«Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, όσο υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο...», έλεγε ο Μακάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στις 19 Ιούλη του 1974. Λίγες μέρες πριν, η ελληνική Χούντα είχε κάνει το πραξικόπημα στην Κύπρο και είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει. Την επόμενη μέρα επακολούθησε η εισβολή του τουρκικού στρατού...
Τα γεγονότα
Η περίοδος που έγινε το πραξικόπημα, και ό,τι επακολούθησε, ήταν μια περίοδος μεγάλων κλονισμών σε όλο τον κόσμο από πολέμους και λαϊκά κινήματα (πόλεμος στο Βιετνάμ, πτώση Αλιέντε στη Χιλή, πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, επαναστατική κρίση στην Πορτογαλία κλπ). Ήταν όμως και η εποχή που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση στην παγκόσμια οικονομία.
Ο κόσμος ήταν διαιρεμένος σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, της Δύσης και της Ανατολής, και ανάμεσα τους ήταν ο χώρος του Τρίτου Κόσμου. Στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός μεγάλωνε συνέχεια. Στην Κύπρο κυριαρχούσε η εθνική και η κοινωνική ανισότητα. Η ελληνική πλειοψηφία κατείχε το κράτος και τον πλούτο και η τουρκική μειονότητα ήταν υποχρεωτικά εγκλωβισμένη σε θυλάκους, για να υπερασπίσει την ύπαρξή της. Σε αυτές τις αντιθέσεις είχε προστεθεί και μία ακόμη: η προσπάθεια της ελληνικής Χούντας να υποτάξει στη γραμμή της Ένωσης το καθεστώς του Μακαρίου, που υποστήριζε τη γραμμή της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε αυτό το φόντο ξετυλίχθηκαν τα γεγονότα. Τον Ιούνιο του 1974, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακάριος, αξίωσε την αποχώρηση όλων των ελλήνων αξιωματικών, που υπηρετούσαν στην Κύπρο. Είχε προηγηθεί μια αποκάλυψη σχεδίου πραξικοπήματος από την Ελληνική Δύναμη Κύπρου, την Εθνική Φρουρά και την παρακρατική ακροδεξιά οργάνωση ΕΟΚΑ-Β. Το κέντρο της Χούντας απάντησε με πραξικόπημα (που ο Μακάριος στον ΟΗΕ το κατήγγειλε σαν εισβολή!). Επακολούθησαν άγριες μάχες μεταξύ «μακαριακών» και αριστερών από τη μια και των χουντικών από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και αγνοούμενοι. Μετά από τρείς μέρες συγκρούσεων και την επικράτηση των χουντικών, επακολούθησε πογκρόμ αυτή τη φορά κατά της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Αυτή την ευκαιρία αξιοποίησε η Τουρκία και επενέβη σαν εγγυήτρια δύναμη, επικαλούμενη τη συνθήκη της Ζυρίχης του 1959, εισβάλλοντας με τη σειρά της και κατακτώντας σχεδόν το μισό νησί.
Πάνω σ’ αυτό τον καμβά των γεγονότων υφάνθηκε μετά μια ολόκληρη μυθολογία από την ελληνική και κυπριακή άρχουσα τάξη, με σκοπό να συγκαλύψουν τις ευθύνες τους και να αθωωθούν στη συνείδηση της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η στροφή του Μακάριου
Τη δεκαετία του ’50, υπήρχαν σοβαρές ανακατατάξεις στο διεθνή ιμπεριαλισμό. Ενώ τη θέση της πρώτης δύναμης κατακτούν οι ΗΠΑ, η παλιά αυτοκρατορία της Βρετανίας φθίνει, παρακμάζει και αποχωρεί από περιοχές που ήταν άλλοτε προπύργιά της (Σουέζ, Ανατολική Μεσόγειος κλπ). Στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα τότε, η Ελλάδα αποτελούσε έναν κρίκο, κατέχοντας μια θέση περιφερειακής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, που της έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσει ένα ρόλο διαμεσολαβητή της αμερικάνικης ηγεμονίας στην ευρύτερη περιοχή και να καλύψει το κενό. Έτσι, αλλά και στη βάση του εθνικιστικού κυπριακού κινήματος, το 1954 η κυβέρνηση Παπάγου έβαλε στον ΟΗΕ το ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Μετά από πέντε χρόνια εθνικών μαζικών κινητοποιήσεων, ένοπλων αψιμαχιών και διπλωματικών αντιπαραθέσεων, το αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία της Ζυρίχης το 1959.
Με τη συμφωνία της Ζυρίχης δεν επιτεύχθηκε ο στόχος της Ένωσης, αλλά δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία κάτω από ένα καθεστώς εγγυητριών δυνάμεων ( Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας). Ταυτόχρονα η εσωτερική οργάνωση του νέου κράτους πρόσφερε κάποια δικαιώματα και εγγυήσεις στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, που όμως στην πραγματικότητα ήταν πολίτες β΄ κατηγορίας, χωρίς καμιά επιρροή στις εξελίξεις. Στην Κύπρο όμως, αποκλειστικά κυρίαρχη δύναμη ήταν η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη, με επικεφαλής τον Μακάριο και την Εθναρχία, μια δύναμη σοβινιστική και αντικομουνιστική.
Με τη συμφωνία της Ζυρίχης πάγωσαν οι ακροδεξιοί ενωτικοί (γριβικοί) και βρέθηκε σε άβολη θέση η κυβέρνηση Καραμανλή. Ο Μακάριος όμως και οι σύμμαχοί του άρπαξαν την ευκαιρία με μεγάλη αυτοπεποίθηση και έκαναν τη στροφή από τη γραμμή της Ένωσης στην Ανεξαρτησία.
Αυτή η στροφή ήταν απολύτως δικαιολογημένη για την κυπριακή ολιγαρχία. Η Ένωση με την Ελλάδα σήμαινε ότι το κυπριακό κεφάλαιο θα βρισκόταν σε ένα περιβάλλον χωρίς προστασία από τον ανταγωνισμό των ελλήνων καπιταλιστών, που ήταν σαφώς ισχυρότεροι, με αποτέλεσμα να περιπέσει πολύ γρήγορα σε δευτερεύουσα θέση. Ταυτόχρονα θα έχανε τις αγορές της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, της οποίας ήταν μέλος. Επίσης θα υποβαθμιζόταν άμεσα και ο κυπριακός εφοπλισμός που είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τις αραβικές χώρες και την ΕΣΣΔ.
Έτσι, το δίλημμα «Ένωση ή Ανεξαρτησία» μετατράπηκε σε μια διαφορά στρατηγικής μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, που κόστισε στο τέλος στην Αθήνα τη μείωση του ρόλου της στην Κύπρο. Από το 1959 μέχρι το 1974, αυτή η διαφορά στρατηγικής οδήγησε σε ανοικτή αντιπαράθεση και εκδηλώθηκε με πολλά γεγονότα (σχέδιο Άτσεσον, ελληνική μεραρχία στην Κύπρο, υπόθεση με τα όπλα από την Τσεχοσλοβακία, εκπαίδευση Παναγούλη και απόπειρα εκτέλεσης Παπαδόπουλου, δολοφονία Γεωρκάτζη κλπ).
Στη βάση αυτών των δεδομένων, το πραξικόπημα των χουντικών στην Κύπρο ήταν μια οριακή κίνηση, άτσαλη και τυχοδιωκτική, αλλά πάντα μέσα στο επεκτατικό σχέδιο επέμβασης του ελληνικού κράτους στην περιοχή. Τα φασιστικά στελέχη της Χούντας μπορούμε να τα κατηγορήσουμε για πολλά πράγματα, αλλά όχι για απιστία απέναντι στον ελληνικό εθνικισμό.
Η θέση των τουρκοκυπρίων
Οι απολογητές του ελληνικού εθνικισμού μιλούν πάντα μόνο για την τουρκική εισβολή και τις βιαιοπραγίες... «ξεχνώντας» το τι είχε προηγηθεί... Η θέση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο, πριν το 1974, έμοιαζε αρκετά με τη θέση των Παλαιστινίων στο Ισραήλ! Η κοινωνική σύνθεση της μειονότητας ήταν φτωχοί αγρότες στα όρια της εξαθλίωσης και χαμηλόμισθοι εποχιακοί χειρώνακτες εργάτες στις ελληνικές επιχειρήσεις και πάνω στην υπερεκμετάλλευσή τους στηρίχθηκε η ανάπτυξη του κυπριακού κεφαλαίου. Γι’ αυτό μαζί με την εθνική υπήρχε και η ταξική εχθρότητα που δηλητηρίαζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού.
Πριν την Ανεξαρτησία, η ΕΟΚΑ του Γρίβα είχε επιδείξει πλούσια δολοφονική και ρατσιστική δράση σε βάρος του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Η συνέπεια, όμως, δεν ήταν η υποταγή της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αλλά η μαζική στροφή της σε εθνικιστικές οργανώσεις που ανέπτυσσαν την ανάλογη δράση και είχαν κεντρικό σύνθημα τη Διχοτόμηση (ενάντια στην Ένωση, το σύνθημα των ελληνοκυπρίων εθνικιστών).
Μετά τη συμφωνία της Ζυρίχης (1959), ξεκίνησε και οργανώθηκε από την Εθναρχία μια παρατεταμένη επίθεση στην τουρκική μειονότητα σε κάθε επίπεδο. Το πρόσχημα ήταν ότι το ζυριχικό Σύνταγμα δεν ήταν λειτουργικό, γιατί έδινε υπερβολικά προνόμια στους τουρκοκυπρίους. Σ’ αυτή την επίθεση πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ακόμη μία φορά ο όχλος των ακροδεξιών παρακρατικών, αλλά αυτή τη φορά κάτω από την άμεση επίβλεψη των «μακαριακών». Η οργάνωση «Ακρίτας», που είχε επικεφαλής υπουργούς της κυβέρνησης, τα Χριστούγεννα του 1963 εξαπόλυσε την πρώτη μαζική στρατιωτική επιχείρηση ενάντια στην τουρκοκυπριακή μειονότητα. Πέρα από τις δολοφονίες και κάθε είδους αθλιότητες, το αποτέλεσμα ήταν το κλείσιμο των τουρκοκυπρίων σε θύλακες περικυκλωμένους και αποκλεισμένους. Έτσι το 18% του πληθυσμού της Κύπρου, που ήταν τουρκοκύπριοι, «περιορίστηκε» στο 4% του εδάφους. Ο Μακάριος πανηγύριζε και προέβλεπε ότι η μειονότητα δεν θα άντεχε πολύ τον εγκλωβισμό της στους θύλακες («...πόσον καιρόν θα ανθέξουν; Το ηθικόν των είναι πολύ χαμηλόν...») και θα αναγκαζόταν να υπογράψει την υποταγή της χωρίς όρους ...
Αυτή η πολιτική απέναντι στη μειονότητα συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το 1974. Τότε όμως η επέμβαση του τουρκικού στρατού άλλαξε τους συσχετισμούς, επιβάλλοντας μια βαριά ήττα στον ελληνοκυπριακό εθνικισμό. Το κόστος όμως το πλήρωσαν οι απλοί άνθρωποι. Ο τουρκικός στρατός και οι τουρκοκύπριοι παρακρατικοί εφάρμοσαν τα αντίποινά τους πάνω στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό (200 χιλιάδες πρόσφυγες, δολοφονίες, βιασμοί και αγνοούμενοι).
Η Αριστερά
Το ΑΚΕΛ δημιουργήθηκε το 1941, στη θέση του παλιού ΚΚ. Το νέο αριστερό κόμμα είχε από την αρχή στον πυρήνα του αρκετά στοιχεία της φιλελεύθερης διανόησης. Με τη νέα του σύνθεση υποσχόταν μια πιο «ανοικτή» πολιτική στην κυπριακή κοινωνία, γιατί θεωρούσε το παλιό ΚΚ ως πολύ «στενά ταξικό».
Από το πρώτο του συνέδριο ακόμη, το ΑΚΕΛ έβαλε στο πρόγραμμά του το ζήτημα της Ένωσης, ενώ ο άλλος άξονας της πολιτικής του ήταν οι εργατικές διεκδικήσεις. Όμως ενώ το ζήτημα της Ένωσης του εξασφάλιζε την ανοχή από την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη, που ήταν βαθιά αντικομουνιστική, το αποξένωνε από το κομμάτι των τουρκοκυπρίων εργαζομένων. Κανένας δεν θα ήθελε να περάσει μια τέτοια δοκιμασία... ενώ η ρητορική για ισοτιμία των μειονοτήτων, σε μια Κύπρο που θα είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα, δεν έπειθε κανέναν. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι απλά αγνοήθηκε η γνώμη τους, υποδηλώνοντας μια βαθιά υποτίμηση και προκατάληψη απέναντι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Αυτή η αντιφατική πολιτική αποτιμήθηκε πολύ γρήγορα. Την ίδια ώρα που οι τουρκοκύπριοι εργάτες αποξενώνονταν από το κόμμα, η ηγεσία στρεφόταν όλο και πιο δεξιά, ψάχνοντας απεγνωσμένα συμμάχους, που δεν τους έβρισκε λόγω του αντικομουνισμού που επικρατούσε στο πολιτικό κλίμα. Έτσι η κατρακύλα στον «αριστερό» εθνικισμό επιταχύνθηκε. Ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της εθνικιστικής ΕΟΚΑ το 1955, το ενωτικό κίνημα και το ξέσπασμα της εθνοτικής έντασης με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, η πολιτική του ΑΚΕΛ έφτασε στα όρια της ατίμωσης. Ενώ δολοφονήθηκαν δεκάδες μέλη του από την ΕΟΚΑ την περίοδο 1957-1960, η απάντησή του ήταν η σιωπή και όχι η αντίσταση, για να μη διαταραχθεί η συνοχή του ενωτικού κινήματος. Ταυτόχρονα η «Χαραυγή», η εφημερίδα του ΑΚΕΛ, παρέδιδε μαθήματα υποταγμένης δημοσιογραφίας, παρουσιάζοντας τους τουρκοκύπριους σαν βάρβαρους, όχλο, αγράμματους, βιαστές κλπ, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τους δολοφόνους της ΕΟΚΑ και συγκάλυπτε την αλήθεια, είτε δήλωνε άγνοια για τα εγκλήματα της εθνικιστικής βίας. Στο τέλος της διαδρομής, το ΑΚΕΛ παρέμεινε ένα μεγάλο εκλογικά αριστερό κόμμα, αλλά πολιτικά εξαρτημένο από την Εθναρχία, χωρίς καμιά δυνατότητα ανεξάρτητων πολιτικών πρωτοβουλιών.
Προοπτική;
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, το Κυπριακό μπήκε σε άλλη φάση. Η συντριβή της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ και οι νέοι συσχετισμοί έκλεισαν το κεφάλαιο «ανεξάρτητη Κύπρος» κάτω από τη μονολιθική ηγεμονία της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης. Με τον τουρκικό στρατό στο νησί, η νέα στρατηγική δεν θα μπορούσε να «ξεπερνάει» τον ορίζοντα της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, με διάφορες προσθαφαιρέσεις στις λεπτομέρειες. Μια ολόκληρη διαδρομή που ξεκίνησε λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν πατριωτικό κίνημα για την Ένωση, «έστριψε» το 1959 στην Ανεξαρτησία, κατέληξε μετά το 1974 στη διαπραγμάτευση (εδώ και 45 χρόνια) για κάποιο είδος Ομοσπονδίας. Αυτό από μόνο του σηματοδοτεί μια μεγάλη ήττα.
Όμως, ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός δεν μπορεί να αποδεχτεί την ήττα του και το συμβιβασμό. Έτσι, σε κάθε ριπή αστάθειας που χτυπάει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, προσπαθεί να νεκραναστήσει τις παλιές φιλοδοξίες του. Μια τέτοια στιγμή είναι και η σημερινή με το πρόβλημα μοιράσματος του ορυκτού πλούτου και των ΑΟΖ. Στο στόμα πολλών αναλυτών και διπλωματών κυκλοφορεί η εκτίμηση ότι αυτή η στιγμή είναι η καλύτερη για την οριστική λύση του Κυπριακού. Τι να σημαίνει άραγε αυτό; Διαπραγματεύσεις για έναν συμβιβασμό στο μοίρασμα του ορυκτού πλούτου στη βάση των νέων δεδομένων ή μια νέα τυχοδιωκτική πολεμική περιπέτεια;
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, για τα μαζικά κινήματα και την Αριστερά, σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: διεθνιστική ενότητα και άμεσοι κοινοί αγώνες των λαών ενάντια στον πόλεμο, τους εξοπλισμούς και τις ΑΟΖ. Και σε ποια προοπτική; Την προοπτική της σοσιαλιστικής ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους εθνικισμούς.