Οι τέταρτες εκλογές σε 2 χρόνια στο Ισραήλ δεν έβγαλαν μεγάλες ειδήσεις.
Αν οι εκλογές ήταν «δημοψήφισμα» για τον Νετανιάχου (που δίνει λυσσασμένη μάχη να μείνει στην εξουσία και να αποφύγει τις ποινικές διώξεις), δεν γίναμε σοφότεροι. Ο δεξιός ηγέτης παραμένει ισχυρός (πρώτο κόμμα και πάλι το Λικούντ), αλλά εξακολουθεί να έχει απέναντί του αρκετές δυνάμεις ώστε να δυσκολεύει ο στόχος συγκρότησης αυτοδύναμης κυβέρνησης υπό τον ίδιο.
Αν οι εκλογές αφορούσαν το γενικότερο συσχετισμό στην ισραηλινή κοινωνία, επιβεβαιώθηκε για ακόμα μια φορά η διαρκής δεξιά μετατόπιση. Το «αγκάθι» Νετανιάχου που έχει προκαλέσει διασπάσεις στην ευρύτερη Δεξιά πάνω στο ζήτημα συνεργασίας ή όχι με τον ίδιο προσωπικά, αλλά και κάποιες ενδοδεξιές διαφωνίες (μεταξύ πχ φονταμενταλιστικής και κοσμικής ακροδεξιάς), αποκρύπτουν τη γενική εικόνα, που αποτυπώνει ένα συντριπτικό συσχετισμό υπέρ των διάφορων φυλών της Δεξιάς και την ταυτόχρονη άνοδο αμιγώς «κεντρώων» δυνάμεων στο χώρο που παλιά καταλάμβανε μια κάποια «κεντροαριστερά». Σε αυτή την κάλπη σημειώθηκε μια ανάκαμψη του Εργατικού Κόμματος και του Μερέτζ, που είχαν βρεθεί όμως στα πρόθυρα εκλογικής εξαφάνισης.
Η αραβική «Κοινή Λίστα», που είχε αναδειχθεί τρίτη δύναμη, πλήρωσε και τη διάσπασή της αλλά και την αυξημένη αποχή των Παλαιστινίων του Ισραήλ. Τα φώτα έχουν πέσει στο πολιτικό κόμμα του Ισλαμικού Κινήματος. Αυτό έσπασε τη συμμαχία, διαφωνώντας με την «αυτόματη τοποθέτηση των αραβικών κομμάτων στην Αριστερά» και εκφράζοντας έναν «πραγματισμό» που λέει «συνεργαζόμαστε με οποιονδήποτε για να προωθήσουμε τα συμφέροντα της κοινότητας». Αυτή η εκδοχή δεξιού «πραγματισμού» τον κάνει συνομιλητή και του μπλοκ «αντι-Νετανιάχου» αλλά και του Λικούντ -αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δεκτό σε κυβέρνηση που θα περιλαμβάνει πχ το κόμμα του «αραβοφάγου» Λίμπερμαν ή τις φονταμενταλιστικές σιωνιστικές δυνάμεις.
Μένει να φανεί αν θα τα καταφέρει και πάλι ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ισραήλ, που η κοινωνική του βάση έχει φτάσει να θεωρεί κάποιου είδους «Μεσσία». Ή αν θα κατορθώσει το συνονθύλευμα αριστερών, κεντρώων, ακροδεξιών κλπ θα βρει ποιος μπορεί να είναι αυτός ο «οποιοσδήποτε εκτός από τον Μπίμπι» και σε ποια βάση θα κυβερνήσει. Αλλιώς, δεν αποκλείεται και… 5η κάλπη.
Από τη σκοπιά του παλαιστινιακού λαού, είναι ακριβής η περιγραφή της Χαμάς ότι «στις εκλογές συγκρούεται η ακροδεξιά με τη Δεξιά». Ή και η εμβληματική ατάκα του αντισιωνιστή Ισραηλινού αρθρογράφου Γκιντεόν Λεβί για τις προηγούμενες εκλογές: «Την Κυριακή, όποιος και να νικήσει, ψηφίζουμε απαρτχάιντ». Τα πιο ενδιαφέροντα νέα, όσον αφορά το παλαιστινιακό, έρχονται «απ’ έξω»…
Ποιος φοβάται τη Χάγη;
Η εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, Φατού Μπενσούντα, ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει έρευνα για εγκλήματα πολέμου στις παλαιστινιακές περιοχές (Ανατολική Ιερουσαλήμ, Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας) από τον Ιούνη του 2014 μέχρι σήμερα, καθώς το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία στις περιοχές που βρίσκονται υπό Ισραηλινή κατοχή μετά το 1967 (μετά την αναγνώριση του ΟΗΕ ενός «παλαιστινιακού κράτους» σε αυτά τα εδάφη με την ιδιότητα του παρατηρητή).
Η Μπενσουντά κινείται με την τυπικότητα μιας ευσυνείδητης γραφειοκράτισσας. Δηλώνει ότι είναι υποχρέωσή της να εξετάσει το αίτημα «ενός κράτους-μέλους» και ότι έχει πρόθεση να ερευνήσει αν έγιναν εγκλήματα και από τις δύο πλευρές. Η αναστάτωση που προκάλεσε ωστόσο μια τέτοια «τυπική» κίνηση λέει πολλά: για το Κράτος του Ισραήλ, για τις ΗΠΑ, για το πώς λειτουργεί η «διεθνής κοινότητα» στο παλαιστινιακό.
Η αντίδραση των ΗΠΑ ήταν άμεση. Ο Άντονι Μπλίνκεν, ο υπουργός Εξωτερικών του Τζο Μπάιντεν, έσπευσε να βγάλει ανακοίνωση όπου κάνει λόγο για «μονομερείς δικαστικές ενέργειες που οξύνουν τις εντάσεις και υπονομεύουν τις προσπάθειες για την προώθηση μιας λύσης δύο κρατών κατόπιν διαπραγμάτευσης». Όπως φαίνεται, οι διαρκείς εποικισμοί δεν «υπονομεύουν» τις προσπάθειες και οι βομβαρδισμοί ή οι δολοφονίες αμάχων διαδηλωτών δεν «οξύνουν τις εντάσεις». Κατηγορείται το θύμα που ψάχνει το δίκιο του σε ένα διεθνή θεσμό. Το υπ. Εξ. ξεκαθάρισε ότι «θα συνεχίσουμε να διατηρούμε την ισχυρή μας δέσμευση προς το Ισραήλ και την ασφάλειά του, στεκόμενοι απέναντι σε ενέργειες που επιχειρούν να το στοχοποιήσουν άδικα»…
Ο Νετανιάχου χαρακτήρισε την απόφαση της Χάγης ως «την επιτομή του αντισημιτισμού», φτάνοντας σε νέα ύψη τον απόλυτο κι επικίνδυνο διασυρμό της έννοιας ενός πολύ σοβαρού φαινομένου.
Η Μπενσούντα έστειλε επίσημο ειδοποιητήριο, δίνοντάς στις δύο πλευρές ένα μήνα να επιδιώξουν την αναβολή της διεθνούς έρευνας, παρουσιάζοντας στοιχεία δικών τους εσωτερικών ερευνών.
Όπως γράψαμε, η Μπενσούντα θα ερευνήσει πιθανά «εγκλήματα πολέμου και από τις δυο πλευρές». Σύμφωνα με το «ειδοποιητήριο» που απεστάλη, αυτό αφορά και τις εκτοξεύσεις ρουκετών από τη Λωρίδα της Γάζας. Η Χαμάς καλωσόρισε την απόφαση της Χάγης ως «βήμα μπροστά στο μονοπάτι της επίτευξης δικαιοσύνης», ενώ υπερασπίστηκε πολιτικά τις δράσεις της ως «νόμιμη αντίσταση». Μια αρκετά ψύχραιμη και «γενναιόδωρη» αντίδραση από τους τάχα «τρομοκράτες».
Η αντίδραση του Κράτους του Ισραήλ πάλι, του τάχα «αμυνόμενου» και αξιοσέβαστου τακτικού στρατού, είναι κραυγαλέα ομολογία ενοχής. Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του Διεθνούς Δικαστηρίου, διέρρευσαν στην ισραηλινή εφημερίδα «Χάαρετζ» τα σχέδια εντατικής ενημέρωσης ανώτερων αξιωματούχων για το γεγονός ότι κινδυνεύουν με δίωξη και το ενδεχόμενο να χρειαστεί να μην ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Ο υπουργός Άμυνας παραδέχτηκε ότι κινδυνεύουν «εκατοντάδες», συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, προσθέτοντας «Θα τους φροντίσουμε όλους».
Η έρευνα προς την ισραηλινή πλευρά, θα στραφεί κυρίως σε τρία ζητήματα: Τον πόλεμο του 2014 στη Γάζα, όταν δολοφονήθηκαν πολλοί άμαχοι και ισοπεδώθηκαν υποδομές. Την Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής του 2018, όταν δολοφονήθηκαν πολλές δεκάδες Παλαιστίνιοι διαδηλωτές στο «φράχτη» της Γάζας. Την εποικιστική πολιτική του Ισραήλ (μεταφορά εποίκων σε κατεχόμενη περιοχή). Αυτά (μαζί με άλλα) αποτελούν τον «κορμό» της ισραηλινής πολιτικής απέναντι στους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας.
Αν προχωρήσουν τελικά οι έρευνες ανεμπόδιστες και καταλήξουν σε αμερόληπτο πόρισμα, το πλήγμα στην εικόνα του Κράτους του Ισραήλ (και όσων κρατών το στηρίζουν άκριτα) θα είναι ακόμα μεγαλύτερο από το σημερινό επικοινωνιακό θόρυβο. Η Χάγη διώκει ανθρώπους και όχι κυβερνήσεις ή κράτη, και τα στελέχη των IDF ίσως τελικά «τα φροντίσει όλα» η ισραηλινή κυβέρνηση και τη γλιτώσουν. Ωστόσο τυχόν καταδικαστικές αποφάσεις θα ενισχύσουν το διεθνές κίνημα που απαιτεί την καταδίκη των ενεργειών του Ισραήλ και μέτρα εναντίον του όσο καταπατά συστηματικά τα δικαιώματα των Παλαιστινίων…