Από τον Μάρτη του 2020 μέχρι φέτος, η κυβερνητική στρατηγική «αντιμετώπισης» (;) της πανδημίας έχει ως συνέπεια κάθε επιδημικό «κύμα» να είναι χειρότερο από το προηγούμενο, με την κατάσταση σήμερα στα δημόσια νοσοκομεία να εξελίσσεται εφιαλτική.
Αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ, να επιτάξει ιδιωτικά νοσοκομεία, να προσλάβει υγειονομικούς, η κυβέρνηση προχωρά στο επικίνδυνο και αναποτελεσματικό μέτρο της επιστράτευσης ιδιωτών γιατρών, ενώ στοχοποιεί με διώξεις τους υγειονομικούς που αποκαλύπτουν τις τραγικές ελλείψεις και αγωνίζονται για την αντιμετώπισή τους.
Επιπλέον, χωρίς εμφανή σημάδια μείωσης της μεταδοτικότητας, αλλά σε μια συνθήκη που ισορροπεί μεταξύ «σταθεροποίησης» και συνέχειας της αύξησης, η κυβέρνηση προσανατολίζεται τώρα προς το «άνοιγμα» για τις ανάγκες κερδοφορίας της τουριστικής βιομηχανίας.
Η λαϊκή αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα καταγράφεται πλέον ορατά, ανατρέποντας τα αρχικά ανακλαστικά «συσπείρωσης» γύρω από το κράτος σε συνθήκες έκτακτης κρίσης και φθείροντας τον Μητσοτάκη.
Πόσο μάλλον όταν το κράτος δείχνει το πιο σκληρό του πρόσωπο. Η οργή για την αστυνομική βία και τον διαρκή αυταρχισμό, συσσωρευόταν επί μήνες σκληρών καθημερινών εμπειριών «συνάντησης» με τα όργανα της τάξης –είτε σε κινητοποιήσεις, είτε στους δρόμους, τα πάρκα και τις πλατείες. Αυτή η οργή αρχικά πλαισίωσε κι ενίσχυσε τον αγώνα αλληλεγγύης στην απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα κι έπειτα συναντήθηκε με την αποδοκιμασία της κυβερνητικής διαχείρισης και «εξερράγη» στη Νέα Σμύρνη και στις μαζικές και ζωντανές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις και τις συνοικίες της Αθήνας.
Το κλίμα αμφισβήτησης και ανυπακοής σε αυτή την «άνοιξη των μαζικών διαδηλώσεων» ενίσχυσε όλες τις κινητοποιήσεις. Τη φεμινιστική απεργία στις 8 Μάρτη, τις φοιτητικές δράσεις που διατηρούν «ανοικτό» το μέτωπο στα πανεπιστήμια από το Γενάρη και μετά, το διήμερο δράσεων των καλλιτεχνών, τις κεντρικές κινητοποιήσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα, τη διαδήλωση των υγειονομικών.
Αυτή η μαζική κινητοποίηση «κατοχύρωσε» το δικαίωμα στη διαδήλωση και τη διαμαρτυρία, που είχε δεχτεί ασφυκτική πίεση τους προηγούμενους μήνες, καθώς η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε τακτικά και ο Χρυσοχοΐδης πασχίζει να αποκαταστήσει το άγρια χτυπημένο προφίλ της ΕΛΑΣ.
Γίνεται εμφανές ότι βαδίζουμε σε «διαφορετικό έδαφος», πιο ευνοϊκό για την πλευρά μας. Η περίοδος της κυβερνητικής έπαρσης έχει λήξει –και για πρώτη φορά από την έναρξη της θητείας της παρουσιάζεται τόσο ανήσυχη για τις προοπτικές. Η επιχείρηση να παρακάμψει την αδυναμία της να πείσει, κυβερνώντας «πίσω από τις ασπίδες των αστυνομικών», της γύρισε μπούμερανγκ στα γεγονότα του Μάρτη. Στους δρόμους παρουσιάζεται πλέον πιο συστηματικά ο αντίπαλος. Οι υγειονομικοί προχωράνε σε νέες κινητοποιήσεις, όπως και οι εργαζόμενοι σε επισιτισμό-τουρισμό. Τα συμπεράσματα των εμπειριών της ευρύτερης πάλης ενάντια στην καταστολή το προηγούμενο διάστημα, μπορούν να «στηρίξουν» τις προσπάθειες να συγκροτηθεί μέτωπο απέναντι στον κυβερνητικό αυταρχισμό.
Σε αυτό το φόντο, χοντρές επιθέσεις όπως η ιδιωτικοποίηση στο ασφαλιστικό και το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο, που θέλει να προωθήσει το αμέσως επόμενο διάστημα η κυβέρνηση, είναι πιθανό να ρίξουν κι άλλο λάδι στη φωτιά που σιγοβράζει στους χώρους δουλειάς.
Ο εορτασμός της 25ης Μάρτη, αποτύπωσε την κατάσταση. Οι κρατικές ελίτ, με το στρατό και την αστυνομία τους να παρελαύνουν στους δρόμους, σε μια αποκλεισμένη για την «πλέμπα» Αθήνα, υποδέχτηκαν τους διεθνείς συμμάχους τους, με γκλάμουρ φιέστες που χαρακτηρίστηκαν από την «αισθητική» της κ. Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου και με εγκάρδιες συνομιλίες πάνω στο αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ. Η απόπειρα καλλιέργειας κλίματος «εθνικής ανάτασης» δεν μπόρεσε να αντιστρέψει τη ζοφερή πραγματικότητα και την απόσταση που χωρίζει τις εμπειρίες των «κάτω» και των «πάνω». Η προβολή της διεθνούς στήριξης της Ελλάδας στον ανταγωνισμό της με το τουρκικό κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν μπορεί να κρύψει τις δύσκολες επιλογές που ίσως παρουσιαστούν για την κυβέρνηση και σε αυτό το μέτωπο, προσθέτοντας έναν ακόμα (ενδοπαραταξιακό) πονοκέφαλο στο επιτελείο του Κ. Μητσοτάκη.
Ασφαλώς η αντιπαράθεση με τη δεξιά κυβέρνηση δεν έχει κριθεί και τα καθήκοντα στην προσπάθεια επιβολής μιας πολιτικής ήττας στη ΝΔ είναι μπροστά μας. Παρά την «τομή» που περιγράψαμε παραπάνω, παραμένουμε στο «φεγγάρι» της σχετικής πολιτικής ηγεμονίας της ΝΔ, κυρίως λόγω της κατάστασης των πολιτικών ανταγωνιστών της.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, κρύβει πίσω από φραστικές οξύνσεις στα δευτερεύοντα ή «εναλλακτικές προτάσεις» μιας άλλης διαχείρισης που δεν τολμά να θίξει τον πυρήνα της αστικής πολιτικής, ότι μετά βίας είναι… αντιπολίτευση. Οι διαδοχικές προτάσεις (στην πανδημία, στην αστυνόμευση) του Αλ. Τσίπρα για «συναινετικές λύσεις», κάποιες εμβληματικές επιλογές εντός κοινοβουλίου (ΝΑΙ στην αγορά Ραφάλ, ΝΑΙ στο ξεπούλημα του Ελληνικού) υπογραμμίζουν την ανεπάρκεια του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ στα καθήκοντα σύγκρουσης με την κυβέρνηση.
Ο πραγματικός αντίπαλος έχει παρουσιαστεί εκτός κοινοβουλίου. Εκεί πρέπει να στρέψει την προσοχή της η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, αναλαμβάνοντας σοβαρά τα καθήκοντα ενίσχυσης και στήριξης αυτής της δυναμικής, συνένωσης των επιμέρους αντιστάσεων, πολιτικοποίησης της αμφισβήτησης. Η φετινή Πρωτομαγιά μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερο βάρος ως πρώτο, σημαντικό βήμα σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Η συνάντηση της διάχυτης (ιδιαίτερα νεολαίστικης) οργής με τις πρωτοβουλίες των οργανωμένων δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μπορεί να δημιουργήσει μια «νέα κατάσταση» για τις δυνάμεις αντίστασης…