To «μαλακό» Brexit πιο κοντά από ποτέ
Η πολιτική κρίση στη Βρετανία συνεχίζεται, παρότι σε κάθε στροφή όλοι πιστεύουν ότι θα λάβει τέλος. Τα τελευταία επεισόδια αυτού του σισύφειου δράματος που διαρκεί από το 2016 ήταν η συμφωνία στην οποία κατέληξε, στα μέσα Οκτώβρη, ο πρωθυπουργός Μπ. Τζόνσον με τις Βρυξέλλες, η προσωρινή μη ψήφισή της από τη βρετανική Βουλή και οι επιστολές που αναγκάστηκε (βάσει τροπολογίας που πέρασε στη Βουλή) να στείλει ο Τζόνσον στην ΕΕ, ζητώντας παράταση της προθεσμίας για το Brexit –αλλά ταυτόχρονα δηλώνοντας ότι δεν συμφωνεί με αυτή την παράταση!
Ο Μπόρις Τζόνσον, που ήρθε με ορμή ως φανατικός οπαδός του Brexit να αντικαταστήσει την «άτολμη» Τ. Μέι τον Ιούλιο, τελικά κατέληξε σε μία συμφωνία με την ΕΕ, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται και οι δύο πλευρές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν: και ο «αμείλικτος» Τζόνσον και η «άτεγκτη» ΕΕ.
Η Β. Ιρλανδία
Σύμφωνα με τον Τύπο το «δύσκολο» θέμα, δηλ. η Βόρεια Ιρλανδία, λύθηκε με έναν περίπλοκο τρόπο ώστε να «σερβιριστεί» και στις δύο πλευρές ως επιτυχία: Η περιοχή παραμένει στην τελωνειακή επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά στην πραγματικότητα θα εφαρμόζονται οι τελωνειακές διαδικασίες της ΕΕ –ωστόσο θα υπάρχουν τόσες εξαιρέσεις, εκπτώσεις, επιχορηγήσεις και άλλες «διορθώσεις», ώστε αυτό πιθανά δεν θα γίνεται αισθητό. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον για όσο ισχύει η συμφωνία, τα εμπορεύματα που θα εισάγονται (π.χ. από τη Βρετανία) στη Βόρεια Ιρλανδία θα υπάγονται στους ελέγχους και θα απαιτούνται τα στάνταρτ όλης της ΕΕ, ώστε αυτά τα εμπορεύματα να μπορούν να κυκλοφορήσουν στη συνέχεια σε όλη την ΕΕ χωρίς περαιτέρω ελέγχους. Με άλλα λόγια θα μιλάμε για ενιαία αγορά. Παραβιάσεις αυτών των προϋποθέσεων και κανόνων θα επιλύονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Μακροπρόθεσμα το μέλλον των βορειοϊρλανδικών συνόρων θα βρεθεί στα χέρια του Κοινοβουλίου της Βόρειας Ιρλανδίας έπειτα από τέσσερα χρόνια –και έπειτα με ακόμη μια ψηφοφορία τέσσερα ή οκτώ χρόνια αργότερα. Αν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αλλάξει το καθεστώς που προκύπτει από τη συμφωνία και να θεσμοθετήσει «σκληρά» σύνορα με την ΕΕ (δηλ. με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας), τότε θα μπορεί να το κάνει –το Λονδίνο, οι Βρυξέλλες και το Δουβλίνο δεν θα έχουν κανένα λόγο.
Ρήξη;
Πολλοί οπαδοί της παραμονής, κυρίως η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών υπό τον διαβόητο Τόνι Μπλερ, ισχυρίζονταν ότι από τη μια η ΕΕ είναι σκληρή και αμετακίνητη, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα των συνόρων της Β. Ιρλανδίας. Από την άλλη ισχυρίζονταν ότι, συνακόλουθα, ο Τζόνσον δεν μπορεί να καταλήξει σε συμφωνημένο Brexit, και ότι μάλιστα δεν θέλει συμφωνημένο Brexit. Οι εξελίξεις δεν τους δικαίωσαν διόλου. Η ΕΕ έκανε πίσω, έως έναν βαθμό, όσον αφορά το ιρλανδικό ζήτημα και ο Τζόνσον κατέληξε σε μία συμφωνία με τις Βρυξέλλες. Η δημόσια εικόνα δεν είναι μια εικόνα ρήξης με την ΕΕ.
Μάλιστα η γραφειοκρατία των Βρυξελλών φαίνεται να βρίσκεται στο πλευρό της βρετανικής κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χαρά για τη συμφωνία ήταν αμοιβαία. Δεν ήταν μόνον ο Τζόνσον που πανηγύριζε, αλλά και οι Ευρωπαίοι: Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.Κ. Γιούνκερ δήλωσε ότι η συμφωνία εξασφαλίζει «σιγουριά». Και προσέθεσε πως δεν υπάρχει λόγος για παράταση –το βρετανικό κοινοβούλιο πρέπει να την εγκρίνει τώρα. Στο ίδιο μήκος κύματος ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, τόνισε ότι το «κείμενο της συμφωνίας εξασφαλίζει νομική σιγουριά και βεβαιότητα εκεί όπου το Brexit δημιουργεί αβεβαιότητα».
Η στάση αυτή έδωσε ένα γερό πάτημα στον Τζόνσον, αφήνοντάς του ανοικτές δύο δυνατότητες: είτε θα μπορέσει να μεταπείσει ικανό αριθμό βουλευτών (είτε του δικού του κόμματος είτε και άλλων) ώστε να υπερψηφιστεί η συμφωνία είτε θα ενισχύσει την άποψη και το κύρος του στην άμεση πια πορεία προς γενικές εκλογές. Θα μπορεί να κινηθεί με τη δημαγωγική γραμμή που έχει τόσο καλά κατοχυρώσει: ότι δηλ. ο ίδιος εκπροσωπεί «τη λαϊκή θέληση ενάντια στις ελίτ».
Εργατικό Κόμμα
Η (δεξιά) πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος που είναι υπέρ της παραμονής, έχει οδηγήσει τους βουλευτές της να συνασπίζονται με τους πιο κακόφημους πολιτικούς είτε αντάρτες των Τόρις, είτε Φιλελεύθερους ή αμετανόητους Μπλερικούς προκειμένου να στοιχηθούν πίσω από μια τροπολογία δεξιών βουλευτών (στην προκειμένη περίπτωση του Λέτουιν, που, όντας οπαδός της παραμονής, μπλόκαρε τη συμφωνία του Τζόνσον με το ψήφισμα που κατάφερε να περάσει στα μέσα Οκτώβρη), η οποία υποστηρίχθηκε από πολιτικούς που θέλουν πραξικοπηματικά να ανατρέψουν συνολικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016.
Η επίσημη άποψη του Εργατικού Κόμματος ήταν κάποτε υπέρ του Brexit. Αλλά στην πορεία αυτό άλλαξε και πλέον τοποθετείται όλο και περισσότερο υπέρ ενός δεύτερου δημοψηφίσματος. Διαπρεπή στελέχη της αριστερής πτέρυγας, όπως ο Τζον Μακντόνελ, η Ντιάν Άμποτ κι άλλοι λένε ότι ένα νέο δημοψήφισμα πρέπει να προηγηθεί των εκλογών -και κάποιοι μάλιστα από αυτούς (όπως οι δύο προαναφερόμενοι) συμμετέχουν ως ομιλητές στις συγκεντρώσεις υπέρ της παραμονής (τις οργανώνει η «Ψήφος του Λαού»,) έχοντας δίπλα τους τα πιο επιφανή στελέχη των κλασικών Τόρις και του βαθέος κράτους, όπως η μάστιγα των ανθρακωρύχων, ο λόρδος Χέζελτάιν. Ουσιαστικά μετατρέπουν τους Εργατικούς σε κόμμα που τοποθετείται ανοιχτά υπέρ της παραμονής, παραβιάζοντας όχι μόνο την εκφρασμένη θέληση του λαού το 2016, αλλά και τις αποφάσεις του πρόσφατου συνεδρίου του κόμματος τον Σεπτέμβριο.
Η «Ψήφος του Λαού», μακριά από το να είναι ένα σώμα που εκπροσωπεί τους απλούς ανθρώπους στην αμφισβήτηση των ισχυρών, είναι μια οργάνωση των πλουσίων και ισχυρών που νικήθηκαν στο αρχικό δημοψήφισμα και είναι αποφασισμένοι να ανατρέψουν την απόφασή του. Χρηματοδοτείται από εκατομμυριούχους που τη διαφημίζουν με πανάκριβες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες όπως η «Evening Standard» του Λονδίνου. Παρότι στις διαδηλώσεις υπάρχει εμφανής η Αριστερά με τις σημαίες και τα συνθήματά της, στην πραγματικότητα πρόκειται για κινητοποίηση του ακραίου κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση αν γινόταν δεύτερο δημοψήφισμα, θα ήταν καταστροφικό και για την εργατική τάξη και για τα κόμματά της: οι εργαζόμενοι είναι διασπασμένοι σχετικά με το Brexit, καθώς οι μεν θεωρούν μεγαλύτερο κίνδυνο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των μη εκλεγμένων οργάνων της ΕΕ και οι δε θεωρούν ως μεγαλύτερο κίνδυνο τις ρατσιστικές, εθνικιστικές πολιτικές μιας Βρετανίας υπό τον Τζόνσον και τους ομοίους του. Κάθε έκκληση για μανιχαϊκή τοποθέτηση σε σχέση με το brexit-bremain ουσιαστικά διασπά την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της που επίσης έχουν αντίθετες απόψεις.
Προοπτικές
Ο υπουργός για το Brexit Στιβ Μπάρκλεϊ, παρουσιάζοντας τη συμφωνία του Τζόνσον με την ΕΕ, έκανε λόγο για «ένα νομοσχέδιο που ολοκληρώνει την αποχώρηση στις 31 Οκτωβρίου, που προστατεύει τις θέσεις εργασίας και την ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και που μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στις προτεραιότητες των πολιτών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η εγκληματικότητα». Είναι προφανής η διάθεση της κυβέρνησης του Brexit να απευθυνθεί στις ανάγκες της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροαστών (υγεία, εκπαίδευση, αλλά και νόμος και τάξη και εδαφική ακεραιότητα) για να τους χρησιμοποιήσει ως κοινωνικό αντίβαρο στην τεράστια πλειοψηφία της άρχουσας τάξης που ήταν και είναι υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.
Όμως στην πραγματικότητα από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, η συμφωνία όπου κατέληξε ο Τζόνσον είναι πολύ χειρότερη από αυτήν στην οποία είχε καταλήξει Τ. Μέι. Η τελευταία είχε κάνει κάποιες παραχωρήσεις όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος. Η τωρινή συμφωνία του Τζόνσον εγκαταλείπει ακόμη κι αυτές τις πενιχρές δεσμεύσεις –και το μόνο που κάνει η κυβέρνηση είναι κάποιες αόριστες, αλλά καθόλου δεσμευτικές αναφορές σε αυτά, προκειμένου να αποσπάσει τη λαϊκή συναίνεση.
Ασφαλώς η εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον από τη συμφωνία. Όμως αυτή μπορεί, λίγες ώρες αφότου γράφονταν αυτές οι γραμμές, να υπερψηφιστεί στο Κοινοβούλιο, καθώς πιθανά ο Τζόνσον θα πείσει τους δικούς του αντάρτες και άλλους «ρεαλιστές» βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ. Μπορεί όμως η κάθε είδους αντιπολίτευση (το ακροδεξιό DUP από τη Β. Ιρλανδία που σήμερα στηρίζει την κυβέρνηση Τζόνσον, έχει δηλώσει ότι είναι εναντίον της συμφωνίας) να καταφέρει να φρενάρει με διάφορες μανούβρες τη συμφωνία (ή τους σχετικούς εφαρμοστικούς νόμους) ώστε αυτή να μην έχει περάσει έως τις 31 Οκτωβρίου οπότε πλέον η Βρετανία πρέπει να αποχωρήσει από τη ΕΕ. Κώλυμα όμως μπορεί να υπάρξει και στα επιμέρους κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, για πρώτη φορά υπάρχει πλέον σοβαρή πιθανότητα η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ να γίνει με συμφωνία –αλλά μια συμφωνία που σε καμία περίπτωση δεν θα προστατεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων.