Τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα – Συνέντευξη με τον Κώστα Παπαδάκη
Τι εξυπηρετεί κατά τη γνώμη σας η σκλήρυνση του πλαισίου ποινών που επιχειρείται με το νομοσχέδιο Τσιάρα για τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα;
Ως εισαγωγικό σχόλιο να πω ότι η αντιμεταρρύθμιση που επιχειρείται στο πεδίο του Ποινικού δικαίου είναι προϊόν ενός ποινικού λαϊκισμού ο οποίος καλλιεργείται εδώ και τρία χρόνια από τη ΝΔ. Τον είδαμε να ξεδιπλώνεται κατά την αντιπαράθεση της ΝΔ (ως τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης) με την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επί των αλλαγών που προωθούσε η τελευταία στον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα. Δύο χρόνια αργότερα, κυβερνώσα πλέον η ΝΔ αναλαμβάνει νομοθετική πρωτοβουλία τροποποίησης σειράς διατάξεων του ισχύοντος (από 2019) Ποινικού Κώδικα.
Αυτή η νομοθετική παρέμβαση απορρέει από την ανάγκη της να δικαιολογήσει την πολιτική της αστυνομοκρατίας και της καταστολής που πιστά ακολουθεί από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής της. Το αφήγημα που παρουσιάζει μπορεί να συμπυκνωθεί ως εξής: αιτία της εγκληματικότητας είναι η ελλιπής αστυνόμευση και η ανομία και, συνεπώς, αντεγκληματική πολιτική σημαίνει αυστηρότερες ποινές και ισχυρότερη αστυνομία. Έτσι, έχοντας διαμορφώσει μέσω των ΜΜΕ μία αδηφάγα κοινή γνώμη που «διψά για αίμα», επιχειρεί και την τωρινή αντιμεταρρύθμιση.
Το βασικό εργαλείο με το οποίο προωθείται ο παραπάνω στόχος είναι η αυστηροποίηση των ποινών. Το νομοσχέδιο επιχειρεί να μεταβάλει επί το δυσμενέστερο τα όρια έκτισης των ποινών για τα εγκλήματα «ιδιαίτερης ποινικής απαξίας», δηλαδή τις ανθρωποκτονίες, τα σεξουαλικά αδικήματα, καθώς και αυτά των άρθρων 187 και 187Α. Οι αλλαγές αυτές συντείνουν στην έκτιση όλο και περισσότερου χρόνου στη φυλακή, πρέπει δε να ληφθεί υπόψιν ότι ο ισχύων Ποινικός Κώδικας είχε ήδη σκληρύνει σε μεγάλο βαθμό τα όρια έκτισης των ποινών, παρά την επικοινωνιακή προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να τον εμφανίσει ως μία δήθεν προοδευτική ποινική μεταρρύθμιση.
Πρόκειται για ποινικό λαϊκισμό επειδή υπερθεματίζει τη συσχέτιση εγκληματικότητας των πρώην κρατουμένων και χαμηλών ποινών, χωρίς κάτι τέτοιο να αποδεικνύεται ή να μπορεί να πιθανολογηθεί σοβαρά από την οποιαδήποτε στατιστική μέχρι τώρα. Θα ήταν άλλωστε αφελές να πιστέψει κανείς ότι μία ποινή κάθειρξης λ.χ. 16 ετών αντί 19 θα κάνει τη διαφορά στη ροπή προς το έγκλημα. Την ίδια στιγμή, η απονεύρωση εναλλακτικών τρόπων έκτισης της ποινής, όπως της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου, φτάνει να καταργεί το σωφρονιστικό χαρακτήρα του δικαίου, που, μετά την επιβολή της ποινής, αποσκοπεί στην επανένταξη του κρατουμένου και τη διαπαιδαγώγησή του για την εξυπηρέτηση του σκοπού της ειδικής πρόληψης των αδικημάτων.
Το νομοσχέδιο αυστηροποιεί και μία σειρά διατάξεων που φωτογραφίζουν δράσεις και πρακτικές του κινήματος, είτε δια της πρόβλεψης ελαστικότερων προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση των σχετικών αδικημάτων είτε με την απειλή βαρύτερων ποινών. Μπορείτε να μας αναφέρετε παραδείγματα;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αδίκημα της διατάραξης της λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας. Η διάταξη μεταβάλλεται επί το αυστηρότερο, αφού πλέον για να εφαρμοστεί δεν απαιτείται να επέλθει αποτέλεσμα σοβαρής διατάραξης, αλλά τιμωρεί και μόνον την εισβολή, ενώ όταν υπάρχει και το αποτέλεσμα της σοβαρής διατάραξης , θα λειτουργεί επιβαρυντικά.
Αντίστοιχα και στο αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων, η διάταξη μεταβάλλεται σε πολλά σημεία της, καταλήγοντας να ποινικοποιεί το δικαίωμα του λόγου, ενώ απειλεί και τους εκδότες και τους κατόχους ιστοσελίδων και εφημερίδων με πρόσθετες ποινές.
Στην αιτιολογική του έκθεση το νομοσχέδιο ευαγγελίζεται μία αντεγκληματική πολιτική που θα έχει στο επίκεντρο την προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ιδίως των ανηλίκων και των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης. Θεωρείτε ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις απηχούν μία τέτοια πολιτική βούληση;
Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες στήριξης του #metoo, η Κυβέρνηση όχι μόνο δε στέκεται στο πλάι των θυμάτων κακοποίησης, αλλά αντίθετα τροποποιεί διατάξεις και διατηρεί άλλες, κλείνοντας διακριτικά το μάτι στους θύτες. Είναι ενδεικτικό ότι στο αδίκημα του βιασμού (άρθρο 336 του ΠΚ) το νομοσχέδιο αντικαθιστά τη λέξη «επιχειρεί γενετήσια πράξη» -που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ενέργεια μη ολοκληρωμένη- αντικαθίσταται με την λέξη «τελεί γενετήσια πράξη».
Εκτός αυτού, εδώ και χρόνια παραγνωρίζεται (και φυσικά διατηρείται και από το νομοσχέδιο) το ότι ο βιασμός, αν και κακούργημα, είναι το μόνο κακούργημα που κατ΄ουσίαν διώκεται κατ΄ έγκληση, αφού η παθούσα μπορεί να σταματήσει τη διαδικασία αν το επιθυμεί (και μάλιστα υπάρχει και σε αυτό το σημείο τροποποίηση: η παθούσα θα πρέπει να επικαλεστεί ότι θα τη βλάψει η δημοσιότητα). Πρόκειται για κλείσιμο ματιού στους βιαστές και δη τους οικονομικά ισχυρούς, που μπορούν να εξαγοράσουν τη σιωπή των θυμάτων τους ή να τα εκβιάζουν μεγεθύνοντας την απειλή των συνεπειών από τη δημοσιοποίηση.
Αναφερθήκατε στο θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου, που προβλέπεται στο άρθρο 105Β του Ποινικού Κώδικα. Στα τέλη του καλοκαιριού ο κρατούμενος Δημήτρης Κουφοντίνας αιτήθηκε την υφ’ όρον αποφυλάκισή του, εφόσον εξέτισε δεκαεννέα έτη της ποινής κάθειρξης που του είχε επιβληθεί. Πρόσφατα η αρμόδια Εισαγγελέας εισηγήθηκε την απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Πώς θα σχολιάζατε αυτήν την εξέλιξη;
Κατ’ αρχήν αξίζει να θυμηθούμε ότι το Μάρτιο, στη διάρκεια της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, τόσο ο Αν.Υπ. Λευτέρης Οικονόμου, όσο και η Γ.Γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου επικαλούνταν ως «τυράκι» για τη λήξη της απεργίας πείνας την προοπτική της υφ’ όρον απόλυσης του απεργού 6 μήνες αργότερα, με τη συμπλήρωση 19 χρόνων κάθειρξης.
Τώρα που ο κρατούμενος υπέβαλε την αίτηση αποφυλάκισης έρχεται ένα απορριπτικό σκεπτικό πρωτοφανές, που αποκλείει την εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της η Εισαγγελέας βαφτίζει ως νομοθετικό κενό την ρύθμιση του παλιού Ποινικού Κώδικα που όριζε ότι ο καταδικασθείς σε κάθε περίπτωση απολύεται μετά 19 χρόνια. Σημειωτέον ότι η ρύθμιση αυτή ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί και επανειλημμένα έχει εφαρμοστεί από τον Άρειο Πάγο και τα δικαστήρια εν γένει. Παρ’ όλα αυτά, το σκεπτικό της Εισαγγελέως αντιμετωπίζει την προγενέστερη ρύθμιση ως μη ρύθμιση με συνέπεια - αντί να συγκριθούν οι δύο ρυθμίσεις (παλαιά και νέα) και να επιλεγεί η ευνοϊκότερη για τον κρατούμενο (βάσει της σχετικής θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου)- να συγκρίνεται ρύθμιση με μη ρύθμιση και συνεπώς εφαρμόζεται η ρύθμιση (που λέει αποφυλάκιση στα 25 χρόνια). Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο σκεπτικό που, εφόσον υιοθετηθεί, θα αδικήσει, πέραν του Δημήτρη Κουφοντίνα, και εκατοντάδες άλλους κρατουμένους που έχουν τελέσει τις πράξεις επί ισχύος του παλιού ΠΚ και εύλογα περιμένουν να θεμελιώσουν δικαίωμα αποφυλάκισης με τη συμπλήρωση 19 ετών.
Βεβαίως, δε γνωρίζουμε εάν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θα υιοθετήσει το εισαγγελικό σκεπτικό και θα απορρίψει το αίτημα, εάν θα επικαλείται ότι ο κρατούμενος είναι επικίνδυνος να τελέσει νέα αδικήματα καθότι αμετανόητος, κ.ό.κ. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, θα πρόκειται για μία καταφανή φρονηματική πολιτική -και όχι ποινική- αντιμετώπιση, μία εκδήλωση της εκδικητικής συμπεριφοράς του κράτους απέναντι στο συγκεκριμένο κρατούμενο. Και αυτό γιατί σημασία δεν (θα έπρεπε να) έχει- το τι δηλώνει και πώς σκέφτεται ο κρατούμενος, αλλά η συμπεριφορά και διαγωγή του ως κρατουμένου (π.χ. η συμμόρφωσή του ή μη προς τους όρους των αδειών, κ.ά.)
Στις 25 Νοεμβρίου αναμένεται να ολοκληρωθεί η δίκη των μελών του Ρουβίκωνα, Γ.Καλαϊτζίδη και Ν.Ματαράγκα, στην οποία έχετε την ιδιότητα του συνηγόρου υπεράσπισης. Πώς σχολιάζετε τη δίωξή τους και τη μέχρι τώρα εξέλιξη της διαδικασίας;
Πρόκειται για μία επικίνδυνη αστυνομική σκευωρία που για πρώτη φορά στηρίζεται σε μία συμμαχία ασφαλίτικων μηχανισμών με εμπόρους ναρκωτικών. Η δικογραφία περιέχει καταθέσεις 9 μαρτύρων που είχαν συλληφθεί την προηγούμενη μέρα για διακίνηση ναρκωτικών και ήταν κρατούμενοι στη ΓΑΔΑ. Από τις προανακριτικές τους καταθέσεις ήταν εμφανές ότι κινούνται με εμπάθεια εναντίον του Ρουβίκωνα, που είχε πρωτοστατήσει στην κινητοποίηση των κατοίκων των Εξαρχείων ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών. Την ίδια στιγμή, όντες κρατούμενοι που μάλιστα επρόκειτο την επόμενη μέρα να απολογηθούν ήταν αυτονόητα ευάλωτοι σε αστυνομικές πιέσεις. Ενδεικτικά, η βασική μάρτυρας κατηγορίας δήλωσε εκ των υστέρων ότι κατέθεσε κατόπιν πίεσης της αστυνομίας. Να σημειωθεί, επίσης, ότι σε σύνολο 35 μαρτύρων που κλητεύθηκαν, προσήλθαν μόνον οι επτά. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, προσδοκούμε, εφόσον δεν υπάρξουν ανατροπές, να καταρρεύσει το σαθρό κατηγορητήριο και οι δύο κατηγορούμενοι να αθωωθούν πανηγυρικά.
Στις 28 και 29 Νοέμβρη πρόκειται να διεξαχθεί στο ΔΣΑ η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του Προέδρου και του Δ.Σ. του Συλλόγου. Ως μέλος της Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής, ποιο θα λέγατε ότι είναι το διακύβευμα των εκλογών και τι προσδοκάτε αναφορικά με το αποτέλεσμα;
Οι εκλογές αυτές είναι κρίσιμες διότι ο ΔΣΑ έχει πιάσει πάτο όχι μόνο ως προς τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, αλλά και ως προς το θεσμικό και κοινωνικό του ρόλο, αφού σιωπά συστηματικά μπροστά στους περιορισμούς των δικαιωμάτων, την ακραία καταστολή κ.ό.κ όλου του προηγούμενου διαστήματος. Από την άλλη, βλέπουμε ένα τέτοιο ρεύμα υποστήριξης των θέσεων της Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής, που μας δίνει την αισιοδοξία ότι αυτή η εκλογική μας παρέμβαση δε θα εξαντλείται στην περιορισμένη καταγραφή μίας ψήφου διαμαρτυρίας, αλλά θα κινηθεί πολύ υψηλότερα, τόσο στην κάλπη για τον Πρόεδρο, όπου συμμετέχουμε με υποψήφιο το σ.Θανάση Καμπαγιάννη, όσο και σε εκείνη των Συμβούλων, με τους 24 υποψηφίους μας.
*Τη συνέντευξη πήρε η Χρύσα Τσικαλουδάκη