Ο ι εθνικές εκλογές στη Δανία κατέγραψαν κάποιες τάσεις που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η «μεγάλη εικόνα» στην οποία στέκονται τα κυρίαρχα ΜΜΕ είναι η νίκη του «κόκκινου μπλοκ» (το άθροισμα των δυνάμεων από την κεντροαριστερά και πέρα) έναντι του «μπλε μπλοκ» (κεντροδεξιά και πέρα) που επιτρέπει στην επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών να αρχίσει διερευνητικές επαφές για το σχηματισμό κυβέρνησης. Αλλά το ενδιαφέρον συγκεντρώνουν κάποια πιο συγκεκριμένα στοιχεία για αυτή τη μετατόπιση «προς τα αριστερά», σε συνδυασμό με τα προγράμματα των κομμάτων.
Η Δανία, που υπήρξε «πρωτοπόρος» στη (ρατσιστική) εισαγωγή του μεταναστευτικού ως κεντρικού ζητήματος στην πολιτική ατζέντα, σήμερα δείχνει μια άλλη τάση –την επικράτηση των ζητημάτων του κοινωνικού κράτους και της κλιματικής αλλαγής στην ατζέντα.
Πτώση της ακροδεξιάς
Με αυτά τα ζητήματα να θεωρούνται «πρώτες προτεραιότητες» με βάση τις κοινωνικές έρευνες, το ακροδεξιό Δανικό Λαϊκό Κόμμα καταποντίστηκε. Το πάλαι ποτέ καμάρι της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, που το 2015 είχε φτάσει στη δεύτερη θέση, έχασε πάνω από τη μισή του δύναμη, κατρακυλώντας από το 21% στο 8,7% κι από τους 740.000 ψηφοφόρους στους 308.000.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι Σοσιαλδημοκράτες τα προηγούμενα χρόνια έδωσαν (από θέση αντιπολίτευσης μάλιστα) την στήριξή τους σε όλα τα σκληρά αντιμεταναστευτικά μέτρα που υλοποίησε η δεξιά κυβέρνηση. Υπήρξαν το πιο ακραίο παράδειγμα υιοθέτησης του λόγου της ακροδεξιάς, γιατί υποτίθεται ότι αυτή κερδίζει την «εργατική κοινωνική βάση» της σοσιαλδημοκρατίας και ο μόνος τρόπος να ανακάμψει η κεντροαριστερά είναι τάχα «να ακούσει» τις ξενοφοβικές «ανησυχίες» των λαϊκών στρωμάτων. Ενώ λοιπόν όντως η ακροδεξιά αιμορράγησε, οι Σοσιαλδημοκράτες… έμειναν στάσιμοι και σε ποσοστά (25,9% από 26,3%) και σε ψήφους (914.000 από 924).
Το κοινό του Δανικού Λαϊκού Κόμματος κατακερματίστηκε, μεταξύ επιστροφής στο «μαντρί» του μεγάλου δεξιού κόμματος Venstre (που ανέκτησε τη δεύτερη θέση με 23,4% από 19,5%), τροφοδοσίας νέων δεξιών κομμάτων (όπως το 2,4% της Νέας Δεξιάς, και το 1,8% των ακραία μουσουλμανοφάγων της Σκληρής Γραμμής) και αναζωογόνησης παραδοσιακών δυνάμεων που είχαν υποχωρήσει (το 1,7% της Χριστιανοδημοκρατίας, και το 6,6% του Συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος). Στη «δεξιά πολυκατοικία» μεγάλη υποχώρηση είχε και η «Φιλελεύθερη Συμμαχία» που συγκυβέρνησε με το Venstre (από 7,5% στο 2,3%).
Αλλά ποιες δυνάμεις ενισχύθηκαν, για να γείρει φέτος η πλάστιγγα υπέρ του «κόκκινου μπλοκ»; Οι Σοσιαλφιλελεύθεροι (8,6% από 4,6% και διπλασιασμός ψήφων) και το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα (7,7% από 4,2% με άνοδο από τις 150.000 στις 250,000 ψήφους). Οι πρώτοι είναι αυτό που δηλώνει το όνομά τους (και στα οικονομικά ζητήματα και στα δικαιωματικά), αν και οι πιο καθαρόαιμοι νεοφιλελεύθεροι έχουν φύγει διατυπώνοντας δεξιές κριτικές στην «αριστερή προσαρμογή» του κόμματος σε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές (αυτοί συγκρότησαν τη Φιλελεύθερη Συμμαχία που προαναφέρθηκε). Οι δεύτεροι είναι κόμμα της Αριστεράς, με ιστορικές καταβολές «τρίτου δρόμου» μεταξύ ΕΣΣΔ και Σοσιαλδημοκρατίας, που στη διαδρομή οσμώθηκαν ιδιαίτερα με νέα κινήματα όπως το οικολογικό και το φεμινιστικό και θεωρούνται πλέον «πράσινη Αριστερά», στα πρότυπα άλλων σχηματισμών κυρίως στις σκανδιναυικές χώρες. Αυτές οι δυνάμεις, μαζί με την πιο ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Κοκκινοπράσινη Συμμαχία (που είχε μικρή κάμψη 30.000 ψήφων και υποχώρησε από το 7,8% στο 7%) συγκροτούν ένα μαζικό χώρο «στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας», κυρίως όσον αφορά το πώς αντιμετώπισαν την προεκλογική περίοδο. Σήκωσαν (όπως και οι Σοσιαλδημοκράτες) τα ζητήματα του κοινωνικού κράτους και της κλιματικής αλλαγής, συνδυάζοντάς τα (σε αντίθεση με τους Σοσιαλδημοκράτες) με την πάλη ενάντια στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές της απερχόμενης κυβέρνησης.
«Ξενοφοβική εργατική τάξη»;
Για αρκετά χρόνια, το Δανικό Λαϊκό Κόμμα έχτιζε δύναμη πάνω σε ένα δημαγωγικό μίγμα «πόλεμος στη μετανάστευση και υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους (για Δανούς)». Κατόρθωσε να αναδειχτεί σε «ρυθμιστικό παράγοντα» (δίνοντας έξωθεν κοινοβουλευτική υποστήριξη σε κυβερνήσεις όπως η απερχόμενη). Από τη θέση αυτή, κατάφερε να καθορίσει την κυβερνητική ατζέντα στο μεταναστευτικό αλλά δεν έπραξε το ελάχιστο για να ανακόψει την επίθεση στο κοινωνικό κράτος. Το ανεκπλήρωτο του δεύτερου σκέλους της δημαγωγίας του ίσως αποτελεί τη βάση ερμηνείας για την υποχώρησή του και τον κατακερματισμό της (ακρο)δεξιάς ψήφου σε αρκετά άλλα κόμματα.
Οι Σοσιαλδημοκράτες πίστεψαν το μύθο της «ρατσιστικής εργατικής τάξης» κι επιχείρησαν με το ίδιο ακριβώς μοντέλο (ρατσισμός και κοινωνικό κράτος) να ενισχυθούν –χωρίς επιτυχία. Οι δυνάμεις που επιχείρησαν να βάλουν στο επίκεντρο την αριστερή-κοινωνική-οικολογική ατζέντα, χωρίς να κάνουν βήμα πίσω στον αντιρατσισμό τους επιλέχθηκαν από τον «κόσμο του κόκκινου μπλοκ» πιο μαζικά, διαψεύδοντας τη φιλολογία του συρμού που παρουσιάζει ως αυτόματη κι αυταπόδεικτη τη «μετατόπιση της εργατικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας προς την ακροδεξιά».
Γνωρίζουμε τα όρια δυνάμεων όπως το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα (ως προς την προθυμία του να συγκυβερνήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες) ή (πολύ περισσότερο) των Σοσιαλφιλελεύθερων και θα προτιμούσαμε να ενισχυθεί η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία. Αλλά το παρόν άρθρο αφορά τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων και τον τρόπο με τον οποίο τα κόμματα αυτά κινήθηκαν προεκλογικά για να ενισχυθούν. Και εκεί βρίσκονται πολύτιμα κι ελπιδοφόρα «σημάδια», ενάντια στη γενικευμένη «μαυρίλα» που επιχειρεί να παρουσιάσει την «ακροδεξιά στροφή» ως σαρωτικό κι αναπόφευκτο φαινόμενο –είτε για να πείσει σε συστράτευση πίσω από την παραδοσιακή κεντροαριστερά, είτε για να νομιμοποιήσει την υπόκλιση σε ρατσιστικές/ξενοφοβικές πολιτικές ως τάχα «ευαισθησία απέναντι στις ανησυχίες των λαϊκών στρωμάτων».
Προς το παρόν, οι Σοσιαλδημοκράτες που πίστεψαν ότι θα συγκροτήσουν κυβέρνηση υπερασπίζοντας σθεναρά τα ρατσιστικά «κεκτημένα» της προηγούμενης περιόδου, προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με δυνητικούς κυβερνητικούς συμμάχους που κατέγραψαν επιτυχίες κάνοντας σημαία τους (και) την αντιρατσιστική πάλη…