Τι θα συμβεί σε μια κοινωνία όπου έχει επιβληθεί η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός/κρατικός σχεδιασμός της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα έχει αποκλειστεί η εργατική τάξη από κάθε δυνατότητα ελέγχου στο κράτος και στις πολιτικές αποφάσεις;
Στις 26 Δεκέμβρη του 1991, η σημαία της ΕΣΣΔ κατέβηκε από το Κρεμλίνο στη Μόσχα. Ήταν η συμβολική πράξη που συνόψιζε μια ιλιγγιώδη διαδικασία που περιλαμβάνει την αυτοδιάλυση του ΚΚΣΕ, την αυτοδιάλυση της ΕΣΣΔ, την αυτονόμηση των πρώην συνιστωσών της «Ένωσης», τη μετατροπή τους σε ανεξάρτητα κράτη υπό την καθοδήγηση ακραία εθνικιστικών κυβερνήσεων (που συγκροτούν παντού στελέχη του «παλαιού καθεστώτος»), και μια ταχύτατη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων μέσα από την οποία τα στελέχη της παλιάς γραφειοκρατίας μετατρέπονται σε ιδιοκτήτες των πρώην κρατικών εργοστασίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Αυτή τη χαώδη και χαοτική διαδικασία, για ένα διάστημα καθοδηγούν οι δυνάμεις του ΚΚ Ρωσίας, υπό τον Μπόρις Γέλτσιν σε συμμαχία με τους ανατέλλοντες ολιγάρχες. Ο Γέλτσιν προϋπήρξε στέλεχος της KGB (του πανίσχυρου μηχανισμού «Κρατικής Ασφάλειας» που, πέρα από το ρόλο του στην καταστολή, λειτούργησε διαχρονικά και ως κυρίαρχη «σχολή» παραγωγής πολιτικών-κρατικών στελεχών…), αλλά και μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ. Η περίοδος των ιδιωτικοποιήσεων υπό τον Γέλτσιν, που δεν μπορούσε παρά να έχει ακραία εκφυλιστικά και μαφιόζικα χαρακτηριστικά, κατέληξε στην ανάδειξη του καθεστώτος Πούτιν. Ο Πούτιν (επίσης πρώην στέλεχος της KGB) οργανώνει τη συμμαχία των στελεχών της κρατικής γραφειοκρατίας με τους σταθεροποιημένους πλέον ολιγάρχες, όμως σε νέα βάση: Τη διεκδίκηση του σεβασμού προς τη Ρωσία (την οποία κατανοεί ως «ενότητα»: από Ιβάν τον Τρομερό ως τον Στάλιν) και τη διεκδίκηση της διεθνούς αναγνώρισης του ρόλου της ως μεγάλης δύναμης, με βάση τα οικονομικά και κυρίως τα στρατιωτικά δεδομένα. Ο Πούτιν δηλώνει επισήμως ότι η αυτοδιάλυση της ΕΣΣΔ υπήρξε ένα από τα πιο αρνητικά γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία.
Πριν το 1991 είχε προηγηθεί η περίοδος Γκορμπατσόφ, η περίοδος της «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση) και της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια). Ήταν μια προσπάθεια «αυτομεταρρύθμισης» του καθεστώτος από τα πάνω, υπό την καθοδήγηση του όλου ΚΚΣΕ, που επιχειρούσε να αποφύγει ή να αναστείλει μια διαλυτική κρίση που θα επέφερε η «στασιμότητα» στην οικονομία της ΕΣΣΔ και η ανταγωνιστική πίεση του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού στη Δύση που, μετά τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ, άλλαζε τους οικονομικούς (αλλά και στρατιωτικούς) συσχετισμούς δύναμης στον ανταγωνισμό. Δεν υπάρχει καμιά ιστορική αμφιβολία ότι η περεστρόικα και η γκλάσνοστ υπήρξαν κυρίαρχες επιλογές του παλαιού καθεστώτος. Ο Μ. Γκορμπατσόφ ήταν «σπλάχνο από τα σπλάχνα» της κρατικής εξουσίας: πέρα από ηγετικό στέλεχος του ΚΚΣΕ, υπήρξε σημαντικός αξιωματούχος της KGB, μέλος της «Επιτροπής» υπό τον Αντρόποφ που καθοδήγησε την καταστολή της εργατικής εξέγερσης του 1956 στην Ουγγαρία. Για όσους μιλούν σήμερα, ξεχνώντας τι έλεγαν χθες, να θυμίσουμε ότι τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ εσ. ανάλυσαν τότε την περεστρόικα και την γκλάσνοστ ως «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» (!!). Ήταν λίγοι οι μαρξιστές διεθνώς, που επέμειναν στο ότι επρόκειτο για διαδικασία «φιλελευθεροποίησης», υπαγορευμένη από τον ανταγωνισμό με τη Δύση, προβλέποντας ότι θα οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη ή και διαλυτική κρίση.
Στην πορεία προς την αυτοδιάλυση υπήρξαν απειροελάχιστες (πρακτικά αμελητέες…) οι δυνάμεις αντίστασης από το εσωτερικό του παλαιού καθεστώτος. Η Κρατική Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης, που συγκροτήθηκε από «υπαρχηγούς» του Γκορμπατσόφ, που διαφωνούσαν με την προοπτική διάλυσης του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ είχε ζωή… 73 ωρών! Η απόπειρα πραξικοπήματος, τον Αύγουστο του 1991, αποδείχθηκε οπερέτα και μάλλον διευκόλυνε την ταχύτατη επικράτηση των δυνάμεων υπό τον Γέλτσιν, παρά την αποτροπή των σχεδίων τους. Μετά από δεκαετίες, ένα καθεστώς που έμοιαζε πανίσχυρο -και ισχυριζόταν ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης- κατέρρεε και δεν βρέθηκε ούτε ένα εργοστάσιο, ούτε μια στρατιωτική μονάδα, για να αντισταθεί στα σοβαρά μπροστά σε αυτή την εξέλιξη.
Οι συνέπειες, διεθνώς, υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έβγαλε το συμπέρασμα ότι έχει μπροστά του μια μακρά περίοδο ανεμπόδιστης ηγεμονίας. Αυτή η αντίληψη υποχρεώθηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις -την ήττα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού από το 2007-08 μέχρι σήμερα- να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Όχι, δεν φτάσαμε στο «τέλος της ιστορίας», η πάλη για την απελευθέρωση της κοινωνικής πλειοψηφίας από την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνεχίζεται και απλώνεται σε όλο τον πλανήτη. Όμως στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, στο εσωτερικό των κοινωνικών αντιστάσεων, στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης, οι συνέπειες υπήρξαν πολύ σημαντικές: Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παντού χρησιμοποίησαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ως άλλοθι για να επιταχύνουν την πορεία τους προς τα δεξιά, προς τη σύγκλιση με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Τα μαζικά ΚΚ μπήκαν σε ιστορική κρίση: άλλα αυτοδιαλύθηκαν (πχ ΚΚ Ιταλίας), άλλα περιθωριοποιήθηκαν (πχ ΚΚ Γαλλίας). Το ΚΚΕ διατήρησε δυνάμεις ως σπάνια πλέον εξαίρεση στον κόσμο. Στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων, ενισχύθηκαν οι τάσεις κατακερματισμού («ταυτότητες»), η αποϊδεολογικοποίηση (κενό στρατηγικής) και η αμφισβήτηση της αξίας της οργανωμένης πάλης. Οι μαρξιστικές επαναστατικές οργανώσεις, που διαθέτοντας καθαρή ματιά για το παλαιό καθεστώς στην ΕΣΣΔ δεν αιφνιδιάστηκαν από την ιστορική κρίση του, αποδείχθηκαν μειοψηφικές και ανώριμες για να αντιμετωπίσουν τα κολοσσιαία καθήκοντα ως «έτοιμες» εναλλακτικές λύσεις. Τα γεγονότα του 1989-91 εξέθρεψαν διεθνώς το κλίμα «αριστερής μελαγχολίας» από το οποίο ακόμα παλεύουμε να βγούμε.
Η Ρωσία, με το καθεστώς του Πούτιν, μπορεί να ανακτήσει σταδιακά κάποια τμήματα της δύναμης της παλιάς ΕΣΣΔ, να ανακάμψει από τη διαλυτική κρίση του προηγούμενου καθεστώτος του κρατικού καπιταλισμού. Όμως στη διεθνή Αριστερά, το παλιότερα κυρίαρχο ρεύμα σκέψης και στρατηγικής, ο σταλινισμός, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να ανακάμψει. Αυτό είναι το μοναδικό «καινούργιο» στοιχείο που εγκυμονείται, και παραμένει διεκδικούμενο, στη μακρά περίοδο αγώνων που ακολούθησε την παταγώδη κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το μοναδικό δημιουργικό αντικείμενο της συζήτησης, 30 χρόνια μετά.
Κατάρρευση ή ανατροπή;
Το ΚΚΕ στο πολυσέλιδο αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» για τα 30 χρόνια, επαναφέρει το σενάριο της «ανατροπής», απορρίπτονας τον όρο «κατάρρευση», προκειμένου να μπορεί να συνεχίζει να υπερασπίζεται μια κάποια «ποιοτική ανωτερότητα» του παλαιού καθεστώτος της ΕΣΣΔ έναντι των ανταγωνιστών του στη Δύση.
Ο Ελ. Βαγενάς («Η κατάληξη της θεραπείας του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό») ισχυρίζεται ότι «η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ έγινε από “τα μέσα και από τα πάνω”… η εξέλιξη προωθήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΣΕ… (από δυνάμεις που) έπαιξαν προδοτικό ρόλο για την υπόθεση του σοσιαλισμού, καθοδήγησαν τη διαδικασία της αντεπανάστασης, εκφράζοντας έτσι εκείνες τις δυνάμεις, που σταδιακά είχαν εμφανιστεί στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας, ελέγχοντας σταδιακά τις δομές της σοβιετικής εξουσίας και του ΚΚΕ, επιδιώκοντας την επιστροφή στον καπιταλισμό» («Ρ» 19/12).
Προς τιμήν του, ο Ελ. Βαγενάς αναγνωρίζει τον καθοδηγητικό ρόλο της κρατικής και κομματικής ηγεσίας στα γεγονότα του 1989-91 («από τα μέσα και από τα πάνω»). Όμως από κει και πέρα, το σχήμα του στερείται σταθερότητας. Αποφεύγει να μας πει το πώς και το γιατί αναπτύχθηκαν αυτές οι δυνάμεις που ήταν έτοιμες για τον «προδοτικό ρόλο» και είχαν αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας, του κράτους και του κόμματος. Αποφεύγει να μας πει πώς αντιμετώπιζαν οι «συνεπείς» δυνάμεις, οι τάχα υπερασπιστές του σοσιαλισμού, τη σταδιακή επί δεκαετίες ενίσχυση αυτών των δυνάμεων. Και, κυρίως, αποφεύγει να μας πει εάν, πότε και πώς αυτή η σύγκρουση, που ο ίδιος θεωρεί ότι αφορούσε τα «άγια των αγίων», έφυγε προς «τα κάτω», έγινε υπόθεση πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Γιατί στο έδαφος του μαρξισμού δεν υπάρχει χώρος για ένα «σοσιαλισμό» όπου η εργατική τάξη παραμένει αδρανής και παθητική, περιμένοντας τα αποτελέσματα της σύγκρουσης «σοσιαλισμού-καπιταλισμού» μέσα στις κορυφές του κόμματος, του κράτους, του στρατού και της KGB…
Είναι γνωστό ότι η ιστορία των «από μέσα και από πάνω» μεταρρυθμίσεων στην ΕΣΣΔ δεν άρχισε το 1991, ούτε το 1985 με τον Γκορμπατσόφ. Το 1956 ο Χρουτσόφ (ο επικεφαλής της άμυνας στο Στάλινγκραντ) ανακοίνωνε μέτρα οικονομικής «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τα συνόδευε με τη διαβόητη «Μυστική Έκθεση της ΚΕ» που ενημέρωνε τις εμβρόντητες ηγεσίες των ΚΚ σε όλο τον κόσμο για τις ακραίες διαστάσεις της καταστολής στην εποχή του Στάλιν, αλλά και για τον αιφνιδιασμό της ηγεσίας της ΕΣΣΔ από τη χιτλερική επίθεση, που προκάλεσε δυσανάλογες απώλειες του ρωσικού λαού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η έντονη «στροφή» δεν προκάλεσε φαινόμενα διάλυσης στο καθεστώς: η ΕΣΣΔ μπορούσε να συνεχίζει να ανταγωνίζονται στα ίσια τους Αμερικανούς στο διάστημα και στην παραγωγή όπλων, ενώ όποτε χρειάστηκε έδειξε δόντια στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και αλλού. Στα 1956, ο Κοσύγκιν εισήγαγε ακόμα πιο τολμηρές «μεταρρυθμίσεις» στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της αγοράς, του τεχνολογικού «εκσυγχρονισμού» κ.ο.κ. Ακολούθησαν και άλλες λιγότερο γνωστές, αλλά όχι λιγότερο σημαντικές «τομές». Σε όλες αυτές τις δεκαετίες, ο γαλαξίας των ηγεσιών των ΚΚ διεθνώς (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ) δεν χαρακτήρισε αυτές τις μεταρρυθμίσεις ως «προδοτικές», αναγνωρίζοντας ότι η διατήρηση του ελέγχου του κόμματος, του κράτους και του στρατού, διασφάλιζε τη συνέχεια και την αναπαραγωγή του καθεστώτος, μέσα από φυσιολογικές «από τα μέσα και από τα πάνω» ανανεώσεις του.
Το θεωρητικό σχήμα της «ανατροπής» οδηγεί σε έναν σημαντικό αναθεωρητισμό: είναι γνωστό ότι στο έδαφος του μαρξισμού δεν χωρούνε αντιλήψεις για ένα «ειρηνικό πέρασμα» από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η άποψη του ΚΚΕ μας καλεί να δεχτούμε κάτι βαρύτερο: το ενδεχόμενο για ένα ειρηνικό πέρασμα από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις, η ανάλυση του Ελ. Βαγενά για την «από τα μέσα και από πάνω» ανατροπή του σοσιαλισμού, υποδεικνύει ότι το πρόβλημα ήταν κατά πολύ βαθύτερο και αφορούσε την ίδια την ταξική φύση του παλιού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ.
Σοσιαλισμός ή
κρατικός καπιταλισμός;
Η μαρξιστική παράδοση μας έχει αφήσει κάποια θεμέλια για το τι εννοούμε ως σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας.
Ο Μαρξ δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης». Η Κομμούνα του Παρισιού, 150 χρόνια πριν, ανέδειξε την εργατική απάντηση στο ερώτημα της πολιτικής εξουσίας: Το κράτος τύπου Κομμούνας. Όπου όπως υπογραμμίζει ο Λένιν στο σπουδαιότερο στρατηγικό έργο του (Κράτος και Επανάσταση), η εργατική τάξη, τσακίζοντας την παλιά κρατική μηχανή, οφείλει να πάρει άμεσα στα χέρια της την πολιτική εξουσία. Οι Μπολσεβίκοι το συνθηματοποίησαν το 1917: Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ! Η Οκτωβριανή Επανάσταση εξουδετέρωσε, σε μεγάλο βαθμό, την αστική τάξη στη Ρωσία και άνοιξε το δρόμο για την εργατική εξουσία.
Ο Μ. Παπαδόπουλος, στο αφιέρωμα του ΚΚΕ, τονίζει: «όπως έδειξε η ιστορία του 20ού αιώνα, δεν πρόκειται για μια εύκολη, ανέφελη πορεία, που οδηγεί αυτόματα στον κομμουνισμό». Έχει απόλυτα δίκιο. Επίσης σωστά, τονίζει τη σημασία της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής και του κεντρικού/κρατικού σχεδιασμού. Είναι προϋποθέσεις για μια σοσιαλιστική πορεία. Προϋποθέσεις αναγκαίες, αλλά όχι από μόνες τους ικανές.
Τι θα συμβεί σε μια κοινωνία όπου έχει επιβληθεί η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός/κρατικός σχεδιασμός της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα έχει αποκλειστεί η εργατική τάξη από κάθε δυνατότητα ελέγχου στο κράτος και στις πολιτικές αποφάσεις;
Ο Μ. Παπαδόπουλος αναγνωρίζει ότι «υποχώρησε στη δεκαετία του ’30 η λειτουργία των σοβιέτ». Η αναγνώριση είναι μάλλον αντιφατική, γιατί αλλού μιλάει για τις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των εργατών και της νεολαίας που «έγιναν ουσιαστικά, από τυπικά που ήταν στον καπιταλισμό». Η αλήθεια, δυστυχώς, είναι ότι η εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ από τη δεκαετία του ’30 και μετά, έχασε τις ουσιαστικές ελευθερίες που είχε αποκτήσει το ’17, αλλά ακόμα και τις «τυπικές» που η δύναμη του εργατικού κινήματος επέβαλε στη Δύση. Όποιος θέλει μπορεί να συνεχίζει να το αρνείται, αλλά το αντίτιμο είναι η πλήρης αναξιοπιστία απέναντι στους εργάτες στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και απέναντι στα ιστορικά δεδομένα. Στο κενό που δημιουργούσε η εξάλειψη της αστικής τάξης μετά το 1917, αλλά και η υποχώρηση της εργατικής τάξης μετά τα χτυπήματα που δέχθηκε στη δεκαετία του ’30, αναδείχθηκε ο ρόλος της γραφειοκρατίας. Που έλεγχε πλέον τα μέσα παραγωγής μέσα από τον έλεγχο του κράτους, και καθοδηγούσε τον κεντρικό σχεδιασμό διεκδικώντας μια ταχύτατη ανάπτυξη σε ανταγωνισμό με τη Δύση. Αυτή η «νομενκλατούρα» αποκτούσε σταδιακά συνείδηση του ρόλου της ως νέας εκμεταλλεύτριας και καταπιέστριας τάξης και καθοδηγούσε πλέον με ταξικό κριτήριο τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, των σχεδίων και του κράτους. Αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να περιγραφεί παρά ως κρατικός καπιταλισμός. Στα 1930-40-50, αυτή παραλλαγή δεν ήταν καθόλου άγνωστη και παράταιρη ακόμα και στον «κλασσικό» καπιταλισμό στη Δύση, όπου ο ρόλος του κράτους στην παραγωγή και στην οικονομία διογκώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, όπως διογκώθηκε και ο πολιτικός ρόλος των κρατικών γραφειοκρατιών.
Αυτή η εξέλιξη στην ΕΣΣΔ δεν έγινε καθόλου ειρηνικά. Εντύπωση προκαλεί ότι στο αφιέρωμα του ΚΚΕ απουσιάζει κάθε αναφορά στις «εκκαθαρίσεις» που σάρωσαν το κόμμα, τα συνδικάτα και το στρατό στη δεκαετία του ’30, αλλά και στις αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» που τσάκισαν τις κατακτήσεις του Οκτώβρη σε πολλούς και κρίσιμους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αν επρόκειτο για την «εκκαθάριση» μιας τάσης ή μιας φράξιας, θα κατανοούσαμε (απρόθυμα) την υποβάθμιση, συμφωνώντας με τον Μ. Παπαδόπουλο στο ότι «η πορεία δεν ήταν εύκολη και ανέμελη». Όμως δεν επρόκειτο περί αυτού. Πχ ζώντος του Λένιν, η αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων στην Τρίτη Διεθνή ήταν οι Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ. Με την εξαίρεση του Λένιν, όλοι οι άλλοι εκτελέστηκαν ως «προδότες», όπως και χιλιάδες άλλοι Μπολσεβίκοι -μέλη του κόμματος που έκανε την επανάσταση. Δεν θέλουμε να μακρύνουμε στον μακάβριο κατάλογο των θυμάτων, θεωρώντας γνωστή την τεράστια κλίμακα των «εκκαθαρίσεων». Το συμπέρασμα είναι απλό: Μεταξύ του κόμματος του ’17 και του κόμματος του τέλους του ’30 υπάρχει διαχωριστική γραμμή αίματος. Η ιστορική προσφορά των εκτελεσμένων Μπολσεβίκων, των στελεχών του εργατικού κινήματος, του κράτους και του στρατού, είναι ότι διαχώρισαν με το αίμα τους την παράδοση του Οκτώβρη (που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού) από τη ντροπή του καθεστώτος που τελικά κατέρρευσε «από τα μέσα και από τα πάνω» στα 1991.
«Λάθη»;
Αυτή την εξέλιξη το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα την πλήρωσε ακριβά.
Στο αφιέρωμα του «Ρ», η Αλ. Παπαρήγα καταπιάνεται με τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτή τη συζήτηση και τα προβλήματα στρατηγικής των ΚΚ για την προώθηση του αγώνα στη χώρα ευθύνης του καθενός από αυτά. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει δώσει σε αυτό το πεδίο θέσεις πιο τολμηρές από τις προηγούμενες (πχ τις θέσεις για τη γραμμή του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τα αίτια για την ήττα στη δεκαετία του ’40). Η Αλ. Παπαρήγα δηλώνει ότι στο υπόβαθρο της εσωκομματικής κρίσης του ΚΚΕ στα 1989-92 βρισκόταν η λαθεμένη παλιότερη στρατηγική του κόμματος και υπογραμμίζει ότι «(αυτό) βεβαίως δεν ήταν μόνο ελληνική ιδιομορφία». Δυστυχώς το πρόβλημα είναι παλιότερο και πιο γενικευμένο.
Στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τα ΚΚ σε πολλές χώρες στην Ευρώπη μπήκαν στις κυβερνήσεις «εθνικής ανοικοδόμησης» με κορυφαία παραδείγματα τη Γαλλία και την Ιταλία. Δεν επρόκειτο εδώ για τη γνωστή συζήτηση που ξεκινά από το 3ο και 4ο συνέδριο της Κομιντέρν, που υιοθέτησε το σύνθημα για τις «εργατικές κυβερνήσεις» ή κυβερνήσεις της Αριστεράς, στα πλαίσια μιας μεταβατικής πολιτικής, σε περιόδους που τίθεται θέμα κυβερνητικής εξουσίας σε συνθήκες που δεν είναι άμεσα επαναστατικές. Η πολιτική αυτή, που είχε την έγκριση του Λένιν, απαγόρευε κάθε συμμαχία με τα αστικά κόμματα. Εδώ επρόκειτο για κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας», σε συμμαχία με τα ιστορικά αστικά κόμματα σε κάθε χώρα (συμπεριλαμβανομένης της Δεξιάς) και στόχο την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού μέσα από τα ερείπια του πολέμου.
Σχετικά με την ελληνική εμπειρία, πολύ μελάνι έχει χυθεί για να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι σοβιετικοί «δεν γνώριζαν» ή «δεν είχαν την ευθύνη» για την πορεία Καζέρτα-Λίβανος-Κυβέρνηση Παπανδρέου-Βάρκιζα. Για τη Γαλλία και την Ιταλία δεν μπορεί ούτε να τεθεί τέτοιο θέμα. Γιατί ο Τολιάτι και ο Τορέζ που καθοδήγησαν τα ΚΚ σε αυτόν τον κατήφορο, ζούσαν στη Μόσχα και είχαν προϋπηρεσία ως έμπιστοι και σταθεροί συνεργάτες του Στάλιν. «Η απατηλή θεωρία για ειρηνικό και ανθρώπινο καπιταλισμό» που σήμερα καταγγέλει η Αλ. Παπαρήγα, εκπεμπόταν από το «διεθνές κέντρο» της Μόσχας πολύ πριν από το θάνατο του Στάλιν, και πολύ πριν από τα πρώτα σημάδια «ενίσχυσης του οπορτουνισμού» που το ΚΚΕ εντοπίζει στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ στα 1956.
Άλλωστε, άλλες επεξεργασίες της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ εντοπίζουν σωστά τις απαρχές της στρατηγικής του «ρεφορμισμού των σταδίων» στην Ελλάδα, στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ στα 1934. Θα ήταν μάλλον τραβηγμένο από τα μαλλιά το να ισχυριστεί κανείς το ότι αυτή η «στροφή» του Ζαχαριάδη και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ έγινε εν αγνοία ή παραβιάζοντας οδηγίες του «διεθνούς κέντρου».
Τα βήματα που κάνει το ΚΚΕ για να ερμηνεύσει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ είναι λειψά και αντιφατικά, υπονομευμένα από την επιμονή του να υπερασπίζεται την προηγούμενη σταλινική παράδοση.
Αντί επιλόγου
Τον Οκτώβρη του ’17, ο «αδύναμος κρίκος» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που έσπασε, ήταν η καθυστερημένης τσαρική Ρωσία. Η ιστορική τιμή που ανήκει στη ρωσική εργατική τάξη και τους Μπολσεβίκους ήταν ότι τόλμησαν, ανατρέποντας τον Τσάρο, να μη μείνουν στα μισά του δρόμου, αλλά να εξαπολύσουν στην Ευρώπη τη δυναμική της εργατικής/σοσιαλιστικής επανάστασης. Η δυναμική αυτή παραμένει ιστορικά ενεργή, με τη νίκη της να είναι σήμερα εξίσου αναγκαία με τότε, αλλά αντικειμενικά πιο εφικτή από τότε.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση απομονώθηκε μετά τις ήττες των εργατών στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία και αλλού. Η εργατική τάξη στη Ρωσία υποχρεώθηκε σε υποχωρήσεις και το κενό κάλυπτε η αύξηση της ισχύος της γραφειοκρατίας. Το πρώτο πεντάχρονο πλάνο (1928) ήταν η κήρυξη του πολέμου για την αυτονόμησή της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με την ολοκλήρωση των μαζικών «εκκαθαρίσεων», η ΕΣΣΔ έχει γίνει ένα κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς. Για πολλά χρόνια είχε δυναμική στον ανταγωνισμό με τη Δύση. Σε πολλούς τομείς έφτασε, ακόμα και προσπέρασε, τους δυτικούς καπιταλιστές που ξεκινούσαν από υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης. Αυτό γινόταν εφικτό μέσα από μια μεγάλη συμπίεση της εργατικής τάξης, την αποστέρησή της από τις στοιχειώδεις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τον πλήρη αποκλεισμό της από την πολιτική ζωή. Όμως είχε όρια. Η «στασιμότητα» εμφανίστηκε νωρίτερα και οι «μεταρρυθμίσεις» δεν μπόρεσαν να την ξεπεράσουν σε μακρά περίοδο. Η τελευταία απόπειρα «αυτομεταρρύθμισης» με τη γκλάσνοστ και την περεστρόικα υποχρεωτικά πήρε ρίσκα μεγαλύτερα από την ανθεκτικότητα του συστήματος. Η αποτυχία τους, κάτω από την αδιαφορία ή και τους πανηγυρισμούς της εργατικής τάξης, άνοιξε το δρόμο για την «από τα μέσα και από τα πάνω» μετάβαση προς την ιδιωτικοποίηση, προς την ευθυγράμμιση με τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
Πλέον στη Μόσχα, όπως και στην Ουάσινγκτον και στο Βερολίνο, η αναγκαία απάντηση είναι ένα νέος Οκτώβρης, με την πλήρη κοινωνικά και πολιτικά σημασία.