Τ ις 35.770 έφτασαν την περίοδο 2010 έως σήμερα οι αποχωρήσεις εκπαιδευτικών.
Ειδικά στη δευτεροβάθμια ήταν 21.670. Είναι φανερό ότι δύο είναι οι λόγοι. Ένας είναι η μεγάλη ηλικία του εκπαιδευτικού προσωπικού που αναγκάζεται, παρά τη μείωση των αποδοχών του, να βγαίνει στη σύνταξη. Και δεύτερος είναι η αφόρητη κατάσταση που διαμορφώνεται στην εκπαίδευση, όπου οι συνθήκες εργασίας αναγκάζουν πολλούς συναδέλφους και συναδέλφισσες να ζητούν μετάταξη σε άλλους φορείς ή και κάποιους να παραιτούνται. Οι ανάγκες που αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην εκπαίδευση για μόνιμους διορισμούς φαίνονται από το γεγονός ότι χρειάστηκαν 31.300 αναπληρωτές για να καλυφτούν οι ανάγκες τη φετινή χρονιά. Το αίτημα συνεπώς για μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση είναι πιο ώριμο από ποτέ.
Η εργαλειακή χρήση
ενός δίκαιου αιτήματος
Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για 4.500 διορισμούς στην ειδική αγωγή και για 10.500 διορισμούς έως το 2022 έγιναν την περίοδο που οι εκπαιδευτικοί μόνιμοι και αναπληρωτές αμφισβητούσαν στο δρόμο το νόμο για το προσοντολόγιο Γαβρόγλου. Ήταν το καρότο απέναντι σε ένα κίνημα που είχε αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ για άλλη μια φορά πήρε ένα υπερώριμο αίτημα και δήλωσε ότι θα το ικανοποιήσει –σε ένα βαθμό βέβαια, μια που οι ανάγκες διορισμών είναι πολλαπλάσιες– με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετηθεί μια αντιδραστική τομή στην εκπαίδευση. Έτσι οι διορισμοί αξιοποιήθηκαν ως δούρειος ίππος για την εισαγωγή της αξιολόγησης –με ποινή απόλυσης των αναπληρωτών– στην εκπαίδευση. Αντί λοιπόν να αποδεχτεί το αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος για διορισμό όλων των αναπληρωτών που έχουν δουλέψει στο δημόσιο σχολείο, αξιοποίησε τους διορισμούς για να περάσει την αντιεκπαιδευτική του μεταρρύθμιση.
Και όχι μόνο. Μεθόδευσε έτσι τις ημερομηνίες, ώστε να αξιοποιηθεί η εξαγγελία προεκλογικά και να εξασφαλίσει την ομηρία όσων αναπληρωτών έβλεπαν τις συγκεκριμένες προσλήψεις ως τον μόνο τρόπο να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη μονιμότητα. Είναι ενδεικτικό ότι έως τη στιγμή που γράφεται το άρθρο δεν είναι σίγουρο αν τελικά ακόμα και οι διορισμοί της ειδικής αγωγής θα γίνουν ή η απόφαση θα περάσει στην επόμενη κυβέρνηση. Σίγουρη πάντως είναι η απόλυση όλων των αναπληρωτών με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Η έναρξη της προεκλογικής περιόδου και το πάγωμα των διαδικασιών ΑΣΕΠ λόγω εθνικών εκλογών σημαίνει ότι θα χρειαστεί η απόφαση της τριμελούς επιτροπής του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία έχει προσφύγει το υπουργείο παιδείας για την εξαίρεση των προσλήψεων και τη συνέχιση των διαδικασιών που έχουν ξεκινήσει. Για τις 10.500 προσλήψεις δεν έχει γίνει ακόμα προκήρυξη, ενώ οι 4.500 διορισμοί στην ειδική αγωγή δεν έχουν κατανεμηθεί ανά κατηγορία. Είναι φανερό πόσο αργά κινούνται οι διαδικασίες. Και όλα αυτά για ένα υπερώριμο αίτημα, μια από τις βασικές εξαγγελίες του παλιού ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ, που ο νέος μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποίησε παρά τα πολλά χρόνια παραμονής του στην εξουσία.
Οι μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον μνημονιακό προσανατολισμό των κυβερνήσεων. Την ώρα που η ελαστικοποίηση της εργασίας έχει πάρει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μαζικότερα από ποτέ χαρακτηριστικά, η μόνιμη και σταθερή εργασία φαίνεται ως αναχρονισμός. Ήδη με την προσέγγιση της ΝΔ στην εξουσία τόσο οι δανειστές, όσο και μια πλειάδα ΜΜΕ κραυγάζουν για τον εκτροχιασμό που έχουν προκαλέσει οι παροχές του ΣΥΡΙΖΑ. Το τι θα κάνει η ΝΔ με τους εξαγγελθέντες διορισμούς δεν είναι καθόλου μυστήριο. Καμιά λοιπόν μνημονιακή κυβέρνηση δεν θέλει πραγματικά τους διορισμούς. Και αν κάποιοι γίνουν, θα είναι μόνο σαν ένα βήμα πίσω, ώστε να γίνουν πολλά βήματα εμπρός στη συνέχιση και εμβάθυνση της συνολικότερης μνημονιακής πολιτικής.
Το 19ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ
Το αίτημα των μαζικών διορισμών δεν θα μπορούσε να μη χρησιμοποιηθεί στην προεκλογική εκστρατεία των ΣΥΝΕΚ ενάντια στη ΝΔ. Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τα έως τώρα αποτελέσματα στην πλειοψηφία των ΕΛΜΕ της χώρας, η άνοδος της ΔΑΚΕ δεν έγινε δυνατό να ανακοπεί. Ούτε βέβαια και η πτώση των ΣΥΝΕΚ. Είναι φανερό ότι η ενίσχυση της ΔΑΚΕ είναι μια ακόμα απόδειξη της ανόδου της ΝΔ που πλησιάζει στην εξουσία. Είναι προφανές ότι αντιπολίτευση στη ΔΑΚΕ δεν μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΣΥΝΕΚ όσο και αν το προσπαθήσουν. Γιατί είναι δέσμιοι των ίδιων μνημονιακών πολιτικών, της αδιοριστίας, της εργασιακής ομηρίας των αναπληρωτών, της αξιολόγησης, της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, του νέου Λυκείου για λίγους και εκλεκτούς.
Στο συνέδριο της ΟΛΜΕ, που θα γίνει στις 29/6 έως 2/7, είναι πολύ δύσκολο να περιμένει κανείς ότι θα γίνει πραγματική συζήτηση για τα προβλήματα του κλάδου και το πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπισή τους. Αυτό που σίγουρα θα γίνει είναι ότι θα μετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ δια των συνδικαλιστικών εκπροσώπων τους. Που πιθανά μόνο να ομονοήσουν για την ανατροπή κατακτήσεων του κλάδου όπως η αντίθεση στην αξιολόγηση, ακριβώς όπως και στο προηγούμενο συνέδριο.
Για μας το συνέδριο της ΟΛΜΕ θα έπρεπε να προσανατολιστεί για το πώς θα εξασφαλίσει ένα πρόγραμμα μάχης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κατεδάφιση της εκπαίδευσης. Και μέσα σε όλα το πώς θα εξασφαλίσει ότι οι διορισμοί, που εξαγγέλθηκαν, θα γίνουν ως ένα πρώτο βήμα για όσους πραγματικά χρειάζονται. Μόνο η κοινή δράση και στάση των δυνάμεων της Αριστεράς θα μπορούσε να βοηθήσει να γίνουν βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Για να μπορούν να δίνονται μάχες με προοπτική νίκης. Και στο συνέδριο, αλλά και μετά.