αριστερά

Ο αγώνας των λαϊκών τάξεων για βελτίωση της ζωής τους και αλλαγή της κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ως κέντρο, ως «Γενικό Επιτελείο», μια κυβέρνηση που έχει οδηγήσει τον εαυτό της να υλοποιήσει το 3ο Μνημόνιο.

1. Η συζήτηση για το πώς προχωράμε ύστερα από μια συντριπτική ήττα/συνθηκολόγηση της κυβέρνησης με τους δανειστές δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική αν δεν θέσει στο επίκεντρο του προβληματισμού το πρόσφατο συντριπτικό ΟΧΙ της αντιμνημονιακής κοινωνικής πλειοψηφίας. Οι λαϊκές τάξεις και τα τμήματα της μεσαίας τάξης που η κρίση πλήττει βάναυσα, με κυρίαρχη συμμετοχή της νεολαίας, αποτελούν μια de facto κοινωνική σύνθεση, η οποία πρέπει να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις.

Δεν πρέπει να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιας πλήρους αναστροφής, σαν αυτή που συντελέστηκε εντός ελάχιστων ημερών, με την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας από την κυβέρνηση, σε βάρος της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε με το «Όχι» της 5ης Ιουλίου.

Το εκπληκτικών διαστάσεων ΟΧΙ που έδωσε ο κόσμος της εργασίας στην πόλη και στην ύπαιθρο, που έδωσε ο φτωχός λαϊκός κόσμος, αποτελεί ένα πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνεχίζονται σε διάφορες πόλεις οι ανοιχτές εκδηλώσεις της ιστοσελίδας Rproject (που απηχεί τις θέσεις του Κόκκινου Δικτύου), με τίτλο: «Η ώρα της αλήθειας για τον ΣΥΡΙΖΑ - Σύγκρουση τώρα με τους δανειστές» και με ομιλητές μέλη της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.

Η Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) του ΣΥΡΙΖΑ συνήλθε σε μια από τις κρισιμότερες συνεδριάσεις της στις 23/5 και 24/5. Ωστόσο, παρά τη γενική αίσθηση ότι βρισκόμαστε λίγες μόνο μέρες πριν από το καθοριστικό σημείο καμπής των εξελίξεων, οι εργασίες χαρακτηρίστηκαν από μια πολιτική υπεκφυγή εκ μέρους της πλειοψηφίας του οργάνου: με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει προσώρας κάποιο τελικό σχέδιο συμφωνίας με τους δανειστές, κατέθεσε κείμενο πολιτικής απόφασης όπου οι «κόκκινες γραμμές» στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές περιγράφονται με πολύ γενικό και «εξασθενημένο» τρόπο.

Υπήρξαμε πολλοί που δεν συμμεριζόμασταν την «ευκολία» της προεκλογικής αφήγησης, που διευκόλυνε μεν το δρόμο προς την κάλπη, αλλά μας έθετε μπροστά σε ένα κρίσιμο ερώτημα: είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιλιτότητας μέσα στο πλαίσιο ανοχής της ευρωζώνης και διά της διαπραγματευτικής μεθόδου με τους «θεσμούς» της;

Τις τελευταίες μέρες εντείνεται η εντύπωση ενός αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές. Το καθεστώς της ίδιας της διαπραγμάτευσης, πέρα από διαρροές, σκοπιμότητες, δηλώσεις και μιντιακή διαχείριση, παραμένει στάσιμο ως προς τη μη εκταμίευση χρημάτων από την τρόικα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επείγουσες ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης για την πληρωμή μισθών, συντάξεων αλλά και των δανειστών. Η κυβέρνηση έχει υποχρεωθεί να στραγγίξει τα διαθέσιμα του Δημοσίου, φτάνοντας γι’ αυτό ακόμη και στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.

Ο μύθος είναι τριπλός: Πρώτον ότι υπήρξε μαθησιακή διαδικασία, δεύτερον ότι αυτή ήταν κρυφή και τρίτον ότι διοργανώθηκε από την εκκλησία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον βρίσκεται στην κυβέρνηση και οι γενικές καταγγελίες των υποχωρήσεών της δεν αρκούν. Οι απαντήσεις στα τρέχοντα, πιεστικά αδιέξοδα κρίνονται στη συγκεκριμενοποίησή τους και γι’ αυτό χρειάζεται να στηριχτούν στρατηγικά.

Θα παίζουμε στη «λοταρία» τις αποδείξεις από το τυροπιτάδικο της γειτονιάς, ενώ οι κροίσοι θα παραμένουν στο φορολογικό απυρόβλητο;

Στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ διεξήχθη μια σοβαρή, ουσιαστική πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Έχει σημασία να πούμε ότι μέρες πριν καταλαγιάσουν οι φωνές θριάμβου –που «προσγείωσε» με την εισηγητική του ομιλία ο Α. Τσίπρας– πολλοί είχαν βιαστεί να γίνουν «βασιλικότεροι του βασιλέως», εξαπολύοντας μύδρους σε όσους τόλμησαν να δημοσιοποιήσουν τη διαφωνία τους.

Βρισκόμαστε έπειτα από μία σημαντική χρονική στιγμή του εγχειρήματός μας: τη διαπραγμάτευση που έγινε μέχρι τώρα στο εξωτερικό, την εξωτερική διαπραγμάτευση […].

Η συγκρότηση οργανωμένης και ενιαίας αριστερής αντιπολίτευσης που θα παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των αποφάσεων της κυβέρνησης, ακόμη και μέσω του παιχνιδιού της «δημιουργικής ασάφειας», εμφανίζεται ως η βέλτιστη πολιτική επιλογή για τις ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός ΣΥΡΙΖΑ.

Η τελευταία σύνοδος στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ υπενθύμισε, σε πολλά κέντρα και επιτελεία, τι τύπου κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ: ένα πλατύ πολιτικό δίκτυο αγωνιστών-τριών που τα τελευταία χρόνια «ζυμώθηκε» με όλους τους αγώνες αντίστασης στη λιτότητα, ένα κόμμα μπολιασμένο με μια «μεταβατική», προγραμματική αντίληψη που επιδιώκει πολιτικές και κοινωνικές νίκες, ένα κόμμα που η «βάση», η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του, εντάσσει τις προοπτικές του στην ολοκλήρωση των δημοκρατικών κατακτήσεων και στο άνοιγμα του δρόμου για τη συνολικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας.

Την ώρα που οι «δανειστές» δείχνουν τα δόντια τους, την ώρα που η ΕΕ στέλνει τελεσίγραφο που απαιτεί την ακύρωση του περιεχομένου των εκλογών της 25ης Γενάρη, δηλαδή την ώρα που αποδεικνύονται ουτοπικές αυταπάτες οι απόψεις που υπόσχονταν έναν εύκολο διακανονισμό με τους «εταίρους», κάθε πολιτική πράξη της κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» αποκτά μεγάλη σημασία.

Οι φήμες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Δ. Αβραμόπουλο (ή και τον... Κ. Καραμανλή!) πρέπει να σταματήσουν αμέσως. Ενισχύουν τις αμφιβολίες που δημιούργησε στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις η επιλογή της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ και αποδυναμώνουν την πολιτική δυναμική του εγχειρήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή. Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος.