Είναι δεδομένο ότι θα συζητάμε πολλά χρόνια ακόμη για το τι συνέβη την 5η Ιούλη του 2015.
Πρόκειται για μια συζήτηση χρήσιμη, που είναι αναγκαίο να γίνεται όχι για να επιβεβαιώνει «γιατί ήμασταν καταδικασμένοι να χάσουμε», αλλά για το πώς θα μπορούσαμε να είχαμε νικήσει. Η πολιτική πόλωση, η ταξική αντιπαράθεση και το ξεγύμνωμα ενός ολόκληρου συστήματος εκείνες τις ημέρες πρέπει να επιβαρύνει τις συνειδήσεις όσων τελικώς συμβιβάστηκαν και να συνεχίσει να εμπνέει όσους δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται από τότε.
Τι προηγήθηκε
Το 2015 αποτελεί μια χρονιά ορόσημο. Μετά από δεκαετίες διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εκφράσει τη λαϊκή πλειοψηφία και να αλλάξει πρωτόγνωρα και αστραπιαία τον πολιτικό συσχετισμό στην Ελλάδα. Ο κραταιός δικομματισμός κατέρρευσε στις εκλογές του Γενάρη και ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κέρδισε την πρωτιά. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν ήταν προϊόν επικοινωνιακών χειρισμών, τηλεαστέρων και χορηγούμενων προσπαθειών. Αντίθετα, η κυρίαρχη τάξη και οι δανειστές έδωσαν σκληρή μάχη για να αποφύγουν την πολιτική «περιπέτεια» που άνοιγε μπροστά τους η πολιτική νίκη του Γενάρη του ΄15.
Ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα του 2006-2007, στο Δεκέμβρη του 2008, στο τεράστιο αντιμνημονιακό κίνημα του 2010-2011 και στους αντιφασιστικούς αγώνες ιδιαίτερα του 2013, στήριξε το εγχείρημα και αποτέλεσε τον βασικότερο παράγοντα εκτόξευσής του. Άσχετα αν πλέον κάποιοι μιλούν για τον χαρισματικό Τσίπρα και το επιτελείο του. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενη στη διακυβέρνηση, γνώριζε ότι όλους τους παραπάνω θα τους έβρισκε απέναντί της σε μια ενδεχόμενη «κωλοτούμπα».
Αυτός είναι και ο λόγος που στην πορεία προς την κυβερνητική εξουσία προετοίμαζε το έδαφος για τη συστημική προσαρμογή θολώνοντας σημεία του προγράμματος και υποτιμώντας τη σημασία της οργάνωσης από τα κάτω. Κάπως έτσι ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2015 έκανε σημαντικές υποχωρήσεις προσπαθώντας να δώσει διαπιστεύσεις νομιμοφροσύνης στο σύστημα (συνεργασία με ΑΝΕΛ, υποψηφιότητα Παυλόπουλου, συμφωνία 20ης Φλεβάρη). Σε κάποιες από αυτές μάλιστα πρωτοστάτησαν προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Βαρουφάκης, που τώρα επανεμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο ως οι συνεχιστές της μάχης ενάντια στα μνημόνια. Πρόκειται για μια καραμπινάτη αντίφαση.
Η 5η Ιούλη
Δεν είναι εύκολο να ξεχαστούν τα όσα συνέβησαν τη βδομάδα πριν το δημοψήφισμα. Ειδικά σήμερα έχει μια πρόσθετη αξία να τα ανασύρουμε στη μνήμη μας. Ένα ολόκληρο σύστημα στάθηκε απέναντι στην επιλογή του ΟΧΙ. Το πολιτικό κατεστημένο των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, συνεπικουρούμενο από τους διεθνείς συμμάχους του, τρομοκρατούσε έναν ολόκληρο λαό με το ότι, αν ψήφιζε ΟΧΙ, θα ακολουθούσε η απόλυτη καταστροφή. Οι εργοδότες και οι ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων εκβίαζαν τους εργαζόμενους να ψηφίσουν ΝΑΙ, απειλώντας τους εναλλακτικά με απολύσεις και μειώσεις μισθών. Τα κυρίαρχα μίντια ψευδολογούσαν και έστηναν ρεπορτάζ προκειμένου να αποπροσανατολίσουν και να φοβίσουν τον κόσμο. Οι διεθνείς και εγχώριοι τραπεζίτες έκλεισαν τις τράπεζες, δημιουργώντας ένα κλίμα κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Απέναντι σε όλους τους παραπάνω η νεολαία, ο κόσμος της εργασίας και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είπαν ένα βροντερό ΟΧΙ. Ένα ΟΧΙ που άγγιξε το 62% μέσα στις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω. Το αποτέλεσμα αυτό του δημοψηφίσματος ήταν η κορωνίδα σχεδόν μιας δεκαετίας αγώνων, κινημάτων και προσπάθειας οικοδόμησης πολιτικής εναλλακτικής. Εκείνες τις ημέρες οργανώσεις, στελέχη και απλός κόσμος της Αριστεράς γύριζαν πόρτα πόρτα σπάζοντας το φόβο και την προπαγάνδα των ΜΜΕ. Η Αριστερά που τελικώς δεν υποτάχθηκε βγήκε στο προσκήνιο κάνοντας ακτιβισμούς, διαδηλώσεις, αφισοκολλήσεις, συζητήσεις κλπ. Η «Αριστερή Πλατφόρμα» του ΣΥΡΙΖΑ, κομμάτια της νεολαίας του, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είχαν μιλήσει έγκαιρα για την ανάγκη ρήξεων και πολιτικών συγκρούσεων και αυτός ήταν και ο λόγος που υπεράσπισαν το ΟΧΙ δυναμικά. Δεν αρκούσε όμως μόνο να έχεις μιλήσει γι’ αυτό αλλά χρειάζονταν πολλά παραπάνω.
Αντίθετα το ΚΚΕ απείχε προκλητικά από εκείνη τη μάχη. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα κίνητρα Τσίπρα, δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες που άνοιγε μια νίκη του ΟΧΙ. Δε διέκρινε την ταξική σύνθεση του κόσμου που στοιχιζόταν πίσω από κάθε επιλογή. Το ΟΧΙ ήταν μια επιλογή που πήρε εξωπραγματικά ποσοστά σε λαϊκές και εργατικές περιοχές: 76,64% στο Πέραμα, 72,84% στο Κερατσίνι, 71,81% στο Λαύριο, 70,31% στο Περιστέρι. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς σε ποιες περιοχές αντίστοιχα υπερίσχυσε το ΝΑΙ. Υπολογίζεται ότι από τη συγκέντρωση του ΟΧΙ την Παρασκευή 3 Ιουλίουπέρασε περίπου 400.000 κόσμος, την ώρα που στην αντίστοιχη του ΝΑΙ είναι ζήτημα να ήταν λίγες δεκάδες χιλιάδες.Κι όμως το ΚΚΕ αντιμετώπισε αυτό τον κόσμο ως εξαπατημένο και όχι ως αγωνιζόμενο. Κι όμως τα ΜΜΕ παρουσίαζαν τις δύο διαδηλώσεις περίπου ισάριθμες, ενώ οι δημοσκόποι έβλεπαν σκληρό ντέρμπι και μικρή διαφορά. Όλους τους παραπάνω τους διέψευσε η πολιτική επιλογή ενός λαού να σηκώσει το ρίσκο μιας πολιτικής ρήξης με τα μνημόνια και τις πολιτικές της φτώχειας.
Μνημονιακή στροφή ΣΥΡΙΖΑ
Ο λαός έβαλε πλάτη στο δημοψήφισμα, παίζοντας το κεφάλι του. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν φάνηκε αντάξια των προσδοκιών και της ελπίδας του κόσμου. Σχεδόν μέχρι την Τετάρτη 1η Ιουλίου οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν σαφή γραμμή για καμπάνια υπέρ του ΟΧΙ. Πρωτοκλασάτα στελέχη μέχρι την τελευταία στιγμή εισηγούνταν την απόσυρση από το δημοψήφισμα και την εύρεση συναινετικής λύσης με τους δανειστές, χωρίς καν τη διεξαγωγή του. Αυτές οι φωνές, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν και οι ηγεμονικές, αν κρίνουμε από το πώς ο Τσίπρας και το επιτελείο του διαχειρίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Την ώρα που ο Σαμαράς παραιτούνταν από την ηγεσία της ΝΔ κάτω από το βάρος της αποτυχίας του ΝΑΙ, ο Τσίπρας έδωσε σανίδα σωτηρίας στο μνημονιακό πολιτικό κατεστημένο, συγκαλώντας συμβούλιο πολιτικών αρχηγών την επομένη μόλις της 5ης Ιούλη, προκειμένου να έχει εθνική υπογραφή η μνημονιακή μεταστροφή του.
Στην περίφημη «17ωρη διαπραγμάτευση» επικυρώθηκε απλώς το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο απέναντι στρατόπεδο. Το ΟΧΙ μετατράπηκε σε ΝΑΙ και πραξικοπηματικά αγνοήθηκε η βούληση της λαϊκής πλειοψηφίας. Το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από κοινού από το ΣΥΡΙΖΑ και τις μέχρι τότε μνημονιακές δυνάμεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που γεννήθηκε στο ελληνικό κοινωνικό φόρουμ, στα κινήματα και στο διάλογο και τις συνθέσεις μέσα στην Αριστερά, δεν υπήρχε πια. Η αριστερή του πτέρυγα αρνήθηκε να ψηφίσει το μνημόνιο Τσίπρα και αποχώρησε, σχεδόν ολόκληρη η νεολαία του κόμματος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, ενώ πάρα πολλά στελέχη αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε αυτή την ατιμωτική για την Αριστερά εξέλιξη.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα κόμμα προσαρμοσμένο στη μνημονιακή πραγματικότητα. Φτώχεια, ανεργία, ελαστική εργασία, πλειστηριασμοί, ιδιωτικοποιήσεις, αντιδραστικές στρατιωτικές συμμαχίες, διατήρηση στρατοπέδων συγκέντρωσης και ένα σωρό άλλα «κεκτημένα» της προηγούμενης περιόδου έμειναν ανέπαφα. Κοιτάζοντας, λοιπόν, κανείς προς τα πίσω δεν πρέπει να απορεί που ένα κόμμα, που πριν τέσσερα χρόνια είχε τη στήριξη του 62% των ψηφισάντων, πλέον βρίσκεται σχεδόν δέκα(!) μονάδες πίσω από τον… Μητσοτάκη. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αποτελεί τη λογική συνέπεια της ασυνέπειας της ηγεσίας Τσίπρα απέναντι σε έναν λαό που είναι εξουθενωμένος και που διαψεύστηκαν οι ελπίδες του από την Αριστερά που έβλεπε μπροστά του.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη ηττήθηκε όχι γιατί η Αριστερά τράβηξε πολύ το σκοινί, αλλά γιατί δεν το τράβηξε ακόμη περισσότερο. Όσοι επιμένουν στο τράβηγμα, όσοι δεν συμβιβάστηκαν με το λιγότερο κακό, όσοι δεν εξαργύρωσαν την πολιτική τους σταδιοδρομία, οφείλουν, έστω και την ύστατη ώρα, να θυμηθούν το τι προοπτικές και τι δυνατότητες άνοιξαν εκείνες τις ημέρες. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να ζήσουμε αντίστοιχες και ακόμα καλύτερες…