Η πρόθεση του Πάπα, αλλά και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, να προταθεί ο Τσίπρας (όπως και ο Ζόραν Ζάεφ) για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, αν επιβεβαιωθεί, θα «παίξει» κεντρικό ρόλο στην κυβερνητική προεκλογική προπαγάνδα.
Το σκεπτικό της πρότασης αφορά δύο κεντρικά θέματα: τους πρόσφυγες και τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ως προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, η ενημέρωση του Πάπα πρέπει να είναι πολύ ελλιπής, όπως αποδεικνύεται και από την προσεκτική σιωπή του Βατικανού απέναντι στη θηριωδώς ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης Σαλβίνι στη γειτονική Ιταλία. Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να πιστεύαμε ότι ο Πάπας θα είναι καλύτερα ενημερωμένος για το γεγονός ότι στα όρια της ελληνικής «εθνικής κυριαρχίας» οι πρόσφυγες εξακολουθούν να θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο (όπου περιπολεί πάντα η Frontex και το ΝΑΤΟ), ότι όσοι από αυτούς κατόρθωσαν να περάσουν το «φράχτη» στοιβάζονται σε διαρκή κράτηση στα άθλια στρατόπεδα στα νησιά, ότι παραμένοντας για τεράστια χρονικά διαστήματα «χωρίς χαρτιά» (αφού η κυβέρνηση της τάχα μου Αριστεράς αρνείται όπως η ΝΔ του Σαμαρά να τους νομιμοποιήσει) συνεχίζουν να πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος στα δυστυχήματα της «παράνομης διακίνησης» κ.ο.κ. Όπως στα μνημόνια, έτσι και στο ζήτημα των προσφύγων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε ευλαβικά τη «συνέχεια» της κρατικής πολιτικής που προδιέγραψε η ρατσιστική συμφωνία Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας.
Είναι φανερό ότι το ζήτημα των προσφύγων χρησιμοποιείται ως ανθρωπιστικός «μαϊντανός», προκειμένου να καλυφτεί το γεγονός ότι η πρόθεση επιβράβευσης του Τσίπρα στηρίζεται στην πλήρη ταύτισή του με τη νατοϊκή πολιτική στην περιοχή.
Γιατί πέρα από τους ιδεολογισμούς του ΣΥΡΙΖΑ (που επιχείρησε να δικαιολογήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ως μια κάποια σύγκρουση με τον… εθνικισμό), αλλά και της Δεξιάς και της ακροδεξιάς (που επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών ως προδοσία κι εθνική μειοδοσία), η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ έχει ως κεντρικό σημείο την επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, τη θηριώδη ενίσχυση του δυτικού μιλιταρισμού στην περιοχή και, σε αυτά τα πλαίσια, μια σημαντική ενίσχυση του ρόλου του ελληνικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού, που αναλαμβάνει καθήκοντα τοπικού συντονιστή της διεύρυνσης.
Ας δούμε πώς χαιρέτισε την πολιτική Τσίπρα ο Τζέφρι Πάιατ, πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» για την επέτειο των 70 χρόνων από την ίδρυση του ΝΑΤΟ:
«Η Ελλάδα έχει αυξήσει τις δεσμεύσεις της έναντι του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, στις αποστολές μας για την αστυνόμευση της Βαλτικής, με την κοινή διοίκηση στο Κέντρο Ταχείας Ανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη, μέσω του αυξημένου ρόλου στις ετήσιες ασκήσεις μας. Διατηρεί σταθερά το 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, όπως έχει ορίσει το ΝΑΤΟ, και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί μου λένε συνεχώς πόσο επαγγελματίες και φιλόξενοι είναι οι Έλληνες ομόλογοί τους. Είμαστε πολύ ευγνώμονες για τις συνεργασίες με την Ελλάδα διμερώς, όπως και στο ΝΑΤΟ».
Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι των σκέψεων επιβράβευσης του Τσίπρα.
Όμως αυτοί οι πραγματικοί λόγοι αντιπροσωπεύουν και πραγματικούς κινδύνους για τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις. Ας δούμε κάποιες πλευρές της επικαιρότητας, που έμειναν έξω από τα φώτα της δημόσιας συζήτησης.
* Στα πλαίσια της συγκεκριμένης πορείας εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, η ελληνική πολεμική αεροπορία ανέλαβε επισήμως την «προστασία» του εναέριου χώρου του FIR της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι μια απόδειξη του πραγματικού συσχετισμού μεταξύ των δύο χωρών που εγκαθιστά η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, αλλά και μια ηχηρή απάντηση σε όσους επιμένουν στο εθνικιστικό επιχείρημα περί «αλυτρωτισμού» των γειτόνων μας.
* Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στο Αιγαίο πραγματοποιείται μια μεγάλων διαστάσεων πολεμική «άσκηση», η «Ηνίοχος 2019», με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, της Ιταλίας, του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Στα στρατιωτικά site γίνεται λόγος για πρωτοφανή συγκέντρωση «δύναμης πυρός» (με συμμετοχή F35, Stealth, F16, Tornado, Mirage κ.ο.κ.) και με σενάριο «προσομοίωσης πολέμου» μεγάλων γεωγραφικά αποστάσεων. Στον τουρκικό Τύπο υπήρξαν αντίστοιχα άρθρα που έκαναν λόγο για σενάρια «δυτικής εισβολής» στην Τουρκία.
* Επίσης την ίδια ώρα, η κυπριακή κυβέρνηση ολοκληρώνει τη συμφωνία με τη Γαλλία, που θα παρέχει στο πολεμικό ναυτικό της «διαρκή ναύσταθμο» στο νησί, όπου ήδη λιμενίζεται η ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου, το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ.
Ο κοινός παρονομαστής σε αυτές τις ειδήσεις είναι η ενίσχυση του μιλιταρισμού. Και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμάται, όσο κι αν μια «αντιιμπεριαλιστική-πατριωτική» Αριστερά επιμένει να αποφεύγει ακόμα και να σχολιάσει αυτά τα θέματα.
Ο «στρατιωτικός βραχίονας» αναδεικνύει την πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης Τσίπρα: σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, σε πρωτοφανή ταύτιση με τις ΗΠΑ (στην εποχή του Ντ. Τραμπ!), διεύρυνση της ελληνικής «στρατηγικής παρουσίας» τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη νοτιανατολική Μεσόγειο.
Είναι μια πολιτική ξετσίπωτα ταυτισμένη με τον ιμπεριαλισμό, μια πολιτική εξαιρετικά επικίνδυνη για την ειρήνη και για το μέλλον των απλών ανθρώπων.
Όσοι πιστεύουν ότι αυτός ο προσανατολισμός είναι άσχετος με την κοινωνική και οικονομική πολιτική, κοιμούνται όρθιοι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πριν από χρόνια διατυπώσει το δόγμα «θα γίνουμε αστακοί» και προχώρησε στους μαζικούς εξοπλισμούς, που συμβόλισε η «Αγορά του Αιώνα» (η μαζική αγορά αμερικανικών αεροσκαφών και ο εκσυγχρονισμός του πολεμικού ναυτικού). Ο λογαριασμός παρουσιάστηκε λίγο μετά στις λαϊκές μάζες, με τα διαρκή προγράμματα «λιτότητας» μετά το 1985 και την πρώτη εκτίναξη του δημόσιου χρέους. Την ώρα που ο Τσίπρας σήμερα συμμετέχει δραστήρια σε αυτό το πανάκριβο σπορ των εξοπλισμών και των πολεμικών ασκήσεων, δηλώνει «ανίκανος» να δώσει μια ελάχιστη κάλυψη στα χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά: ο νόμος για τα «κόκκινα δάνεια» των τραπεζών αφήνει ακόμα και την πρώτη κατοικία χιλιάδων οικογενειών έρμαιο στις ορέξεις των τραπεζιτών. Βλέπετε, είναι άλλο να διασφαλίζεις σταθερά το 2% του ΑΕΠ ετησίως για αγορά όπλων κι είναι τελείως άλλο να διασφαλίσεις τα στοιχειώδη για τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες.
Αυτή η σύνδεση έχει, δυστυχώς, μακρά προοπτική: ο Τσίπρας με την υπογραφή στο μνημόνιο 3 έχει δεσμεύσει την οικονομία στην υποχρέωση αδιάλειπτων μεγάλων «πλεονασμάτων» μέχρι το 2060, με στόχο να πληρώνονται κανονικά οι «δόσεις» του χρέους. Αν σ’ αυτά τα υποχρεωτικά «πλεονάσματα» προστεθεί το εθελούσιο κόστος των εξοπλισμών (το κατ’ ελάχιστον 2% του ΑΕΠ ετησίως), προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόγραμμα βάρβαρης λιτότητας, που αφορά τις επόμενες… δύο γενιές εργατών.
Εδώ εδράζεται και μία ακόμα αναγκαία σύνδεση. Η σύνδεση με τα ζητήματα δημοκρατίας: Μια κοινωνία διαβρωμένη από τη λιτότητα, σε βάρος της πλειοψηφίας, μια κοινωνία που πιέζεται να μπει σε επικίνδυνα πολεμικά μονοπάτια, που ανέχεται τους εξοπλισμούς και τη συνακόλουθη ενίσχυση του στρώματος των μιλιταριστικών γραφειοκρατών, είναι μια κοινωνία που μέσα της τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι σε κίνδυνο. Η εμφάνιση και η άνοδος της ακροδεξιάς είναι προειδοποιήσεις.
Ακόμα και σε αυτό το πεδίο, ο Τσίπρας και η πολιτική του δεν είναι αντίδοτο. Η εξέλιξη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα αντιδημοκρατικής ανατροπής υποσχέσεων, δεσμεύσεων, λαϊκών αποφάσεων (όπως το Όχι του δημοψηφίσματος). Τα έργα και οι ημέρες του Καμμένου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είναι μια απόδειξη ότι η κυβέρνηση αυτή «έπαιξε» με ιδέες και πρακτικές που κάποτε θα ήταν αδιανόητες για την Αριστερά. Το χειρότερο, όμως, είναι τι προοπτική ανοίγουν αυτές οι πολιτικές: Γιατί η διαρκής λιτότητα, η συμφιλίωση με τον ιμπεριαλισμό, η ενίσχυση του μιλιταρισμού, κάποια στιγμή θα «καλέσουν» επί της κυβερνητικής σκηνής τους πιο αυθεντικούς εκφραστές αυτών των αντιδραστικών ιδεών.
Απέναντι σε όλα αυτά οφείλουμε να αντιτάξουμε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα και άλλη πολιτική. Ένα πρόγραμμα που οφείλει να είναι «μεταβατικό», να επικοινωνεί με τη σημερινή κατάσταση των εργατικών και λαϊκών μαζών, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να είναι και ενιαίο: να αποκαθιστά την ενότητα ανάμεσα στην αντίσταση στη λιτότητα, στην απέχθεια στον ιμπεριαλισμό, στη δράση ενάντια στο ρατσισμό και στον εθνικισμό, στην υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η υποτίμηση όποιας από αυτές τις πλευρές οδηγεί σε κρίσιμα πολιτικά λάθη.
Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να υπηρετηθεί με συγκεκριμένη πολιτική. Που για να γίνει πραγματική, οφείλει να ξεκινά από τη διεκδίκηση συγκέντρωσης δύναμης, δηλαδή οφείλει να ξεκινά από την αναγνώριση της ανάγκης για την ενότητα στη δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.