδικούσε την ηγεσία του κόμματος. Βέβαια, για να ισχυρίζεται κανείς κάτι τέτοιο πρέπει να πιστεύει ότι η εσωκομματική αντιπολίτευση στον Κυριάκο Μητσοτάκη ξεκίνησε έξι χρόνια πριν όταν πρωτοκυκλοφόρησε το όνομα του Γεωργιάδη στη Μολδαβία. Εκτός όμως από στελέχη, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φάνηκε να επηρεάστηκε από το κατηγορητήριο καθώς όπως ο ίδιος ο Γεωργιάδης δήλωσε, ο πρόεδρος της ΝΔ του έδωσε εντολή να καθίσει «πίσω» για δυο-τρεις μήνες μέχρι «να σκάσει και να καθίσει» το θέμα.
Σε συνέχεια της στάσης των μίντια και της ΝΔ, εντύπωση προκαλεί και η στάση του δικαστηρίου. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση της Ηριάννας, η ερωτική σχέση με άτομο του αντιεξουσιαστικού χώρου ή ένα ταξίδι στη Βαρκελώνη θεωρήθηκε από την έδρα εν δυνάμει τρομοκρατική ενέργεια, στην υπόθεση του Νίκου Γεωργιάδη δεν φάνηκε η ίδια καχυποψία ούτε καν παρόμοια εξάντληση της αυστηρότητας. Αντίστοιχα, πριν μόλις μερικούς μήνες όταν μια καθαρίστρια πλαστογράφησε ένα απολυτήριο δημοτικού για να καταφέρει να δουλέψει και να ζήσει αξιοπρεπώς, καταδικάστηκε πρωτόδικα σε οκτώ χρόνια φυλάκισης, την ίδια στιγμή που ο Νίκος Γεωργιάδης, εμπλεκόμενος σε υπόθεση παιδεραστίας και trafficking, τιμωρείται με την ποινή φυλάκισης 28 μηνών με αναστολή και χρηματική ποινή 20 χιλιάδων ευρώ. Η ποινή που επιβλήθηκε, προκαλεί και γεννάει ερωτηματικά. Μάλλον η εφαρμογή του νόμου στον καπιταλισμό εναλλάσσεται ανάλογα με το πρόσωπο που βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ είτε μέσω της συγκάλυψης είτε μέσω της εκλογικής αξιοποίησης, εναλλάσσουν ρόλους και παίζουν βρώμικα γύρω από ένα τραγικό έγκλημα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για ακόμη μία φορά, μίντια, αστικά κόμματα και δικαστική εξουσία λειτούργησαν με το ίδιο πνεύμα. Αυτό του πολιτικού μπράντεφερ με κάθε κόστος.