πολιτική

Η πρόσφατη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη «νέα» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –και ό,τι απέμεινε από τους ΑΝΕΛ μαζί με τους ενσωματωμένους πρόθυμους– και οι συνεδριάσεις για τη «συμφωνία» των Πρεσπών που διεξάγονται αυτές τις μέρες, αποκάλυψαν ξανά τον ολισθηρό και επικίνδυνο δρόμο που ακολουθεί το σύνολο του ελλαδικού αστισμού με αφορμή το μακεδονικό.

Σ τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων βρέθηκε η «ευκαιρία» που χρόνια αναζητούσε το κεφάλαιο στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη και παγκόσμια) για την επίθεση στις κοινωνικές κατακτήσεις και στο Δημόσιο ιδιαίτερα.

Τ ην ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί η κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΔτΜ) σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η κυβέρνηση του Ζάεφ είχε εξασφαλίσει 76 ψήφους, όμως έπρεπε να συγκεντρώσει 80.

Η γενική απαξίωση των ευρωηγεσιών στα μάτια του κόσμου έχει οδηγήσει στην αποχή των λαϊκών τάξεων από τις ευρωεκλογές σε πρωτοφανή, σε πλειοψηφικά επίπεδα. Αυτή τη φορά, όμως, το αποτέλεσμα θα έχει σημασία και πολιτικές συνέπειες.

Α λλιώς θα έπρεπε να πηγαίνουν τα πράγματα σύμφωνα με τους, επί χάρτου, σχεδιασμούς της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλ. Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο το ελληνικό κράτος που αναγνώρισε την ύπαρξη της γλώσσας αυτής, της «σκοπιανής» και μάλιστα στην ίδια την επικράτειά του: Στην απογραφή του 1920 μάλιστα το ελληνικό κράτος ονομάζει τη γλώσσα αυτή με το όνομά της: μακεδονική.

Σ ε νέα τροχιά μπαίνει το Ινστιτούτο Κομμούνα, μετρώντας ήδη 2 χρόνια λειτουργίας. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, στην Κομμούνα έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες πολιτικές εκδηλώσεις, αλλά και βιβλιοπαρουσιάσεις, συναυλίες και γλέντια, ενώ φέτος για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν και δύο θεατρικές παραστάσεις.

Χιλιάρικα μόνο για Έλληνες», έταξε ο Μητσοτάκης σε μια ακραία, ρατσιστική και μισαλλόδοξη, ρουσφετολογική υπόσχεση, με πρόσχημα τη φαινομενική δημογραφική υποχώρηση και πραγματική αιτία, την προφανή απόπειρα της ΝΔ αφενός να μιμηθεί τη μεταμόρφωση των θεωρούμενων φιλελεύθερων και δεξιο-λαϊκών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη σε ακροδεξιά, πολιτικά και (συγ)κυβερνητικά σχήματα και αφετέρου να ψαρέψει ψήφους στα θολά και δολοφονικά νερά των υποστηρικτών της Χρυσής Αυγής.

Σ ε όλους όσους παρακολουθούν τα γεγονότα, είναι φανερό ότι η σύγκληση του ΠΣ της ΛΑΕ γίνεται σε στιγμές σημαντικής έντασης στις γραμμές της. Αυτό χρειάζεται ερμηνεία.

Τ ο σχέδιο εισήγησης ορθά αναδεικνύει ότι η μνημονιακή πολιτική και η κρίση δεν «μας έπληξαν όλους», αλλά κάποιοι κέρδισαν και εξακολουθούν να κερδίζουν ασύστολα, χωρίς να υπάρχει κανένα φως στο βάθος του τούνελ για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη τα λαϊκά στρώματα της χώρας μας να βγουν στην αντεπίθεση και να διεκδικήσουν ανυποχώρητα να πάρουν πίσω όσα τους έκλεψαν.

Η ΛΑΕ, όπως και το σύνολο της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, βαδίζει προς μια σημαντική πολιτική εκλογική αναμέτρηση, όπου πρέπει να γίνουν κρίσιμες επιλογές:

Ο ι Κινέζοι υποστηρίζουν ότι μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Στην περίπτωση της Βρετανίας που ζει μέρες «πάμε Brexit, αλλά τι θα μπρέξιτ και θα κατεβάσει;», η τηλεοπτική εικόνα της πρωθυπουργού Τερέζας Μέι στην προπαρασκευαστική συζήτηση της συμφωνίας, που διεξήχθη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων προτού η πρωθυπουργός πάει στους G20, ήταν ένα εκατομμύριο λέξεις. Όταν η Μέι, σε ένα πρωτοφανές ολίσθημα της γλώσσας, υπονόησε ότι πιθανότατα ένα Brexit χωρίς συμφωνία «δεν θα ήταν χειρότερο από οποιαδήποτε συμφωνία», οι βουλευτές του δικού της κόμματος, του Συντηρητικού, την κάρφωσαν στον σταυρό του μαρτυρίου : «Μας λέτε ότι καλύτερα θα ήταν να βγούμε χωρίς συμφωνία με την ΕΕ»;

Τ ο «παιχνίδι» των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ανταγωνισμών στην Ανατολική Μεσόγειο συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Ανάμεσα στους βασικούς πρωταγωνιστές η Ελλάδα και η Τουρκία, οι οποίες εκατέρωθεν θεωρούν ότι υπερασπίζουν το δίκιο, που φυσικά πάντα είναι με το μέρος τους.

Η  Λαϊκή Ενότητα βαδίζει προς μια κρίσιμη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου της –του κορυφαίου πολιτικού οργάνου της– όπου θα χρειαστεί να αποσαφηνίσει την πολιτική της ενόψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, να συγκεκριμενοποιήσει τις συμμαχίες της, αλλά και να αποφασίσει τα αναγκαία μέτρα σχετικά με τη συλλογικότερη λειτουργία της, την πιο πλουραλιστική εκπροσώπησή της, που θα πρέπει να περιλάβει στο μεγαλύτερο βαθμό ηλικιακή και κινηματική αντιπροσωπευτικότητα.

Η πρόσφατη, πανηγυρική έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας του Συντάγματος με τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη βουλή, είχε παρά τις επιμέρους διαφορές, ως κοινό παρονομαστή την...ολόθερμη στήριξη όλων τους, ειδικά των λεγόμενων αστικών και μνημονιακών, στη διαδικασία. Για ευνόητους λόγους: Ακόμη και αυτό το σχετικά «προοδευτικό» και «φιλελεύθερο» Σύνταγμα της μεταπολίτευσης είναι εμπόδιο στην επικράτηση της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασής τους, στην εσωτερική εξέγερση των θεσμών ενάντια στη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατία, στην ολοκληρωτική πρόσδεση της χώρας στις Βρυξέλλες, ως κοινή, διακρατική και διακυβερνητική έδρα, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όπου η δική μας άρχουσα τάξη έχει προνομιακό τραπέζι, στη μεταμόρφωση του Συντάγματος σε οικονομικίστικη και εντρεπρενερίστικη, εμπορική σύμβαση και φιλοευρωπαϊκό ζουρλομανδύα λιτότητας χωρίς τέλος.

Παραδίδοντας το Υπουργείο Εξωτερικών στον Αλ. Τσίπρα, ο Ν. Κοτζιάς εξήγγειλε το νέο μεγάλο στόχο: την επέκταση των χωρικών υδάτων (ή αλλιώς της αιγιαλίτιδας ζώνης) από τα 6 στα 12 μίλια. Τον επικό χαρακτήρα της νέας εξόρμησης τόνισε ο ίδιος ο πρώην υπουργός λέγοντας τα εξής: «H εξωτερική μας πολιτική κλείνει στο πρώτο βήμα ένα μεγάλο ζήτημα 120 ετών, αλλά με κρατική μορφή 25 ετών, αλλά επίσης ανοίγει και υλοποιεί μια πολύ σημαντική πολιτική, την επέκταση της κυριαρχίας της χώρας πρώτη φορά από τότε που πήραμε τη Δωδεκάνησο». Πράγματι το ελληνικό κράτος μεγέθυνε διαρκώς την επικράτειά του από το 1821 έως το 1948, οπότε προσαρτήθηκαν τα Δωδεκάνησα. Εβδομήντα χρόνια μετά ο υπουργός της «κυβέρνησης της Αριστεράς» έρχεται να διεκδικήσει νέες δάφνες εθνικής επέκτασης.

Η  προσωρινή κράτηση του πρώην υπουργού Άμυνας και Οικονομικών στις «σημιτοεκσυγχρονιστικές» κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, Γιάννου Παπαντωνίου λόγω της αδυναμίας αιτιολόγησης περίπου 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, που βρέθηκαν σε λογαριασμούς του με συνδικαιούχο τη σύζυγό του, επανέφερε στο προσκήνιο τη διαφθορά, τις μίζες για την ανάθεση έργων σχετιζόμενων με τις πολεμικές προμήθειες της χώρας και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος στα διαδοχικά, εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία έχουν χρυσοπληρώσει στην πραγματικότητα οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας.

Η  εμπειρία της ήττας του κόμματος του Λούλα στη Βραζιλία δεν θα έπρεπε να αφήνει τον Τσίπρα και τους φίλους του να κοιμούνται.
Η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου από ένα κόμμα που ονομαζόταν Εργατικό, η «κρατικοποίηση» ενός ολόκληρου στρώματος ακτιβιστών που είχαν ζήσει την προηγούμενη ζωή τους ως ριζοσπάστες αριστεροί, η ανάληψη όλων των «εθνικών- πατριωτικών» στόχων από μια κυβέρνηση της, τάχα, Αριστεράς, δεν είχε ως αποτέλεσμα το να ξεδοντιαστεί ο «δεξιός κίνδυνος». Είχε ως αποτέλεσμα να θρέψει ένα δεξιόστροφο ρεύμα που, πατώντας πάνω στη μαζική κοινωνική απελπισία και την απογοήτευση από την Αριστερά, οδήγησε στη νίκη του νεοφασίστα Μπολσονάρο.