Η απεργία στις 24 Σεπτέμβρη συγκεντρώνει μερικά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά.
Είναι η πρώτη Γενική Απεργία απέναντι στη ΝΔ. Η πρώτη Γενική Απεργία χωρίς τον Παναγόπουλο της ΓΣΕΕ. Είναι η απεργία που άντεξε την επίθεση από μέσα, τη μανιασμένη προσπάθεια των ΔΗΣΥΠ (πρώην ΠΑΣΚΕ) και ΔΑΚΕ για να υπονομευτεί. Είναι η απεργία που κρατήθηκε από την Αριστερά και τις ταξικές δυνάμεις, χωρίς ταλαντεύσεις κι οπισθοχωρήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, παίρνοντας το «μπαλάκι» από τον ΣΥΡΙΖΑ κι ανυπομονώντας να εφαρμόσει το πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, που αντανακλά την ιδεολογία της και τις επιθυμίες του ΣΕΒ και του μεγάλου κεφαλαίου, βιάστηκε να ξεδιπλώσει την αντιλαϊκή της επίθεση, ψηφίζοντας τον ένα νόμο μετά τον άλλο ενάντια σε κάθε εργαζόμενο άνθρωπο.
Όμως, η ΝΔ έμαθε από τον ΣΥΡΙΖΑ (όπως κι αυτός είχε πάρει τα μαθήματά του από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) το επικοινωνιακό παιχνίδι της αντιστροφής της πραγματικότητας. Έτσι, την ώρα που στο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο θεσμοθετεί τη μερική απασχόληση ακόμα και στο Δημόσιο (παρ. 18 του άρθρου 55 – για την 4ωρη απασχόληση για 6 μήνες), την ώρα που εξαιρεί τόσες κατηγορίες από τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και δεν μένει κανείς και καμιά με κλαδικές συμβάσεις, την ώρα που τιμωρεί την ενδελεχή άσκηση των καθηκόντων των Δημοσίων Υπαλλήλων για την αδειοδότηση των «επενδύσεων» με ελάχιστη ποινή την 3μηνη παύση από τη δουλειά τους, την ώρα που νομιμοποιεί τη μετατροπή των συμβάσεων μόνιμης εργασίας σε Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου ή Ορισμένου Χρόνου ανά πάσα στιγμή, οι υπουργοί της και τα στελέχη της διαδίδουν ότι προστατεύουν τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες από την ελαστική εργασία!
Ε πιπροσθέτως, η απόπειρα νομοθέτησης της απροκάλυπτης παρέμβασης των κυβερνήσεων και των εργοδοτών στο εσωτερικό των σωματείων (στο ίδιο νομοσχέδιο), αλλά και η προηγούμενη αντεργατική νομοθεσία που έχει ήδη ψηφιστεί («επιτελικό» κράτος, τροπολογίες για λόγο απολύσεων και συνευθύνη εργοδότη-εργολάβου), δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για «παρερμηνείες» ακόμα και για τους μνημονιακούς συνδικαλιστές της ανώτατης γραφειοκρατίας των συνδικάτων, που θέλουν να διατηρήσουν μια κάποια επαφή με τη βάση τους και να μη χάσουν κάθε επίφαση αξιοπιστίας.
Έτσι, φτάσαμε στην «ανάγκη» κήρυξης της 24ωρης απεργίας στις 24 Σεπτέμβρη ή, ακριβέστερα, στη δυσκολία εξεύρεσης προσχημάτων για τη μη κήρυξή της από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Οι συνδικαλιστές των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ελπίζουν ότι η εργασιακή ειρήνη, που είχε εξασφαλίσει το σοκ της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να περνάει και από την εκτόνωση με μια 24ωρη απεργιακή «ντουφεκιά». Εξάλλου, σε αυτές τις τακτικές έχουν αποδειχτεί «μάστορες» στο παρελθόν.
Ωστόσο, δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη όλοι οι «υψηλοί» γραφειοκρατικοί μηχανισμοί των π. ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ και, για προληπτικούς λόγους, επιχείρησαν με μανία να διαλύσουν το ενιαίο απεργιακό μέτωπο, που φαινόταν να σχηματίζεται από ΑΔΕΔΥ, ΕΚΑ, ΕΚΠειραιά, συγκοινωνίες κλπ, είτε προωθώντας κάποια Εργατικά Κέντρα (σε Ροδόπη, Κρήτη κλπ) να αποφασίσουν απεργία για τις 25 Σεπτέμβρη (μια μέρα μετά), είτε βγάζοντας «συμβουλευτική» ανακοίνωση ο Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ για απεργία στις 2 Οκτώβρη!
Η απεργία στις 24 Σεπτέμβρη κρατήθηκε, τελικά, με μεγάλη δυσκολία, χάρη στην επιμονή όλων των αριστερών και ταξικών δυνάμεων στα συνδικάτα και επειδή, με την αλλαγή της κυβέρνησης, οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ διαχωρίστηκαν από ΔΑΚΕ-ΔΗΣΥΠ (π. ΠΑΣΚΕ).
Το κοινωνικό υπόβαθρο
Οι εργαζόμενες κι οι εργαζόμενοι, παρά την παραλυτική απογοήτευση που βίωσαν κατά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν συσσωρεύσει αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες. Επιπλέον, από τα μνημονιακά χρόνια έχουν συσσωρεύσει γνώση και διδάγματα.
Οι υλικές συνθήκες, στις οποίες ζουν, τροφοδοτούν την οργή και το αίσθημα ταξικής αδικίας που υφίστανται. Έτσι, οι εργαζόμενες κι εργαζόμενοι αυτής της χώρας δουλεύουν με μόλις το 10% να καλύπτεται από Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις, με το 30% των μισθωτών να δουλεύει με μερική απασχόληση και μέσο μηνιαίο μισθό λιγότερο από 400 ευρώ, με το 20% των εργαζομένων στο Δημόσιο να μην είναι με μόνιμη και σταθερή δουλειά, με το 60% των νέων θέσεων να είναι για ελαστική εργασία τουλάχιστον τα τελευταία 2 χρόνια, με θεωρητικά άγνωστο το ποσοστό της αδήλωτης εργασίας, με επιστροφή των «δώρων» στους εργοδότες, με τρομοκρατία, εργατικά ατυχήματα, σεξιστική βία και διακρίσεις και ρατσιστική εκμετάλλευση. Ζουν, επιβιώνουν, με διαλυμένα δημόσια νοσοκομεία, με συντάξεις πείνας και με όλο και χειρότερη δημόσια παιδεία.
Οι εργαζόμενες κι οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι ανακεφαλαιοποίησαν τις τράπεζες, πληρώνουν φόρους από τους οποίους οι εφοπλιστές κι οι τραπεζίτες απαλλάσσονται νομότυπα, ξέρουν ότι πλήρωσαν την κρίση δύο και τρεις φορές και τώρα καλούνται να πληρώσουν και την «ανάπτυξη» των επενδυτών.
Οι εργαζόμενες κι οι εργαζόμενοι ξέρουν ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των συνδικάτων, ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός δεν εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους και δεν νοιάζονται για την πραγματική ζωή, τη ζωή τους.
Ξέρουν όμως ότι και η πολυδιάσπαση κι ο κατακερματισμός της συνδικαλιστικής και πολιτικής Αριστεράς δεν βοηθάει στην έκφρασή τους σε θεσμικό και κινηματικό-αγωνιστικό επίπεδο και δεν βλέπουν διέξοδο κι ελπίδα στο συλλογικό πεδίο. Και αναμένουν απαντήσεις, δύσπιστοι, μεταξύ απογοήτευσης και θυμού.
Η συνέχεια;
Αν για μια 24ωρη απεργία χρειάστηκε τόση επιμονή και κόπο των δυνάμεων της Αριστεράς, με συνειδητή επιλογή και πολλές ενέργειες για να γίνει, καταλαβαίνουμε ότι η συνέχεια δεν θα είναι καθόλου εύκολη και έχει αυξημένες απαιτήσεις και προϋποθέσεις.
Η ΑΔΕΔΥ, στο τελευταίο Γενικό της Συμβούλιο (29 Αυγούστου), αποφάσισε απεργία για το πόρισμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, όταν δημοσιοποιηθεί (αναμένεται τον Οκτώβρη).
Είναι προφανές ότι ΔΑΚΕ-ΔΗΣΥΠ δεν θα συναινέσουν σε νέα απεργία γι’ αυτό το θέμα, επικαλούμενες την οικονομική δυσκολία των εργαζομένων (πραγματικό γεγονός) και τα μειωμένα ποσοστά συμμετοχής στις απεργίες (εξίσου πραγματικό).
Οι δυο παραπάνω παράγοντες, όμως, ενώ είναι πραγματικοί, δεν είναι αντικειμενικοί, ούτε «αιώνιοι». Εξαρτώνται από το σχέδιο αγώνα και τις προοπτικές νίκης που παρουσιάζονται στις συλλογικότητες της εργατικής τάξης. Έχουμε δει απεργίες διαρκείας σε κλάδους και τομείς που πιστεύουν ότι με τις κινητοποιήσεις τους μπορούν να κερδίσουν. Πρόσφατο παράδειγμα ήταν η μεγάλη απεργία των συμβασιούχων των δήμων, τον Ιούλη του 2017.
Το κενό που αφήνει η υπαναχώρηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ακόμα και από τις τυπικές κι «ανόρεχτες» κινητοποιήσεις και συλλογικές διαδικασίες του παρελθόντος, έχει να το καλύψει η Αριστερά στα σωματεία και τους εργασιακούς χώρους.
Και προφανώς, για να καλύψει τέτοιο κενό η Αριστερά, πρέπει να εμφανίζεται και να ενεργεί ενωτικά. Καμιά παράταξη δεν μπορεί μόνη της να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του κρίσιμου μεγέθους των εργαζομένων, ικανού να κάνει τη διαφορά και να φέρει αλλαγή συσχετισμών στο δρόμο, στους αγώνες και τα σωματεία.
Προκύπτει αβίαστα η ανάγκη για μια συστηματική δομή που θα συσπειρώνει τις ταξικές δυνάμεις, θα συγκεντρώνει δυναμικό, θα δημιουργεί κλίμα αγώνα κι αυτοπεποίθησης, θα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη όλο και περισσότερων εργαζομένων.
Η κατάσταση έχει ωριμάσει, οι πρόσφατες εκλογές (βουλευτικές-ευρωεκλογές), αλλά και οι εκλογές σε πολλά σωματεία κι ομοσπονδίες έχουν αποτυπώσει τις διαθέσεις του κόσμου της δουλειάς και οι πρακτικές καταγραφής και καταγγελίας έχουν ξεπεράσει τα όριά τους.
Οι συζητήσεις, οργανωμένες κι αυθόρμητες, διάχυτες στο στόμα συναδελφισσών και συναδέλφων, συνδικαλιστριών και συνδικαλιστών, εκλεγμένων και αγωνιστών στους εργατικούς χώρους πρέπει να καταλήξουν.
Γνώμη μας, εκφρασμένη και μέσω του ΜΕΤΑ όπου συμμετέχουμε, είναι ότι μας χρειάζεται ένα δίκτυο (μπλοκ, κέντρο, μέτωπο) συνδικαλιστών/αγωνιστών, σχημάτων της Αριστεράς και ταξικά προσανατολισμένων, που θα δρα συντονισμένα, θα βάζει σε όσο το δυνατό περισσότερους χώρους τα επίδικα και τα ζητούμενα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και μόνο, θα προπαγανδίζει κινητοποιήσεις και θα προσπαθεί να δημιουργήσει αγώνες. Θα συνεργάζεται στα σωματεία και τα συλλογικά όργανα για συσχετισμούς ευνοϊκούς για τα μέλη των συνδικάτων και την πλειοψηφία της κοινωνίας, θα συνδέεται με τους αγώνες που δίνει η τάξη μας μέσα κι έξω από τα σωματεία (π.χ. εξορύξεις, 8 Μάρτη κλπ), θα ενοποιεί τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, θα είναι ανοιχτό σε διευρύνσεις με νέες δυνάμεις οργανωμένων κι ανένταχτων. Θα προσπαθεί να επηρεάσει την αγωνιστική κατεύθυνση των σωματείων, θα συσπειρώσει και θα εμπνεύσει τον κόσμο μας, με την ενότητα και ένα σχέδιο συνεχούς δράσης.