Το μέλλον του Νετανιάχου κρίνει τις προοπτικές «εθνικής ενότητας»
Μ ετά τις εκλογές του Απρίλη στο Ισραήλ, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έδειχνε έτοιμος να σπάσει τα ρεκόρ μακροβιότητας στην πρωθυπουργία. Είχε κυβερνήσει το 1996-99 και αδιάλειπτα από το 2009 ως το 2019, ενώ το Λικούντ ετοιμαζόταν να ηγηθεί μιας νέας κυβέρνησης συνασπισμού με ακροδεξιά, εθνικιστικά και θρησκευτικά κόμματα.
Όμως, αντιμέτωπος με μια σειρά σκανδάλων που τον απειλούν, θεωρήθηκε πιο ευάλωτος σε πιέσεις από τους δυνητικούς συμμάχους του, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει διαμάχη μεταξύ του ακροδεξιού εθνικιστή Λίμπερμαν και των θρησκευτικών φονταμενταλιστικών κομμάτων (όσον αφορά την απαλλαγή στράτευσης για τους υπερορθόδοξους Εβραίους). Ο Νετανιάχου επέλεξε την άμεση προσφυγή σε νέες κάλπες, για «να του λυθούν τα χέρια».
Νέα αδιέξοδα
Όπως αποδείχθηκε, οι νέες κάλπες δεν άλλαξαν δραματικά τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό, με αποτέλεσμα τα εμπόδια να παραμένουν ίδια. Η «δεξιά παράταξη» παραμένει πλειοψηφική: Το Λικούντ έμεινε περίπου στάσιμο (25,14% από 26,5%), τα δύο βασικά θρησκευτικά κόμματα πήραν αθροιστικά 13,5% (από 11,8%), το ακροδεξιό κόμμα του Λίμπερμαν 7% (από 4%) και το Yamina (ακροδεξιός συνασπισμός με βασικό αίτημα τον εποικισμό της Δυτικής Όχθης) πήρε 6%. Όμως το Λικούντ εξακολουθεί να χρειάζεται τις έδρες όλων των ακροδεξιών και θρησκευτικών κομμάτων για να σχηματίσει κυβέρνηση δεξιού συνασπισμού και η διαμάχη μεταξύ Λίμπερμαν και υπερορθόδοξων παραμένει άλυτη.
Η λεγόμενη «κεντροαριστερή» παράταξη δεν διαθέτει δυνατότητα πλειοψηφίας, αλλά ο βασικός αντίπαλος του Νετανιάχου, ο Μπένι Γκαντζ, κέρδισε (στο νήμα) την πρωτιά με 25,9% (από 26,13%) και με το κόμμα του «Μπλε και Λευκό» να έχει 2 έδρες παραπάνω από το Λικούντ εμφανίζεται επίσης ως υποψήφιος ηγέτης του κράτους.
Ο αραβοφάγος Λίμπερμαν θεωρείται πλέον ο «ρυθμιστής» σε αυτό το τοπίο. Και ο «ρυθμιστής» τοποθετήθηκε ζητώντας κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα περιλαμβάνει τα δύο μεγάλα κόμματα και το δικό του. Μοιάζει το πιο πιθανό σενάριο, με αγκάθι όμως την τύχη του Νετανιάχου. Ο ίδιος παραμένει ισχυρός πολιτικός παίκτης με το ποσοστό που συγκέντρωσε και θα διαπραγματευτεί σκληρά τη μοίρα του (πολιτική αλλά και ποινική – και αυτό περιπλέκει την κατάσταση). Ο Γκαντζ δηλώνει έτοιμος για εθνική ενότητα, αλλά η βασική διαφοροποίηση του κόμματός του από το Λικούντ ήταν η υποτιθέμενη εναντίωσή του στη διαφθορά. Θα μπορούσε να δεχτεί συγκυβέρνηση με το Λικούντ χωρίς τον Νετανιάχου, αλλά πιο δύσκολα με τον ίδιο.
Πέρα από το πολιτικό παιχνίδι εξουσιών άλλωστε, η προοπτική «εθνικής ενότητας» ούτε θα αποτελέσει έκπληξη, ούτε θα είναι κανένας «σεισμός». Αυτή έχει ήδη «τσιμεντωθεί» στο βασικό ζήτημα που είναι το Παλαιστινιακό.
Ο «κεντρώος» Γκαντζ
Περιγράφαμε τον Απρίλη ότι ο υποτιθέμενος «κεντρώος» υποψήφιος Μπένι Γκαντζ υπήρξε επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων από το 2011 ως το 2015 και ήταν ο υπεύθυνος της σφαγής στη Γάζα το 2014, για την οποία περηφανευόταν ανοιχτά στην προεκλογική του εκστρατεία («τους γυρίσαμε στην Εποχή του Λίθου»). Το κόμμα του χρησιμοποιεί ως όνομα τα χρώματα της σημαίας, έχει στελεχωθεί και από άλλους πρώην στρατιωτικούς και δηλώνει «κεντρώο»: καθώς στην ισραηλινή πολιτική συζήτηση ο όρος «Αριστερά» υποδηλώνει συμπάθεια για τους Παλαιστίνιους, ο Γκαντζ παίρνει συμβολικές αποστάσεις ακόμα και από το χλωμό «Κεντροαριστερά», που υποδηλώνει μια κάποια νεφελώδη πρόθεση «ειρήνης». Άλλωστε το Εργατικό Κόμμα, που (σε πείσμα των πεπραγμένων του) θεωρούνταν το βασικό κόμμα του λεγόμενου δήθεν «στρατοπέδου της ειρήνης» (δηλαδή όσων κρύβονταν πίσω από φύλλα συκής όπως η διαδικασία του Όσλο), έχει βυθιστεί στο 4,5% περίπου και έχει εκτοπιστεί από το «Μπλε και Λευκό». Φαίνεται ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος ούτε για τον λεγόμενο «αριστερό σιωνισμό» που κρατούσε κάποια προσχήματα.
Κυριαρχία του εθνικισμού
Από τότε μεσολάβησε μια... δεξιά μετατόπιση και του Νετανιάχου και του Γκαντζ κατά την προεκλογική περίοδο, ιδιαίτερα στα ζητήματα εποικισμού και προσάρτησης της Δυτικής Όχθης.
Όσα έγραφε ο Ισραηλινός αντισιωνιστής αρθρογράφος Γκιντεόν Λεβί πριν από τις εκλογές του Απρίλη ισχύουν ακόμα:
«Το αποτέλεσμα των εκλογών της Τρίτης έχει κάτι σίγουρο: Περίπου 100 μέλη [σ.σ.: από τα 120] της επόμενης Κνεσέτ θα είναι υποστηρικτές του απαρτχάιντ… Θα εκλεγούν από ψηφοδέλτια που αποκαλούνται δεξιά, αριστερά ή κεντρώα, αλλά αυτό που έχουν ως κοινό επισκιάζει τις όποιες διαφορές τους: Κανένας δεν σκοπεύει να τερματίσει την κατοχή. Συνεπώς, αυτές οι εκλογές είναι τελείως ασήμαντες… Ο λαός είναι πιο ενωμένος από ποτέ, ψηφίζοντας υπέρ του απαρτχάιντ...».
Με αυτό δεδομένο, από τη σκοπιά όσων στηρίζουμε τον παλαιστινιακό αγώνα, η συζήτηση για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης δεν σημαίνει και πολλά.
Αραβικό ψηφοδέλτιο
Το θετικό αξιοσημείωτο αυτής της κάλπης ήταν η ανακατάληψη της τρίτης θέσης από την Κοινή Λίστα, τη συμμαχία κομμάτων που απευθύνονται κυρίως στους Παλαιστίνιους. Μετά την επιτυχία του 2015, τον περασμένο Απρίλη η διάσπαση της Λίστας κόστισε στα δύο αραβικά ψηφοδέλτια, που άθροισαν 335.000 ψήφους, 7,8% και 10 έδρες. Η ανασύστασή της έφερε και πάλι την τρίτη θέση, με 10,5%, 455.000 ψήφους και 13 έδρες. Σε εχθρικό περιβάλλον, η «ορατότητα» του παλαιστινιακού πληθυσμού είναι σημαντική.
Αν συνυπολογίσουμε τη συμμαχία γύρω από το αριστερό σοσιαλδημοκρατικό Μερέτζ (παρά τις αδυναμίες του είναι ειλικρινά υπέρ της ειρήνης και της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους) με το 4,3% και τις 5 έδρες του, ο Λέβι πέτυχε σχεδόν ακριβώς τον αριθμό των εδρών στην Κνεσέτ. Υπάρχουν 18 άνθρωποι που δεν υποστηρίζουν το απαρτχάιντ, απέναντι στους 102...
Η τύχη του Νετανιάχου και η μορφή της επόμενης κυβέρνησης μπορεί να φέρει μικροτροποποιήσεις στην τακτική, τη δημόσια ρητορική, την προνομιακή σχέση με το «στρατόπεδο» του Τραμπ στις ΗΠΑ. Αλλά η επόμενη Κνεσέτ, από την οποία θα προκύψουν οι κυβερνητικές λύσεις, θα είναι απολύτως ομογενοποιημένη στον πυρήνα του σχεδίου εποικισμού, κατοχής και απαρτχάιντ κατά του παλαιστινιακού λαού.