Ουκρανία: Μια πυριτιδαποθήκη επικίνδυνη για ολόκληρο τον κόσμο

Φωτογραφία

Η αγεφύρωτη εχθρότητα απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό δεν έχει κανένα λόγο να καταλήγει σε υποστήριξη της Ρωσίας του Πούτιν.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Στις 22 Απρίλη ο Ρώσος υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, ανακοίνωσε ότι οι ρωσικές χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις που πρόσφατα είχαν αναπτυχθεί στα σύνορα με την Ουκρανία θα επιστρέψουν στις μόνιμες βάσεις τους μέχρι τα τέλη Απριλίου. 
Η ανακοίνωση δεν απέπνεε φόβο ή υποχωρητικότητα απέναντι στις δυτικές/νατοϊκές πιέσεις και αντιδράσεις, αλλά αντίθετα μια αυτοπεποίθηση που, άλλωστε επιβεβαιωνόταν από τους συσχετισμούς στο πραγματικό πεδίο: «οι στόχοι της αιφνίδιας κινητοποίησής μας επιτεύχθηκαν πλήρως… οι ένοπλες δυνάμεις μας απέδειξαν ότι είναι ικανές να ανταποκριθούν σε κάθε αλλαγή της κατάστασης πλησίον των ρωσικών συνόρων…». Αναφέροντας ονομαστικά τις μονάδες που διατάχθηκαν να υποχωρήσουν στις βάσεις τους, ο Ρώσος υπ. Άμυνας δεν δίστασε να επιβεβαιώσει τη μεγάλα κλίμακα κινητοποίησης του ρωσικού στρατού στα σύνορα με την Ουκρανία, ενώ αναφερόμενος στις «ασκήσεις» στη χερσόνησο της Κριμαίας, δεν απέφυγε να υπογραμμίσει ότι: «…επιβεβαίωσαν την ικανότητά μας να ανταποκριθούμε σε καθήκοντα αποβίβασης στρατευμάτων σε γειτονικές ακτές…». 
Ένταση και αποκλιμάκωση
Νωρίτερα, στις μέρες της πιο επικίνδυνης κλιμάκωσης της κρίσης, ο ίδιος ο Πούτιν είχε περιγράψει με σαφήνεια τις κόκκινες γραμμές του: Αν το ΝΑΤΟ προωθήσει την ιδέα έντασης της Ουκρανίας, αν η Δύση αναπτύξει «στρατηγικά όπλα» στο έδαφος της Ουκρανίας, αν η ουκρανική κυβέρνηση κλιμακώσει τη στρατιωτική πίεση στα σύνορα με τις αυτονομημένες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, τότε η Ρωσία θα απαντήσει στρατιωτικά. Βουλευτές της ρωσικής Δούμας δήλωσαν ότι αυτό θα ισοδυναμεί με πλήρη καταστροφή της Ουκρανίας.
Είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις Μπάιντεν, που χαρακτήρισε τον Πούτιν ως «δολοφόνο», οι απειλές της Ουάσινγκτον για νέες «κυρώσεις» ενάντια στη Ρωσία, η πίεση των ΗΠΑ στη Γερμανία για να ακυρωθεί το σχέδιο του αγωγού Nord Stream, και βεβαίως η μεγάλη Νατοϊκή άσκηση Defender Europe, που με αφετηρία το λιμάνι της Αλεναδρούπολης μετέφερε αξιοσημείωτες δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. 
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιβεβαιώσει τη συνέχεια της αμερικάνικης πολιτικής που θέτει ως προτεραιότητα την αντιπαράθεση με την Κίνα. Η έξαλλη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία αποτελούσε, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια φανερή παραβίαση του «δόγματος Κίσινγκερ» που παραδοσιακά προέτρεπε την αμερικανική πολιτική να αποφεύγει συστηματικά να οξύνει ταυτόχρονα τις σχέσεις και με τη Ρωσία και με την Κίνα. 
Η επιστροφή των ρωσικών δυνάμεων στις βάσεις τους δείχνει να αποτελεί την αρχή αποκλιμάκωσης μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης κρίσης. Οι διαδικασίες «διαλόγου» ταιριάζουν τακτικά και στις δυο πλευρές. Ο μεν Πούτιν δεν έχει λόγο να ξεχνά ότι προσάρτησε την Κριμαία και έχει ενισχύσει ιδιαίτερα τη ρωσική επιρροή στην Ανατολική Ουκρανία. Ο δε Μπάιντεν δεν είχε, επί της ουσίας, άλλη εναλλακτική. Ο νατοϊκός «διάδρομος» από την Αλεξανδρούπολη ως τις ρουμανικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, παρότι αποτελεί επικίνδυνη πρόκληση για όλους τους λαούς της περιοχής, προφανώς δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τη γειτνίαση μεγάλων ρωσικών δυνάμεων με το ουκρανικό έδαφος. 
Παρόλα αυτά η κρίση παραμένει ιδιαίτερα επικίνδυνη και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναθερμανθεί και να γίνει ανεξέλεγκτη. 
Και η κρίση αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αν δεν συνυπολογίσει κανείς την εσωτερική κατάσταση στην Ουκρανία. 
Φτώχεια και 
πολιτική ερήμωση

Η Ουκρανία είναι επισήμως η πιο φτωχή περιοχή στη γεωγραφική Ευρώπη. Το μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα έχει μειωθεί στα 2.600 δολάρια το 2019, από τα 4.000 δολάρια το 2013. Ο πληθυσμός της μειώνεται με ραγδαίο ρυθμό, αφού εκατομμύρια άνθρωποι καταφεύγουν στη μαζική μετανάστευση. Το ΔΝΤ, που «εποπτεύει» τη χώρα, θεωρεί εξαιρετικά απίθανο να μπορέσει η Ουκρανία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του τεράστιου χρέους της. 
Την ίδια στιγμή η Ουκρανία είναι μια από τις τρεις κορυφαίες ως προς την κοινωνική ανισότητα χώρες της Ευρασίας. Που σημαίνει ότι οι ολιγάρχες που κυριάρχησαν στην πρώτη μετασοβιετική περίοδο, όχι μόνο διατήρησαν τα προνόμια και τη δύναμή τους, αλλά τα επαύξησαν ακόμα και μετά την κρίση και τις συγκρούσεις του 2013-14. 
Είναι κοινό μυστικό ότι διαχρονικά αυτή η ελίτ υπήρξε διασπασμένη. Οι ολιγάρχες των βιομηχανικών ανατολικών περιοχών υπήρξαν ιστορικά πιο στενά συνδεδεμένοι με τους Ρώσους ομολόγους τους. Αντίθετα οι ολιγάρχες στις δυτικές αγροτικές και εξορυκτικές περιοχές προσανατολίστηκαν σε πιο στενή σύνδεση με τη Δύση και στήριξαν το «σχέδιο» ένταξης στην ΕΕ. 
Η διάσπαση αυτή υπήρξε καθοριστική για την πτώση του (φιλορώσου) Γιανουκόβιτς, χαρακτήρισε την περίοδο του φιλοδυτικού Ποροσένκο και είναι παρούσα στη σημερινή περίοδο του Ζελένσκι. 
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ένας δημοφιλής κωμικός της τηλεόρασης, εκτινάχθηκε «από το πουθενά» στην πολιτική εξουσία. Κέρδισε τις εκλογές του 2019, κατατροπώνοντας τον Ποροσένκο, καβάλα σε ένα «κύμα» λαϊκής απελπισίας απέναντι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, φόβου για τον πόλεμο και κούρασης των μαζών από τις διαρκείς ένοπλες συγκρούσεις μετά το 2013-14. Οι εκλογές του 2019 στην Ουκρανία ήταν ένα ακραίο παράδειγμα «πολιτικής κινητικότητας»: η πλειοψηφία των εκλεγέντων εκλέχτηκε για πρώτη φορά, ενώ ολόκληρα τμήματα της παλιότερης πολιτικής ελίτ εξαφανίστηκαν. Ο Ζελένσι υποσχόταν «ανάπτυξη» χωρίς να δεσμεύεται σε σύγκρουση με τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό, αλλά και «συνεννόηση» με τους σεπαρατιστές του Ντονμπάς και τους Ρώσους. Συγκρίνοντάς τον με τον Ποροσένκο, πολλοί αναλυτές τον παρουσίαζαν ως «φιλορώσο». 
Όμως ασκώντας την πολιτική εξουσία ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την τρέχουσα πολιτική της προηγούμενης κατάστασης. Ένας λαϊκιστικός νεοφιλελευθερισμός δεν μπορούσε να υποστηριχθεί παρά ως, ταυτόχρονα, λαϊκιστικός εθνικισμός. 
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης πολιτικής ερήμωσης. Η ντόπια Αριστερά παραμένει εξαιρετικά αδύναμη και το ίδιο ισχύει για τα συνδικάτα, τις νεολαιίστικες οργανώσεις και τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά δίκτυα. 
Είναι αναμφίβολο ότι στην ουκρανική πολιτική ζωή κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, η Δεξιά και ο φιλοδυτικός προσανατολισμός. Όμως δεν κυριαρχεί ο φασισμός. Οι διαδοχές στις πολιτικές ηγεσίες έγιναν μέσα από διαδοχικές εκλογές και οι τελευταίες είχαν απρόβλεπτα αποτελέσματα. Τα πολιτικά δικαιώματα δεν έχουν καταργηθεί και η αντίδραση στηρίζεται στο ότι είναι μικρές οι δυνάμεις που επιδιώκουν να τα ασκήσουν. Οι ακροδεξιές/νεοφασιστικές δυνάμεις που έδρασαν στα 2013-14, έχουν σε μεγάλο βαθμό «μαραζώσει» (πχ στις εκλογές παρουσίασαν ποσοστά γκρουπούσκουλων και μένουν εκτός εκπροσώπησης). Οι απόψεις που μιλούν για «χούντα του Κιέβου» ή, χειρότερα, για «φασιστική Ουκρανία», εκφράζουν είτε χοντροκομμένη άγνοια, είτε υπόκλιση στη ρωσική προπαγάνδα. 
Στην πραγματικότητα οι ακροδεξιές και νεοφασιστικές δυνάμεις είναι ιδιαίτερα πιο ισχυρές στη Ρωσία παρά στην Ουκρανία, όπως και αν «μετρήσει» κανείς: είναι πιο ισχυρές εκλογικά, πιο ενσωματωμένες στο καθεστώς Πούτιν, διαθέτουν μεγαλύτερες δυνατότητες κινητοποίησης (πχ στους δρόμους ή στα γήπεδα..) και ισχυρότερα στρατιωτικά «τάγματα» (στην αστυνομία, στις ειδικές δυνάμεις, στους απόστρατους, στους μισθοφόρους της «Βάγκνερ» κ.ο.κ.). 
Επίσης δεν έχουν επιβεβαιωθεί από την εξέλιξη οι απόψεις που έβλεπαν τις αποσχιστικές περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας ως «Λαϊκές Δημοκρατίες» ή, περισσότερο, ως αποτέλεσμα μιας κάποιας «αντιφασιστικής επανάστασης». Σήμερα δεν υπάρχει καμιά αξιοσημείωτη λαϊκή ή εργατική ή αντιφασιστική δραστηριότητα στο Ντονμπάς. Στην Ανατολική Ουκρανία κυριαρχούν οι ολιγάρχες, υπό την προστασία ελεγχόμενων από τη Μόσχα ενόπλων δυνάμεων. Όπως οι υπογραμμίζουν οι Ρώσοι σύντροφοι της μετωπικής ακροαριστερής συσπείρωσης «Σοσιαλιστικό Κίνημα Ρωσίας»: «Για τη Ρωσία, το Ντονμπάς ήταν και παραμένει ένας βασικός μοχλός πίεσης στην Ουκρανία, ο οποίος ενεργοποιείται όταν άλλες μορφές παρέμβασης σταματούν να λειτουργούν. Τα τελευταία χρόνια το Ντονμπάς και το Λουγκάνσκ έχουν τεθεί πλήρως υπό τον έλεγχο του ρωσικού στρατού και των ειδικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν εξουδετερώσει με φυσικό τρόπο τους πιο ισχυρούς τοπικούς πολέμαρχους. Ένας νέος πόλεμος στην περιοχή αυτή, θα ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών, του ουκρανικού στρατού (με την υποστήριξη των όπλων της Δύσης) και του ρωσικού στρατού». 
Πολιτική
Είναι φανερό ότι στο ουκρανικό έδαφος αναπτύσσεται μια «δι’ αντιπροσώπων» αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. 
Ζούμε και παλεύουμε σε μια χώρα όπου το «ανήκομεν εις την Δύση» ήταν και παραμένει ισχυρό. Σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Τα καθήκοντα που μας αντιστοιχούν είναι αυτά της αντίστασης στην πολιτική της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας: Της αντίστασης σε «ασκήσεις» όπως αυτή που ξεκίνησε από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και την οποία πολλοί «εχαιρέτησαν» για εθνικούς λόγους (μιας και η ηγεσία του ΝΑΤΟ απέκλεισε την Τουρκία από το σχεδιασμό της). Της απαίτησης να φύγουν όλες οι αμερικανονατοϊκές βάσεις, να φύγει η αρμάδα του ΝΑΤΟ από το Αιγαίο, να αποφασιστεί επιτέλους η έξοδος της χώρας από αυτή τη λυκοσυμμαχία και να πάψει κάθε μορφή διευκόλυνσής της. Της απαίτησης να ανατραπεί η πολιτική που έχει μετατρέψει την Ελλάδα (τόσο επί Τσίπρα, όσο και επί Μητσοτάκη) σε «στρατηγικό σημείο» στήριξης του δυτικού «τόξου ανάσχεσης μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ» απέναντι στη Ρωσία. Η αναγνώριση αυτών των καθηκόντων αποτελεί κύριο γνώρισμα κάθε αυθεντικού αντιιμπεριαλισμού, που παραμένει βασικό συστατικό για μια σύγχρονη αριστερή στρατηγική. 
Όμως αυτή η αγεφύρωτη εχθρότητα απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό δεν έχει κανένα λόγο να καταλήγει σε υποστήριξη της Ρωσίας του Πούτιν. Για την Αριστερά, για το απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων, δεν μπορεί να έχει ισχύ η υποκριτική λογική του «ο εχθρός του εχθρού μου – είναι φίλος μου». Αυτή έχει διαλυτικά αποτελέσματα, ωθώντας σε αυταπάτες για το ρόλο της σημερινής Ρωσίας, της σημερινής Κίνας κ.ο.κ. Η στοίχιση στην ουρά ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, έστω και διαφορετικού μεγέθους και δυναμικής, ωθεί σε σοβαρά λάθη και σε στρεβλή πολιτικοποίηση. Πολύ περισσότερο όταν στην εποχή που ζούμε ο συσχετισμός δύναμης και η κατάταξη μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων είναι ήδη σε επαναπροσδιορισμό. Σε τέτοιες συνθήκες η ανεξάρτητη γραμμή της Αριστεράς γίνεται αναντικατάστατης σημασίας. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία