Μετά τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές
Π ριν από καιρό, όταν ο Αλέξης Τσίπρας «υιοθετούσε» το μνημόνιο 3 –όταν δήλωνε ότι αυτή η κατάπτυστη συμφωνία υποταγής στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον ως «καταναγκασμός», αλλά ως η καταλληλότερη μέθοδος για την έξοδο από την κρίση και για την προοπτική της βελτίωσης της ζωής «των πολλών»…– γράφαμε ότι το χειρότερο λάθος που θα μπορούσε να κάνει το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν να θεωρήσει ότι η αδυναμία των εργατικών και λαϊκών μαζών να ανατρέψουν την πολιτική του, ισοδυναμεί με κάποιου είδους μαζική συναίνεση σε αυτήν την πολιτική.
Αυτό το λάθος ερμηνεύει σήμερα την παταγώδη κατάρρευση όλων των επιλογών του Τσίπρα και τη μεγάλη πολιτική ήττα του κόμματός του. Βυθισμένοι στη «νόσο των ηγετών», στη ναρκισσιστική πεποίθηση ότι είναι ανίκητοι, οι ηγετικοί αστέρες του ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσαν την εκλογική/πολιτική αναμέτρηση, σε διαδοχικά στάδια: Πρώτα οι ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές εκλογές, πρώτα η τάχα «χαλαρή» αναμέτρηση, όπου θα μπορούσε, λέει, να εκτονωθεί σχετικά ανέξοδα η κριτική διάθεση του κόσμου. Και μετά, η «σκληρή» αναμέτρηση, οι εθνικές εκλογές και η μάχη για την εξουσία, όπου ο «άχαστος» Αλέξης Τσίπρας θα αντιμετώπιζε τον «Κούλη», το νεοφιλελεύθερο μουτζαχεντίν που βρίσκεται στην ηγεσία της ΝΔ.
Αυτός ο σχεδιασμός έγινε κομμάτια και θρύψαλα, γιατί ο κόσμος που είχε στηρίξει την πολιτική και εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη του 2015 έμεινε, σε μεγάλο βαθμό, αδιάφορος.
Στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε με 9,3% διαφορά από τη ΝΔ. Η εικόνα διευρύνθηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές: η ΝΔ κερδίζει 12 από τις 13 περιφέρειες (με μοναδική εξαίρεση την παραδοσιακά «πράσινη» Κρήτη) και όλους τους μεγάλους δήμους στη χώρα, κερδίζοντας ακόμα και τους περισσότερους δήμους στο «κόκκινο στεφάνι» γύρω από την Αθήνα, δηλαδή τις εργατικές και λαϊκές συνοικίες γύρω από την πρωτεύουσα. Οι τάχα «χαλαρές» εκλογές μετατράπηκαν στις «σκληρές», έδωσαν σαφή απάντηση στο ερώτημα των επόμενων εθνικών εκλογών και υποχρέωσαν τον Τσίπρα να αναδιπλωθεί στο ερώτημα αν ο Κυρ. Μητσοτάκης θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές διασφαλίζοντας την αυτοδυναμία της ΝΔ.
Στην Αττική, στη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, η κάποτε πανίσχυρη Ρένα Δούρου ηττήθηκε από τον ανεκδιήγητο Πατούλη της ΝΔ, με διαφορά μεγαλύτερη του 30%. Στο Δήμο της Αθήνας ο Ν. Ηλιόπουλος ηττήθηκε από τον Κ. Μπακογιάννη με διαφορά μεγαλύτερη του 30% στο 2ο γύρο. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, η αποχή πήρε συγκλονιστικές διαστάσεις: 58,11% στην Περιφέρεια και 66,75% στο Δήμο της Αθήνας! Οι «πολλοί» στην Αθήνα και στην Αττική πήραν αποστάσεις, έκαναν «βήματα στο πλάι», και άφησαν τους υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ να συντριβούν από τους υποψήφιους της Δεξιάς.
Χαρακτηριστικό αυτής της κατρακύλας είναι ότι 4 μεγάλοι Δήμοι (η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, ο Βόλος και η Νέα Φιλαδέλφεια) πέρασαν απευθείας στα χέρια των ολιγαρχών, της σκοτεινής επιχειρηματικότητας και των βαρόνων του ποδοσφαίρου.
Πρόκειται κυρίαρχα για ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως για νίκη της ΝΔ, αν και οι σημαντικές πολιτικές συνέπειες αυτής της διαφοράς θα αποτελέσουν στο εξής πρόβλημα για το επιτελείο της ΝΔ.
Ήττα του ΣΥΡΙΖΑ
Ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία καβαλώντας σε ένα κύμα συγκλονιστικών εργατικών και λαϊκών αγώνων που τσάκισαν τη ραχοκοκκαλιά των παραδοσιακών καθεστωτικών κομμάτων –της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ- οδηγώντας τον ελληνικό καπιταλισμό στην πρωτοφανή πολιτική κρίση του 2015. Ο πανικός της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των δανειστών το καλοκαίρι του 2015, στις μέρες του Δημοψηφίσματος, υπήρξε απολύτως πραγματικός.
Όμως ταυτόχρονα, ο Αλ. Τσίπρας και η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με την «κωλοτούμπα» του 2015, υπήρξαν ο καθοριστικός παράγοντας μιας σχετικά ομαλής εξόδου από αυτήν την κρίση. Η υπογραφή του μνημονίου 3 είχε ως αντίτιμο την υποστήριξη των ευρωηγεσιών, των ΗΠΑ και των ντόπιων καθεστωτικών δυνάμεων στον «ελιγμό» του Τσίπρα, με τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15, την εκκαθάριση του κόμματός του και τη μνημονιακή συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ.
Συμβάλλοντας τα μέγιστα στην παθητικοποίηση των εργατικών και λαϊκών μαζών μπροστά στην πολιτική του μνημονίου 3, ο Αλ. Τσίπρας πίστευε ότι έχτιζε τις προϋποθέσεις για μια μακρά περίοδο σοσιαλφιλελεύθερης ηγεμονίας του κόμματός του. Έχτιζε τις προϋποθέσεις για τη σημερινή ατιμωτική παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας στις αυθεντικότερες μνημονιακές δυνάμεις, στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Γιατί η βασική ερμηνεία της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναζητηθεί στο κοινωνικό ζήτημα. Στην τετραετία Τσίπρα μειώθηκε το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης, κάλπασαν οι ιδιωτικοποιήσεις, μειώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες, ενώ ο νόμος Κατρούγκαλου είναι η πιο νεοφιλελεύθερη παρέμβαση στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Τα υπερπλεονάσματα που οργάνωσε το μνημόνιο 3 οδηγούσαν σε καθημερινή υπερλιτότητα, με την απατηλή υπόσχεση ότι στο τέλος της ημέρας ένα μικρό ποσοστό θα επιστραφεί με τη μορφή των επιδομάτων προς τους φτωχότερους των φτωχών. Αυτή την πολιτική αποδείχθηκε ότι σχεδόν κανείς δεν είχε πλέον την πρόθεση να δώσει μάχη για να την υπερασπίσει.
Έχει σημασία ότι αποδείχθηκε ότι το «μακεδονικό» είχε περιορισμένες συνέπειες. Στις περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις άλλες περιοχές της χώρας. Η εθνικιστική επίθεση, που οργανώθηκε υπό την κάλυψη της ηγεσίας της ΝΔ, είχε ως στόχο να ξεδιπλωθεί η πολιτική αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ με καθεστωτικούς όρους και να μείνει σε δεύτερο πλάνο το κεντρικό ζήτημα της λιτότητας.
Η νίκη της ΝΔ
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έρχεται προς την εξουσία με όρους αρκετά διαφορετικούς απ’ ό,τι ο πατέρας του το 1989.
Τότε η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχτιζε ένα ορμητικό ιδεολογικό ρεύμα («η αγορά απελευθερώνει»), σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει πειστικές απαντήσεις διεθνώς για μια έξοδο από την κρίση. Τότε η ελληνική κυρίαρχη τάξη είχε την ένταξη στην ευρωζώνη ως ένα σαφή στρατηγικό στόχο προς μια ορμητική ανάπτυξη, σήμερα κρατά την αναπνοή της μπροστά στις υποχρεωτικές εξυπηρετήσεις του χρέους και κρίσης των τραπεζών μέσα σε διεθνείς συνθήκες επιδείνωσης.
Όμως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιμετώπιζε ένα εργατικό κίνημα που δεν είχε νωρίτερα καμφθεί από το ΠΑΣΟΚ, ένα κίνημα που κατόρθωσε σύντομα την ανατροπή του με τους μεγάλους αγώνες του 1989-92. Ο Κυρ. Μητσοτάκης «παραλαμβάνει» από τον Τσίπρα ένα κίνημα σε μεγάλη ύφεση, έναν εργατικό κόσμο τσακισμένο από την κρίση, ενώ η Αριστερά έχει δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα συκοφάντησης. Αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά, που δείχνει τους κινδύνους αλλά και τα βασικά καθήκοντα της περιόδου που έρχεται.
Δεν είναι χρήσιμες οι υπερβολές. Ακόμα και μέσα στο κόμμα της ΝΔ θεωρείται ανοιχτό το ερώτημα σχετικά με το αν ο Κυρ. Μητσοτάκης θα κατορθώσει να διατηρήσει το κλίμα «κοινωνικής ειρήνης» που επέβαλε ο Τσίπρας. Γι’ αυτό η λεγόμενη «καραμανλική» πτέρυγα φροντίζει να κρατά εν ζωή τα σενάρια «εθνικής συνεννόησης», έστω κι αν αυτά σημαίνουν διαύλους επικοινωνίας με το περιβάλλον του Τσίπρα.
Στην ελληνική κοινωνία είναι συχνό το φαινόμενο μιας αιφνίδιας επανενεργοποίησης του εργατικού και λαϊκού παράγοντα. Οι προγραμματικές κατευθύνσεις του Κυρ. Μητσοτάκη σημαίνουν ότι θα ενταθεί η επίθεση της λιτότητας και των αντιμεταρρυθμίσεων, σημαίνουν ότι ο κόσμος μας θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερες προκλήσεις. Μετά τη ζημιά που έγινε στην περίοδο Τσίπρα, είναι δεδομένο ότι για να δοθούν οι κατάλληλες απαντήσεις θα χρειαστεί πιο συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια από την Αριστερά. Σε αυτόν το στόχο θα πρέπει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις.