Τα προνόμια των εμβολιασμένων ως η άλλη όψη της κυβερνητικής αποτυχίας

Θα είναι στην πραγματικότητα η κανονικοποίηση της άνισης πρόσβασης σε ένα ούτως ή άλλως ανεπαρκές δημόσιο σύστημα υγείας, δίνοντας ταυτόχρονα περισσότερες «ελευθερίες» για το κεφάλαιο και την εργοδοσία να αξιοποιήσει αυτά τα προνόμια.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης

Τ ο τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει για τα καλά η συζήτηση περί παροχής προνομίων και διευκολύνσεων (σε σχέση με τις απαγορεύσεις) για το τμήμα του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί. Αυτή η συζήτηση έχει σοβαρούς κινδύνους οι οποίοι δεν αφορούν κυρίως ή μόνο το κομμάτι της δημόσιας υγείας. Ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα σε σχέση με την ισότιμη και έγκαιρη πρόσβαση όλου του πληθυσμού στα εμβόλια αλλά και το εάν θα υπάρξουν υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, έστω και για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού. Ακόμα πιο σοβαρά, ανακύπτουν ζητήματα σε σχέση με το ποιος πραγματικά θα επωφεληθεί από αυτά τα προνόμια.
Ωστόσο, ας ξεκαθαριστεί προκαταρκτικά το εξής. Θεωρούμε ότι η πανδημία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο και σε αυτό το σημείο οι εταιρικοί ανταγωνισμοί της μεγάλης φαρμακοβιομηχανίας είναι κυριολεκτικά εγκληματικοί. Επιπλέον, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι ενδεδειγμένη πρακτική τόσο ως προς τα ζητήματα αυτοδιάθεσης του σώματος όσο και ως προς τις περιπτώσεις ανθρώπων που για ιατρικούς λόγους δεν μπορούν να εμβολιαστούν.
Η συζήτηση για τα προνόμια συνδυάζεται με τη συζήτηση για το ψηφιακό πιστοποιητικό COVID που θα χρησιμοποιείται από 1η Ιουλίου ως συνοδευτικό ταξιδιωτικό έγγραφο, που θα διευκολύνει τη διαδικασία της μετακίνησης πολιτών στις χώρες της ΕΕ, προφανώς με το βλέμμα στραμμένο στον Τουρισμό. Επί της ουσίας ενοποιείται η διαδικασία με τα τεστ και το πιστοποιητικό εμβολιασμού για όποιον/α θέλει να ταξιδέψει με έναν ψηφιακό τρόπο. Αυτό που με μια πρώτη ματιά φαίνεται απλό και αθώο μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για τα προσωπικά δεδομένα, την καταγραφή και τον στιγματισμό.
Η συζήτηση στην Ελλάδα «έρχεται» εμπνευσμένη από το γαλλικό μοντέλο: το τμήμα του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε δραστηριότητες όπως συναυλίες ή εστιατόρια ή μπαρ, γενικά σε δραστηριότητες όπου υπάρχει εν δυνάμει συνωστισμός. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη μαζική πρόσβαση στα εμβόλια για όλο τον πληθυσμό σε χρόνο τέτοιο ώστε να έχει κάνει και τις δύο δόσεις και να έχει παρέλθει και το απαραίτητο χρονικό διαστημα για την απόκτηση ανοσίας.
Δε συμβαίνει όμως αυτό. Ειδικά όταν τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές μόνο το ένα τρίτο του πληθυσμού έχει ολοκληρώσει και τις δύο δόσεις του εμβολίου. Όχι γιατί δεν ήθελε να κάνει το εμβόλιο αλλά γιατί δεν μπορούσε γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα εμβόλια.  Η συζήτηση στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τουριστικής βιομηχανίας και αεροπορικών-ταξιδιωτικών εταιρειών. Επιπλέον δημιουργούνται δύο κατηγορίες ανθρώπων που οι μισοί δε θα έχουν πρόσβαση σε βασικές δραστηριότητες κυρίως αναψυχής.
Όμως υπάρχει και μία διάσταση στη συζήτηση η οποία πολύ δειλά έχει ανοίξει και αφορά την πρόσβαση στην εργασία. Θα έχει η εργοδοσία το δικαίωμα και την «ελευθερία» να προσλάβει κάποιον/α με κριτήριο εάν έχει εμβολιαστεί; Ή ακόμα χειρότερα, θα έχει το «δικαίωμα» να απολύσει κάποιον/α που δεν έχει κάνει το εμβόλιο; 
Γιατί δεν εμβολιάζονται όλοι;
Εάν μία τέτοια πολιτική «εμβολιαστικών προνομίων» υιοθετηθεί από την κυβέρνηση θα δημιουργήσει ντε φάκτο διαχωρισμούς, ανισότητες και στιγματισμό για όσους/ες δε θα έχουν κάνει το εμβόλιο. Το επιχείρημα ότι η υιοθέτηση τέτοιων προνομίων θα λειτουργήσει ως κίνητρο για το μαζικότερο εμβολιασμό ή για την «κάμψη» όσων αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο ή έχουν αμφιβολίες/σκεπτικισμό δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά.
Πρώτον, το ποσοστό των ανθρώπων που αρνούνται το εμβόλιο είναι πολύ μικρό και αυτό αποδεικνύεται από τα ποσοστά των ανθρώπων που κλείνουν ραντεβού μαζικά σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και ιδιαίτερα για τις πιο μικρές ηλικίες.
Δεύτερον, το βασικό πρόβλημα είναι η άνιση πρόσβαση στα εμβόλια και η περιορισμένη διάθεσή τους που δεν έχει επιτρέψει τον γρήγορο εμβολιασμό όλων των ηλικιακών ομάδων. Εδώ υπάρχουν δύο παράγοντες. Αφενός, η άνιση κατανομή εμβολίων μεταξύ χωρών ανάλογα με την ισχύ τους στην παγκόσμια οικονομία σε συνδυασμό με τα οικονομικά παιχνίδια των εταιρειών που παράγουν τα εμβόλια καθιστά τις δημόσιες πολιτικές υγείας όμηρους ιδιωτικοοικονομικών συμφερόντων. Έτσι, οι πιο φτωχές χώρες του κόσμου, οι χώρες του «παγκόσμιου νότου» δεν έχουν επαρκείς δόσεις εμβολίων ούτε για να καλυφθεί το υγειονομικό προσωπικό και οι ευπαθείς ομάδες, πόσο μάλλον το σύνολο του πληθυσμού. Αφετέρου, σε κάθε χώρα και στην Ελλάδα, η πρόσβαση στα εμβόλια δεν είναι ισότιμη. Από τη συζήτηση για το ποιοι/ες μπορούν να κάνουν το εμβόλιο απουσιάζουν ολόκληρες ομάδες πληθυσμών, όπως οι άστεγοι , οι πρόσφυγες στα camps, οι κρατούμενοι. 
Τρίτον, η προχειρότητα και οι παλινωδίες της κυβέρνησης σε σχέση με το πρόγραμμα των εμβολιασμών μπορεί να δημιουργήσει μόνο περισσότερο σκεπτικισμό και αμφιβολίες. Ας μη θυμηθούμε τον τραγέλαφο με τη χρήση της μάσκας ή για το αν κολλάει ο ιός στο λεωφορείο και στο μετρό. Η πρόσφατη κυβερνητική κωλοτούμπα της κυβέρνησης με την απόσυρση των εμβολίων της astra zeneca προκαλεί σκεπτικισμό και στον πλεόν καλόπιστο. Αντί να διοχετεύσουν αυτά τα εμβόλια σε άλλες ηλικιακές ομάδες στις οποίες δεν υπήρχε κίνδυνος θρομβώσεων επέλεξαν να ρισκάρουν και πάλι ανθρώπινες ζωές νέων ανθρώπων, ακόμα και αν το ποσοστό ήταν πολύ μικρό. Είναι αδιανόητο πώς μπορούν οι ανθρώπινες ζωές  να μετράνε τόσο λίγο και να χάνονται σε ποσοστά στατιστικών. Μπορεί ο μονοψήφιος αριθμός των θανάτων από επιπλοκές του εμβολίου astra zeneca να είναι μία σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με τους νεκρούς από την πανδημία ωστόσο μπορούσαν να αποφευχθούν. 
Οι ζωές μας πάνω από τα κέρδη
Εν τέλει κάθε συζήτηση για ενδεχόμενα προνόμια των εμβολιασμένων είναι άλλη μία έκφραση της αποτυχίας της κυβέρνησης να διαχειριστεί την πανδημία με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Η ύπαρξη «εμβολιαστικών προνομίων» θα είναι άλλη μία έκφραση της κοινωνικής ανισότητας και μιας ψευδεπίγραφης ελευθερίας. Θα είναι στην πραγματικότητα η κανονικοποίηση της άνισης πρόσβασης σε ένα ούτως ή άλλως ανεπαρκές δημόσιο σύστημα υγείας, δίνοντας ταυτόχρονα περισσότερες «ελευθερίες» για το κεφάλαιο και την εργοδοσία να αξιοποιήσει αυτά τα προνόμια.
Απέναντι σε αυτή την προοπτική το πραγματικό ζητούμενο είναι ο μαζικός και ασφαλής εμβολιασμός του πληθυσμού ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί μία ισχυρή συλλογική προστασία απέναντι στον κορονοϊό. Κάτι τέτοιο όμως έχει νόημα μόνο αν συνδυάζεται με τη διεκδίκηση ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος υγείας που να μπορεί να εξασφαλίζει τόσο την ισότιμη πρόσβαση όλου του πληθυσμού όσο και την προστασία του υγεινομικού προσωπικού. Και για να μπορέσει ένα τέτοιο σύστημα υγείας να είναι ασπίδα στην πανδημία χρειάζεται να έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα όπλα, στη συγκεκριμένη περίπτωση στα εμβόλια (ή και όποια φαρμακευτική αγωγή βρεθεί και παραχθεί) που δεν μπορούν να δώσουν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Το πόσα εμβόλια και για ποιους αυτή τη στιγμή είναι στοιχεία και νούμερα στους ισολογισμούς πολυεθνικών ομίλων και αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών και κυβερνήσεων. Το σπάσιμο των πατεντών για την παραγωγή των εμβολίων σε συνδυασμό με τη μαζική δημόσια παραγωγή τους μπορεί να δώσει λύση.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία